§2: Αναπάντεχες συναντήσεις

127 1 0
                                    

ΤΩΡΑ

Ο καιρός τους τελευταίους μήνες είχε αλλάξει. Τα πρώτα χιόνια είχαν ήδη πέσει, το ίδιο και η θερμοκρασία απ' ότι φαινόταν. Κοίταξα γύρω μου. Σε αυτή τη μεριά του Τοίχους, το χιόνι είχε λιώσει, το κρύο ήταν λιγότερο. Περπάτησα μερικά μέτρα ακόμα και σταμάτησα σε μια μικρή λίμνη που είχε σχηματιστεί από τη χθεσινή βροχή. Έσκυψα να πιώ νερό και να πλυθώ. Ύστερα κάθισα για λίγο πάνω σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου. Πήρα μια βαθειά ανάσα και αφουγκράστηκα το δάσος, είχε πολύ ησυχία. Υπερβολικά πολύ. Σηκώθηκα και κοίταξα μερικές φορές τριγύρω μου. Η εκκωφαντική σιωπή περέμενε, μέχρι που ένας ήχος έπιασε τη προσοχή μου. Από πίσω μου, άκουσα κλαδιά και ξεραμένα φύλλα να σπάνε, κάποιος ερχόταν. Άρπαξα το τόξο μου από κάτω. Πλησίαζε όλο και περισσότερο. Τέντωσα το χέρι μου και με μια γρήγορη κίνηση πήρα ένα βέλος από το σάκο και το τοποθέτησα στη χορδή, το τέντωσα και περίμενα. Άκουσα βήματα και με έκαναν να γυρίσω απότομα. Δεν ήταν μόνο ένας. Είδα μια σκιά να κινείται ανάμεσα στα δέντρα. Χωρίς να χάσω χρόνο, έριξα το πρώτο βέλος κατά πάνω της. Η σκιά το απέφυγε και κρύφτηκε πίσω από το δέντρο. Άρπαξα δεύτερο, και περίμενα για κάποια κίνηση. Τίποτα, απόλυτη ησυχία. Ξαναέριξα εκεί που είδα πριν τη σκιά, αλλά μάταια. Άρπαξα όλα τα βέλη, πέρασα το τόξο στον ώμο μου και άρχισα να τρέχω χωρίς δεύτερη σκέψη. Τους άκουγα ήταν ακόμα πίσω μου, αλλά ήμουν πιο γρήγορη. Συνέχισα να τρέχω μέχρι που ένα βέλος προσγειώθηκε δίπλα στα πόδια μου, πήδηξα πάνω από ένα χαντάκι και δεν σταμάτησα. Συνέχισα μέχρι που ένα ακόμα βέλος πέρασε ξυστά από γόνατό μου και με έκανε να χάσω την ισσοροπία μου με αποτέλεσμα να πέσω στο έδαφος. Σηκώθηκα αλλά είχα ήδη χτυπηθεί, κοίταξα πίσω μου, πλησιάζανε. Προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου, έβγαλα το μαχαίρι με τη κοκάλινη λαβή από τη ζώνη μου και το κράτησα σφιχτά στο καλυμμένο με χώματα, χέρι μου. Τους έβλεπα ξεκάθαρα, ήταν τρεις και με περικύκλωσαν, ο ένας με σημάδευε απειλητικά με το τόξο ενώ οι άλλοι δυο είχαν τραβήξει τα μεγάλα, βαριά σπαθιά τους. Σε αυτό βασιζόμουν. Τα μεγάλα σπαθιά σε κάνουν πιο αργό. Όσοι ώρα πλησιάζανε τους παρατηρούσα, φορούσαν μαύρα.

Πρώτη φορά έβλεπα Crows από κοντά. Μου έκανε εντύπωση που τους συνάντησα τόσο μακριά από το Τείχος. Θα πρέπει να με είχαν ακολουθήσει ως εδώ. Με κοίταγαν με τα κουρασμένα μάτια τους και περίμεναν. Ήταν τρείς εναντίον ενός. «Παράτα τα» μου είπε με βραχνά φωνή ο ένας με το σπαθί. Έπιασα το έκπληκτο βλέμμα του που κοιτούσε κάτι πίσω μου, γύρισα. Έρχονταν κι άλλοι πάνω σε άλογα. Καθώς με περικύκλωναν και μου έδεναν σφιχτά τους καρπούς των χεριών μου, αναρωτιόμουν που θα με πήγαιναν.

A different song of Ice and FireDonde viven las historias. Descúbrelo ahora