Μέρος 4

80 7 0
                                    

-Στο σχολείο; 
-Φυσικά και όχι, στο πάρκο.
-Μα...-
Δεν πρόλαβα να τελειώσω και τράβηξε το χέρι μου, κατεβήκαμε κάτω και είμασταν πλέον έξω απο την τάξη.
-Περίμενε, έρχομαι. 

Μπήκε μέσα στην τάξη και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν πάλι μαζί μου κρατώντας στο χέρι του την τσάντα μου και στον ώμο του την δική του. 

-Κανείς δεν ήταν μέσα. 

-Μα, Άλεξ αν μάθει τίποτα ο πατέρας μου...

-Δεν θα μάθει τίποτα, πάμε.

Είπε και μου έδωσε την τσάντα μου. Την έβαλα στον ώμο μου και τον ακολουθούσα. Κατεβήκαμε τα σκαλιά και βγήκαμε στο προαύλιο. Όλα τα μάτια των λυκειόπαιδων έπεσαν πάνω μας. 

-Γιατί μας κοιτάνε έτσι; 
-Ποτέ δεν φανταζόντουσαν να είμαι εγώ με έναν σαν και εσένα. 
-Γιατί τι έχω; 

-Δεν είσαι άσχημος, Αλεξ.

Του είπα και τον κοίταξα στα μάτια. Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του και έφερε το χέρι του γύρω από τον ώμο μου ενώ περπατάγαμε με γρήγορο ρυθμό. 

[.....]

-Γιατί άλλαξες σχόλειο; 
Άνοιξα κουβέντα ενώ είμασταν καθισμένοι στο γρασίδι μακριά από τον δρόμο και δεν υπήρχε ψυχή. 
-Επειδή άλλαξα και περιοχή...αλλα το παλιό μου σχολείο δεν είχε καμία σχέση με αυτό. 

-Δηλαδή; 
-Είμασταν αλλιώς, οι καθηγητές πιο χαλαροί δεν είχαν την επιθυμία να βάλουμε κάτι στο κεφάλι μας απλά ήθελαν λεφτά. 
Δεν απάντησα. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το έδαφος. Ο Άλεξ έβγαλε ενα πακέτο με τσιγάρα. 
-Πάλι θα καπνίσεις;
Είπα και αναστέναξα.
-Δεν καπνίζω πολύ, απλά όταν είμαι μαζί σου, το θέλω.

Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα και ξαφνικά μου ήρθε ενα σύννεφο καπνού στο πρόσωπό μου. 
-Γιατί το θέλεις όταν είσαι μαζί μου; 

-Γιατί με φτιάχνεις.
Απάντησε απλά και με κοίταξε. Αμέσως πήρα τα μάτια μου από πάνω του και κοκκίνησα. Και όπως πάντα έφερε το τσιγάρο κοντά στο στόμα μου, ρούφηξα απλά και ξεφυσηξα κοντά στα χείλη του.
-Σέξυ.

Είπε με βραχνιασμένη φωνή και γω δάγκωσα τα χείλη μου χαμογελώντας.
-Έχεις αγόρι; 

Γέλασα..

-Εγώ; Όχι φυσικά και όχι. 
-Γιατί; 
-Είμαι κλειστή. 
-Μαζί μου, όχι. 
Γύρισα και τον κοίταξα με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη μου. 

[...]

Η ώρα πέρασε με πολλά γέλια, συζητήσεις, πέρασε νερό. Εφόσων έμενε ακριβώς απέναντι γυρίσαμε μαζί σπίτι, ήταν πλέον βράδυ.

-Πέρασες ωραία; 

-Πέρασα τέλεια. 

Απάντησα και τον πήρα μια αυθόρμητη αγκαλιά, μόλις κατάλαβα τι έκανα ξεκόλλησα από πάνω του. Εκείνος είχε ακόμα τα χερια του γύρω από την μέση μου. 
-Περιμένω μήνυμα.
-Θα σου στείλω. 

Τον καληνύχτισα και έτρεξα μέσα στο σπίτι. Μόλις μπήκα έκλεισα την πόρτα και λαχανιασμένη έπεσα πάνω της. 
"Κέιτ;" Άκουσα την φωνή του μπαμπά μου και γύρισα. Ήταν καθισμένος στο καναπέ του σαλονιού μαζί με την μητέρα του Άλεξ πίνοντας κρασί.. 
-Μπαμπά, χίλια συγγνώμη . 

Είπα με λυπημένο βλέμμα. 

-Που ήσουν όλη μέρα ;
-Στο πάρκο..
-Με ποιον; 

Δίσταζα να απαντήσω και κοίταξα την μαμά του Άλεξ . 

-Με τον γιό μου. Απάντησε. Και εκείνος έλειπε όλη μέρα..μαζί ήσασταν έτσι; Χαίρομαι πολύ που κάνετε παρέα. 

Χαμογέλασε και έσκασα και γω ενα χαμόγελο. 

-Ναι , με εκείνον είμουν.Μπαμπά νευρίασες; 

-Όχι, αφού ήσουν με εκείνον. 
-Χαίρομαι εγώ σας αφήνω, καλά να περάσετε .
Είπα στα γρήγορα και ανέβηκα τρέχωντας τα σκαλιά για το δωμάτιο μου. Έκλεισα την πόρτα με το πόδι μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι. "Είναι τέλειος." Σκέφτηκα..Ξαφνικά ένιωσα το κινητό μου να δωνείται..μήνυμα. 

Σώσε με.Where stories live. Discover now