03. Ήρθε η ώρα..

125 9 0
                                    

Μυρωδιά από κρουασάνακια στο φούρνο. Η μητέρα μου είτε προσπαθεί να με καλοπιασει, που θα βγει απόψε, είτε απλώς θέλει να δώσει την εντύπωση Σαββατιάτικου πρωινού, αν ναι τα κατάφερε.

Επιστρέφοντας από την τουαλέττα, συνειδητοποίησα πως σήμερα, το σήμερα ήταν εδώ...ή μάλλον σε λίγες ώρες. Ανοίξα διάπλατα την ντουλάπα και τα συρτάρια μου και έκατσα στο πλάι του κρεβάτιου να αγναντεύω τα ρούχα. «Τι-να-βαλω»είπα.
«Πρωινο!»φώναξε η μητέρα μου. Εκλεισα πάλι την ντουλάπα και πήγα στην κουζίνα.

Πάρ'ολο που έχουμε τραπέζι όπως μπαίνεις στο σπίτι λίγο πριν την κουζίνα ,τρώμε πάντα στο πάγκο. Το διάστημα του τοίχου που είναι το τραπέζι,είναι αυτό των δωματίων μας. Στα αριστερά της εξώπορτας-στην μια πλευρά του τραπεζιου, είναι μια πόρτα που οδηγεί σε ένα πολύ μικρό διάδρομο με δύο πόρτες, η μια στο πλάι-μια τουαλέττα, και στην άλλη πλευρά του διαδρομου-το δωμάτιο μου. Αντίστοιχα το ίδιο από την άλλη μεριά του τραπεζιού για την μητέρα μου.

«Εχεις κάτι;»με ρώτησε η μαμά. « Όχι μωρέ απλώς κοιμάμαι λίγο ακόμα»και της χάρισα ένα κοφτό χαμόγελο. Δεν ήξερα πως έπρεπε να αντιδράσω ή τι να σκεφτώ. Μάλλον απλώς άρχισα με την κλασική γυναικεία σκέψη"ρουχα".
Και για να μην το αναλύω ιδιαίτερα και παιδευομαι και η ίδια,καθώς αλοιφα μαρμελάδα σε ένα κρουασάν και η μάνα μου μιλούσε για δουλειά, αποφάσισα να βάλω αυτά που είχα βάλει στα γενέθλια της Μαρίας: μια μαύρη φούστα κάπως ψιλομεση και ένα φλοραλ τοπακι με τις μαύρες γόβες της μητέρας μου.

Μόλις τελείωσα με το πρωινό πήγα πίσω στο δωμάτιο μου. Βασικά εκεί περνάω την περισσότερη ώρα της μίζερης ζωής μου χαμένη στα βιβλία μου και στα όνειρά που κάνω κοιτώντας τον ουρανό από το παράθυρο μου ,που έχει θέα στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας που είναι ένα μικρό παρκάκι.
Κάθησα στην καρέκλα του γραφείου μου αποροντας τι προφυλάσσει το κοντινό μέλλον. Κοιτούσα επίμονα τον σκούρο μπλε τοίχο πίσω από το κρεβάτι μου αλλά και τους υπόλοιπους που έχουν μια ανοιχτή γκρι απόχρωση. Έτσι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας καθώς η μητέρα μου νομίζε ότι όπως ως συνήθως έκανα τα μαθήματα μου, που φυσικά τα άφησα για την επόμενη μέρα, δεν μπορούσα να βρω συγκέντρωση πουθενά.

Η ώρα πέρασε γρήγορα. Πριν καν το καταλάβω κόντευε ήδη εννιά η ώρα και μητέρα μου χτύπησε την πόρτα για να μπει,κρατώντας δύο κρεμάστρες: η μια με μια μπλούζα και η άλλη με μια μπορντό. <<Έλα, σταματά και Κάνε ένα διάλειμμα σε λίγο θα φύγεις όπως και να έχει. Πες μου τώρα, πια με το μαύρο παντελόνι και τις μπεζ γόβες;>>
<<την μπλε >>της είπα και χτύπησε το κινητό μου,η Μαρία. Κοίταξα την μητέρα μου. Κοιτούσε ακόμα και τις δύο μπλούζες, της έκανα νόημα προς την μπλε ξανά και απάντησα στην κλήση της Μαρίας.
Ν:<<Εελα>>
Μ:<<Άντε παιδί μου να έρθεις να ετοιμαστούμε;>>
Ν: <<Ναι ναι τώρα παίρνω αυτά που θα βάλω και έρχομαι>>
Μ:<<Εντάξει, Α!, και πάρε και το ψαλίδι λέω να κάνω μπούκλες>>
Ν:<<Εντάξει>>της το έκλεισα βιαστικά.

Are YouThe One?Donde viven las historias. Descúbrelo ahora