Αφησε με

130 18 4
                                    

Ο δρόμος μακρύς και αργός τόσο ένας θάνατος. Αλλά μπορω να πω πως ο καθενας διαλέγει το θάνατο του. Αυτό δεν ισχυει και για τα θυματα μου. Μου αρεσει να τρελαινω,να βασανιζω και στο τελος να τα σκοτώνω. Αυτός είναι ο καλύτερος θάνατος για μενα. Είναι ωραια ή αίσθηση του να ξερεις οτι εσυ μπορεις να το κανεις ότι θελεις. Να είναι δικό σού ολοκληρωτικά. Συνήθως τα θυματα μου δεν ζούνε πάνω από μια εβδομαδα. Τι κριμα όμως. Δεν το θελω πραγματικά αλλά μου αρεσει τοσο που το συναισθήμα κυριαρχεί την λογική.
Τα ματια της ανοίγουν καθώς πλησιάζουμε στο σπιτι μου. Προσευχωντας από μεσα μου κάτι που κανω τωρα τελευταια και δεν ξερω τον  λόγο διαολε,εχω σταματήσει καιρό να πιστεύω στον θεό ή τέλος πάντως αυτό που είναι. Πλέον ο μόνος θεός για μενα είναι ο εαυτός μου. Σε αυτόν στηριζομαι από τότε που θυμαμαι ακόμα τον ευατο μου 16 χρόνων. Ήταν ένα από τα συνηθισμένα βραδιά μαζί με την οικογένεια μου γύρω απο το τραπέζι και το μυαλό μου τον φέρνει σαν ταινία μπροστά μου.
"Μαμα τελειωσα" λεω καθώς αφηνω τα χέρια μου ελαφρά στο τραπέζι.
"Μπορεις να πας για υπνο Χαρρυ τότε" μιυ λέει καθώς σηκωνομαι από την θέση μου και με ένα φικι στο μαγουλο της και μια αγκαλιά του μπαμπά μου φεύγω επιτέλους για το δωμάτιο μου. Ισως να ειμαι 16 αλλά αγαπώ τους γονεις μου για αυτο που ειμαι ή μάλλον για αυτο που θέλουν να ειμαι. Αλλά δεν με νοιαζει ποτέ δεν με ένοιαζε,είναι οι μόνοι που με υποστηρίζουν για τα πάντα στην ζωη μου αφού σα παιδί δεν εχω σχεδόν κανένα φίλο κάτι που είναι τόσο δυσάρεστο.Ή ώρα έχει περάσει και νομιζω πως πρέπει να κοιμηθω. Τα σκευάσματα βαριά να πέφτουν από πάνω μου καθώς τα ματια μου κλείνουν και μετά όλα σκοτάδι. Ενάς δυνατός ήχος με κανει να επανελθω στην πραγματικότητα αφήνοντας οισω μου κάθε είδος ονείρου. Γρήγορα τρέχω στα σκαλοπάτια ενώ ακιυω φωνές και βλεπω την μητέρα μου ή οποία κλαίει και είναι τυλιγμένη στην αγκαλια ενός αγνώστου άντρα. Ποιος είναι αυτός?Και γιατί κλαει η μαμα μου? Προσπαθω να εντόπισω ποιος άλλος είναι στον κάτω όροφο όταν βλεπω πατημασιές με ίχνη αίματος να φτάνουν σε ένα πτώμα. Στο πτώμα του πατέρα μου. Όχι αποκλείεται σκεφτηκα απλά είναι ένας εφιάλτης ξυπνά Χαρρυ δεν είναι καιρός για τέτοια. Τα δάκρυα κυλάνε ανεξέλεγκτα από τα ματια μου κάνοντας την όραση μου θολή. Κάτι πρέπει να κανω,πρεοει να σώσω την μητερα. Τρέχω γρήγορα στο δωμάτιο των γονιών μου όπου ο πατερας μου φυλάει πάντα ένα όπλο για ώρα ανάγκης. Ανοίγω το συρταρι και αρπάζω το όπλο και επιστρέφω στην αρχική μου θέση,η μητέρα μιυ βρίσκεται ακόμα εκεί καθώς άλλος ένας ψάχνει τα συρτάρια κατεβαινω τις σκάλες και κραταω το όπλο ψηλά καθώς τα χέρια μιυ τρέμουν. Μα θεε μου τι κανω δεν πρόκειται να αφαίρεσω ζωή δεν έχω αυτό το δικαίωμα.
"Κοιτα την μητερα σου μιυ λέει ή μικρή φωνουλα από μέσα μου" οχι δεν πρέπει δεν ξερω είναι ή μητέρα μου.Χωρίς να το καταλαβω εχω φτάσει και ο άντρας που κραταει την μαμα μου με αντιλαμβάνεται και στρέφει το όπλο στο στήθος της μητέρας μου. Εγω μενω εκεί να τον κοιταω μην ξέροντας το να κανω,η μητέρα μου με κοιτάει με δάκρυα στα μάτια ξέροντας πως αυγό οανω είναι λάθος.
"Ασε την μητερα μου τωρα" φωναζω ενώ προσπαθω να ηρεμησω
"Αν δεν αγησεις το όπλο τωρα κάτω θα την σκοτώσω μικρέ και μάντεψε ποιος θα μείνει ορφανός?" μιυ λέει ενώ αυτή ή λέξη πετάει αγκάθια στην καρδιά μου. Δεν το αξιζω αυτό. Δεν τι αξίζουν οι γονεις μου. Κανείς δεν αξιζει αυτό τον εφιάλτη στην ζωη. Όλοι ειμαστε σε αυτή την ζωη για κάποιο λόγο και όχι για αυτόν.
Ο αλλος άντρας ο οποίος έψαχνε πλησιάζει και πλέον τωτα δε ξερω που να σημαδεψω. Άτιμη ζωή.
Χωρίς να εχω καυι άλλο στο μυαλο μού αφηνω το όπλο κάτω και περιμενω με ελπίδα να αφήσει την μητερα μου. Νιωθω ανακουφισμένος τελικά όταν ελευθερώνει τα χέρια του από πάνω και καθώς ή μητέρα μιυ με πλησιάζει και πέφτει στην αγκαλια ακουω ένα θόρυβο από μπροστά μου. Ή μητέρα μου γλιστράει στα χερια μου σχεδόν αναίσθητη και εγω προσπαθω να την κρατησω ζωντανή. Οι άντρες χαμογελουν και φεύγουν. Ή μητέρα μου προσπαθεί να συλλαβισει κατι που δεν ακιυω καθαρά.Αλλά δεν εχω χρόνο για τέτοια πρέπει να κάλεσω το ασθενοφόρο. Ή μητέρα μου, μιυ σφίγγει το χέρι μην μπορώντας να σηκωθω όρθιος και με κοιτάει σχεδόν κατασπρη. Πεθαίνει. Οχι δεν πεθαίνει. Δεν πρέπει να πεθανει.
"Μην γονείς σαν και αυτούς" μιυ λέει δυνατά πριν αφήσει την τελευταία της πνοή σε αυτή την άδικη ζωή.
"Οχιιιιιι" φωναζω κοιτωντας προς τον ουρανό.
Και απο τότε εγινα αυτός που είμαι. Αυτό που ή μητέρα μου μισούσε. Αλλά δεν θα μπορουσα να ειμαι καυι άλλο στην κοινωνία αφού μόνο κακό προκαλώ γύρω μου.
Αφιυ επιτέλους φτάσουμε τα αγορια βγαινιυν έξω και εγω παιρνω στην πλάτη μου την κοπελα ενώ αρχίζει και ανακτά τις αισθήσεις της. Ανοίγω γρηγιρα την πόρτα του σπιτιού και την πηγαινω στα δωμάτιο "θυμάτων" και την βαζω πάνω συο κρεβατι περνώντας τις αλυσίδες γύρω από τα χέρια της. Παω να φύγω από το δωμάτιο μου όταν ακουω μια φωνή από πίσω μου να μου φωνάζει άφησε με.

Αυτό ήταν και σήμερα.. Δεν ξερω γιατί γράφω τέτοια ώρα..Ήταν λίγο μαλακια σήμερα οπότε σορρυυ..τι λετε να γίνει στην συνεχεια.. Τι έχει πάθει ο χαρρυ?
Βασικα σας αρεσει?ΨΗΦΙΣΤΕ και σχολιαστε :(

Disaster(h.s Fanfiction)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant