02. Εντάξει...

141 9 0
                                    

Την επόμενη μέρα η Μαρία δεν αλλάζε θέμα για κανένα ασήμαντο λόγο. Προσπαθούσε να μου δώσει λόγους γιατί να το κάνω, και γιατί όχι. <<Είσαι δεκαεπτά.Θα μπορέσεις να έχεις εμπειρίες.Αν περιμένεις πολύ ακόμα μπορεί να σου πάρει χρόνια.Πάντως πολύ καλύτερα με κάποιον ξένο, που δεν είναι και σίγουρο πως θα τον ξαναδείς και δεν θα σε σχολιάσει με τους φίλους του ούτε θα το μάθει όλο το σχολείο.>>
Εντάξει είχε κατά κάποιον τρόπο δίκιο. Τώρα αν θέλω, ή μάλλον αν είμαι έτοιμη είναι άλλο θέμα.
Πήρα μια βαθιά ανάσα.<<Εντάξει.>> είδα ένα χαμόγελο να αρχίζει να σχηματίζεται στο πρόσωπο της και τα μάτια της περίμεναν ανυπόμονα να συνεχίσω με τα την μικρή μου παύση.

Ίσως ήμουν και εγώ όσο έκπληκτη όσο και εκείνη. Δεν περίμενα να δεχτώ. Σκέφτηκα, τι έχω να χασω. Καλα ,εκτός από το προφανές, αλλά αν το αφήσω δεν θα μάθω ποτέ αν είμαι έτοιμη.

<<Αλλά...>>συνέχισα <<Δεν θα ψαχνομαι ιδιαίτερα, και αν δεν τύχει δεν θα μου βρεις κανένα. Θα υπάρξει και άλλη φορά.>>της είπα τονίζοντας τα λόγια μου σαν να έκλεινα κάποιο συμβόλαιο.<<Αα! Δεν θα το μετανιώσεις>> είπε σφίγγοντας με στην αγκαλιά της.<<Καλά μην χαίρεσε τόσο>> της είπα,και με στραβοκοιταξε
<<Επίσης,πρέπει να μάθω αν θα λείπει η μάνα μου>>έκανε τα μάτια της ένα κύκλο και αναστέναξε. <<Καλά καλά>> είπε και μπήκαμε στην τάξη για τον υπέρτατο ύπνο: λογοτεχνία.
Αγναντεύα έξω από τα μεγάλα παράθυρα, τα δέντρα από το πάρκο απέναντι ,και τα πουλιά που κάθονταν στα κλαδιά τους. Με αποσπάσε η Μαρία με ένα σκουντηγμα στο πόδι.
<<Ε; Τι να βάλουμε αύριο;>>είπε. Την κοίταξα και κατέβασα το χέρι που στηριζα το κεφάλι μου. <<Sorry, κοιμόμουν λίγο...Δεν έχω ιδέα>>.
Της απάντησα. Αλήθεια ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό.
<<Α κατάλαβα. Πάλι θα άδειασω την ντουλάπα μου.Πάντως σίγουρα να βάλουμε κάτι έτσι, ξέρεις εσύ,ωραίο>> μου είπε και κούνησε πονηρά το κεφάλι της.
Γέλασα με την αντίδραση της.
<<Νεφέλη πρώτη παρατηρήση!>>είπε η καθηγήτρια,με το υπονοούμενο να σταματήσουν και οι υπόλοιποι.<<Συγγνώμη.>> είπα χαμηλόφωνα.
Έριξα μια κλέφτη μάτια στον Άλεξ. Είχε απλώσει τα μακριά του πόδια κάτω από την καρέκλα του μπροστινού του. Μιλούσε ακατάπαυστα στον Γιώργο ,τον διπλανό του, παρά τις συνεχείς παρατηρήσεις της κ. Αθανασίου.

Όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχολασμα είχα ήδη μαζέψει τα πράγματα μου και φόρεσα τη τσάντα μου. Η Μαρία ακολουθήσε λίγο αργότερα και πήγαμε προς το σπίτι.Μόλις προχώρησαμε ένα στενό,άρχισε να μιλάει:<<Λοιπόν. Δες τι θα γίνει με την μάνα σου,αν είναι να κανονίσουμε να έρθεις από το σπίτι να ετοιμαστούμε μαζί,για να πάμε κατευθείαν από εκεί.>>
<<Καλά εντάξει.Που θα πάμε δεν μου έχεις πει ακόμα>>της είπα.
<<Α στο "limitless" το μπαρ που είναι στο στενό μετά το φροντιστήριο μου>>είπε. Ήταν περίπου δέκα λεπτά από το σπίτι της και το διπλάσιο από το δικό μου.<<Είναι καλα εκεί.>> συνέχισε<<Ξέρω τον μπαρμαν. Είναι ο ξάδερφος του Φάνη του προην μου τρομάρα του.Τουλάχιστον ο Στέλιος,ο μπαρμαν, είναι καλύτερο παιδί..>>.είπε και χαιρέτησε παράλληλα έναν γείτονα της από αυτούς που βλέπω συνήθως τα πρωινά.
<<Άρα βρες τι θα βάλεις και τι θα γίνει με την μάνα σου και στείλε μου.Μην το ξεχάσεις.>>φιλιθηκαμε σταυρωτά και έστριψε στο στενό για το σπίτι της,ενώ εγώ συνέχισα ευθεία.

Στο σπίτι πάλι κανείς.Ο πατέρας μου ούτε τηλέφωνο από την προηγούμενη εβδομάδα κατα τ'αλα να μην χανόμαστε.
Νωρίς το βράδυ ήμουν ξαπλωτή στον καναπέ και διαβάζα ένα βιβλίο, για μια ιστορία περίεργης κάπως αγάπης για μια κοπέλα και ένα λυκανθρωπο που περνούσαν περιπέτειες ώστε να καταφέρουν να είναι μαζί.

Άκουσα έντονο θόρυβο έξω από την εξώπορτα,που με έκανε να πάρω τα μάτια μου από τις κιτρινοπες σελίδες του βιβλίου. Σηκώθηκα περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου, πέρασα δίπλα από τον πάγκο της κουζίνας όπου άφησα το βιβλίο μου και προχώρησα προς την πόρτα. Ακούμπησα το αυτί μου πάνω προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε. Κοίταξα χαμηλότερα στην προσπάθειά μου να συγκεντρωθώ στους ήχους πίσω από την πόρτα, παρατηρώντας πως στο τραπέζακι λίγο πιο κει βρισκόταν τα κλειδιά της μητέρας μου. Κοίταξα από το ματάκι, και άνοιξα διάπλατα την πόρτα. <<Φαντάζομαι πως ψάχνεις αυτά.>>είπα κρατώντας ψηλά τα κλειδιά της μητέρας μου. <<Με σωζεις.>>είπε αναφυσοντας.
<<Νόμιζα πως τα ξέχασα στη δουλειά.>>σκούπισε τα πόδια της στο χαλάκι και προχώρησε προς τα μέσα καθώς έκλεισα την πόρτα πίσω της.
Επέστρεψα πίσω στο βιβλίο μου.
<<Έχεις φάει, η να βάλω να φάμε μαζί;>>ακούστηκε η φωνή της από το μπάνιο της.
<<Βαλε>>της απάντησα με δυνατή φωνή.
<<Έλα κάτσε να σε δω λίγο>>είπε προχωρώντας προς την κουζίνα ,με τις γαλάζιες πιτζάμες της, δείχνοντας τις καρέκλες του πάγκου.<<Δεν μου είπες>>άρχισε να μιλάει με το που έκατσα βάζοντας μια μερίδα ρόλο κοτόπουλα στο φούρνο μικροκυμάτων για να ζεσταθεί.<<Πως σκοπεύεις να περάσεις το σαββατοκύριακο σου;>>ρώτησε
<<Ε...να η Μαρία με κάλεσε σε ένα μαγαζί που έχει γενέθλια ο ξάδερφος της>>δεν μπορούσα να πω την αλήθεια,δηλαδή τι; Ε ξέρεις μαμά θα πάω για ποτό καθώς θα ψάχνομαι για να βρω κάποιον τυχαίο να χάσω το "πολύτιμο".
<<Α>>είπε. <<Αύριο είναι>>πρόσθεσα διακόπτοντας τη, και πριν προλάβω να την ρωτήσω με πρόλαβε και απάντησε: <<Καλά θα αργήσω αρκετά παραπάνω από ότι συνήθως αύριο>> - για να είπε αρκετά παραπάνω σήμανε πως θα έρθει κάπου τα ξημερώματα,αν λάβει κανείς υπόψη του πως όταν έλεγε ότι θα αργήσει λίγο γυρνούσε πάνω κάτω δύο το βράδυ- <<Αλλά αν είναι να πας θέλω να μου κάνεις ένα τηλεφώνημα πριν φύγεις και ότι με χρειαστείς το ιδιο>>είπε, και μετά τοποθέτησε το αχνιστό πιάτο μπροστά μου,βάζοντας και για εκείνη ένα να ζεσταθεί.
<<Πάντα αυτό δεν κάνω>>της απάντησα θετικά και αρχίσα να τρώω.
Το κινητό της μητέρας μου δονιστηκε. Ήταν μέϊλ από την δουλειά,ακόμα και τέτοια ώρα την ζητούσαν.<<Άντε πάλι >> είπε αγανακτισμένη<<Ο Γιωργοπουλος είναι, αυτός από τη διαφημιστική,και ξέρεις τώρα....>>συνέχισε μιλάει. Κάθε μέρα μιλούσε για την δουλειά και ποτέ δεν τα καταλάβαινα. Ίσως γιατί ποτέ δεν άκουγα ιδιαίτερα.
Συνέχισα το φαγητό μου πεταγοντας ένα:<<Μαααλιστα>>κάπου ενδιάμεσα αφήνοντας τη να λέει τα δικά της.

Are YouThe One?Where stories live. Discover now