Μέρος 2.

112 8 0
                                    

Ένας ενοχλητικός ήχος με έκανε να σηκωθώ απότομα απο τον ύπνο μου, έτριψα τα μάτια μου και επεξεργάστηκα τον χώρο..ήταν το δωμάτιο μου και ο θόρυβος το ξυπνητήρι. Άπλωσα το χέρι μου για να το κλείσω, η ώρα ήταν 7:30, σηκώθηκα και κατευθήνθηκα προς το μπάνιο, έπλεινα τα δόντια μου και έβαλα νερό στο προσωπό μου κοιτάχτηκα για λίγο στο καθρεύτη. Αποφάσισα να το καλύψω με make up και το κανα. Χτένισα τα μαλλιά μου και ευτυχώς είχαν μείνει ίσια απο χθες οπότε δεν χρειαζόταν να τα πειράξω. Έβαλα ενα μπλε τζιν ψηλόμεσο , με ενα μαυρο πουλόβερ και σταράκια, πήρα την τσάντα μου και κατέβηκα κάτω. 

-Καλημέρα. Είπα στον πατέρα μου χαμογελώντας. 

-Καλημέρα, πριγκίπισσα πως είσαι; 

-Καλά, είμαι εσύ μπαμπά; 
-Καλά...θα φας; 
-Δεν προλαβαίνω! Είπα γρήγορα και έτρεξα στην πόρτα. Μισώ να τρώω πρωινό. Βγήκα από την πόρτα και ξεκίνησα τον δρόμο μου προς το σχολείο, έβαλα τα ακουστικά μου και έβαλα μουσική να ηχεί στα αυτιά μου..Είχα αποροφηθεί τελείως στην μουσική και δεν καταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου μέχρι που ενα χέρι μου τράβηξε δυνατά τον ώμο προς τα πίσω.
-Τι στο δ- Επ Άλεξ... Είπα και έβγαλα τα ακουστικά από τα αυτιά μου. 
-Σε φωνάζω εδώ και τόση ώρα.

-Σόρρυ άκουγα μουσική, με ήθελες κάτι; 

-Όχι απλά να σε πήγαινα σχολείο. Είπε και έξυσε το σβέρκο του.
-Δεν χρειάζομαι βοήθεια. Είπα και κοίταξα κάτω. 

-Παρέα χρειάζεσαι; 

-Εεμ. Σήκωσα το βλέμμα μου και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Ναι .

-Ωραία. Είπε με ενα στραβό χαμόγελο και άρχισε να περπατάει δίπλα μου. Όσο περπατούσαμε μπορούσα να δω τα καλοχτενισμένα ξανθά μαλλιά του να πέφτουν στο πρόσωπό του καθώς τα χτυπούσε ο αέρας. Η ασπρόμαυρη ζακέτα που φορούσε που τον κολακευε τόσο πολύ. Φτάναμε στο σχολείο, έφυγε από δίπλα μου και πήγε χαμογελώντας σε μια παρέα αγοριών που κάπνιζαν έξω από το σχολείο. Εκείνοι μου έριξαν κλεφτές ματιές και μόλις το πρόσεξα αμέσως άλλαξα βλέμμα. Δεν περίμενα τον Αλεξ πήγα με γρήγορα βήμματα μέσα στο σχολείο. Κατάλαβα ό,τι δεν θέλει να δουν οι φίλοι του ό,τι πήγαινε με κάποια σαν και εμένα στο σχολείο. Μπήκα στο σχολείο με σκημένο το κεφάλι μέσα σε δευτερόλεπτα έπεσε καταλάθος πάνω σε μια κοπέλα που ήταν 3η λυκείου και είχε άλλα δυο κορίτσια δίπλα της.

-Καλα δεν βλέπεις που στο διάολο πας; 
-Συγγνώμη . Είπα και πήγα να φύγω αλλά με τράβηξε πίσω. 

-Πήγαινε στην χώρα σου πριν μετανιώσεις που ήρθες εδώ. 

-Εδώ είναι η χώρα μου. Είπα και άρχισαν να γελάνε.

-Με άκουσες αμερικανάκι; Τράβα φύγε αποδω. Είπε και με έσπρωξε. Είχαν ήδη μαζευτεί κάποια παιδιά γύρω απο εμάς. Ένα παιδί μπήκε μέσα στον κύκλο που είχαμε κάνει και είχε κολλήσει πάνω στην κοπέλα που με έσπρωξε. 

-Πρόσεχε πως μιλάς, δεν ξέρεις τι συνθήκες την ανάγκασαν να έρθει εδώ. Γιαυτό βούλωσε το μην στο βουλώσω εγώ. 

Ήταν ο Άλεξ, μα γιατί με υπερασπίζεται; Η κοπέλα έφυγε εξοργισμένη με τις φίλες της ρίχνωντας μου μια τελευταία απηλιτική ματιά. 

-Διαλύστε τον κύκλο, θα φέρετε και καφε; Άντε!" Φώναξε στα παιδιά που είχαν μαζευτεί γύρω από εμάς.

-Δεν χρειαζ-

-Χρέος μου. Απάντησε πριν ολοκληρώσω..χρέος του; γιατί; 
Ήρθαν οι φίλοι του και με πλησίασαν. 
-Είσαι καλα; Μην την ακούς. Γενικά η τύπισσα έχει θέμματα. Μου είπε ενας από αυτούς και χαμογέλασα. 
-Ναι καλά είμαι, ευχαριστώ. 

-Γιώργος. Είπε ο ένας και μου έδωσε το χέρι του.

-Κέιτ. Απάντησα και το δωσα πίσω. 
Το ίδιο έκανα και με τους υπόλοιπους..με τον Δημήτρη και τον Χρήστο. 
-Πάμε; Ρώτησε ο Άλεξ τα παιδιά.

-Κάτσε ρε να γνωρίσουμε την κοπέλα. Απάντησε ο Χρήστος. Ο Χρήστος ήταν πολύ όμορφος όπως και οι υπόλοιποι. Είχε μαύρα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Αδύνατος και ψηλός όπως όλοι. Φορούσε ένα μαύρο σκισμένο τζιν και ένα μπλε φούτερ. 

-Άλλη φορά. Πάμε. Είπε ο Άλεξ απότομα. Μα τι τον έπιασε; 

-Αφήστε το φεύγω εγω. Ευχαριστώ για την γνωριμία. Είπα και πριν φύγω έριξα μια ματιά στον Άλεξ και εκείνος έκανε το ίδιο.

[...]

Μπήκα μέσα στην τάξη. 1η ώρα; Φιλολογικά. Τα θρανία ήταν μονά και έκατσα στην δεύτερη σειρά. Το χέρι μου στήριζε το κεφάλι μου όσο περίμενα να ανοίξει το στόμα της η καθηγήτρια και να πει κάτι. Όλοι ήταν στα θρανία τους και υπήρχε μια αλλόκοτη ησυχία. Η πόρτα χτύπησε, όλα τα κεφάλια στραφτηκαν προς εκεί εκτός από το δικό μου. Η καθηγήτρια πήγε να ανοίξει την πόρτα ενώ τα δικά μου μάτια κοιτούσαν κάτω τα νυχια μου τα οποία χτυπούσαν ρυθμικά το βιβλίο.

-Ποιος είσαι εσύ; Άκουγα την φωνή της καθηγήτριας μου.

-Μου είπαν να έρθω εδώ. Είμαι καινούριος.

Άκουσα μια γνώριμη φωνή και σήκωσα τα μάτια μου. Ήταν ο Άλεξ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν και σήκωσα το φρύδι μου.
-Μάλιστα, πέρασε. Κάτσε εκεί. Είπε η καθηγήτρια και έδειξε μια κενή θέση...η οποία ήταν ακριβώς στο διπλανό θρανίο από μένα..





**Ευχαριστώ όσους διαβάζουν την ιστορία! Αφήστε σχόλια και ψηφίστε αν σας αρέσει η ιστορία. Θα μπει νέο σύντομα, φιλιά :* xx ** 





Σώσε με.Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt