04. Το Κρυφτό

102 11 1
                                    

Πέρασε λίγη ώρα που μιλούσαμε. Δεν είχα καταφέρει να μάθω πολλά. Ήταν είκοσι-ένα ,ζούσε μόνος του και οι γονείς του ήταν στο χωριό, και πριν λίγους μήνες αγόρασε το αυτοκίνητο του καινούργιο και όχι μεταχειρισμένο όπως το πρώτο του.

Ήταν καλός μαζί μου. Ήταν μοναδικός που μου τραβούσε την προσοχή και ίσως αυτόν να έψαχνα όλο το βράδυ.Με περνούσε ένα κεφάλι, είχε αρκετά γυμνασμένο σώμα από ότι έβλεπα μέσα στα σκοτάδια, τα μαλλιά του ήταν κάστανα,και τα μάτια του είχαν μια δική τους μοναδική καστανό-κανελί απόχρωση.
Γ:<<Ξέρεις κάτι;...Νομίζω πως εκείνη με το καφάσι καλά έκανε και σε χτύπησε...>>
Τον κοίταξα παραξενεμενη με σήκωμενα φρύδια
Ν:<<Δηλαδή το αξιζα;>>
Γ:<<Όχι,βέβαια οχι...αχ...Δεν με άφησες να τελειώσω.Εννοώ πως αν δεν γινόταν αυτό δεν θα μιλούσαμε τώρα. Και μ'αρέσει...που...που μιλάμε>>κοιτιωμασταν κατάματα που ένιωθα υπνωτισμένη.
Ν:<<Τότε και εγώ χαίρομαι,που ήσουν εκεί...ξέρεις..>>
Είχαμε έρθει πολύ κοντά και δεν άντεξα να μην γευτώ τα χείλη του.
Έβαλα το χέρι μου στο σβέρκο του και εκείνος με τα δικά του κρατούσε τα πρόσωπα μας ενωμένα. Οι γλώσσες μας συντονίζονταν λες και είχαμε φιλιθει χιλιάδες φορές.
Κοιταχτήκαμε,και με ξαναφιλισε απαλά στο κάτω χείλος.
<<Πάμε κάπου αλλού οι δύο μας;>>του είπα έχοντας γυρει στο αυτί του. Εκείνος έγνεψε και με πήρε από το χέρι,κάτω στο μπαρ που ήταν η Μαρία την οποία με είχε κάνει να ξεχάσω εντελώς.<Μισό να πάρω τα πράγματα μου>>του είπα και εκείνος μου απάντησε<<Θα σε περιμένω έξω τότε>> με φίλησε άλλη μια φορά και με ένα χαμόγελο του προχώρησε προς την έξοδο.
Ν:<<Μου δίνεις τα πράγματα μου να φύγω;>>
Μ:<<Νομίζα πως είχες ήδη φύγει.Πού ήσουν;>>
Ν:<<Πανω>>
Μ:<<Α.Θες να φύγουμε μαζί γιατί εγώ θα καθόμουν λίγο ακόμα>>
Ν:<<Όχι,κάτσε νομίζω πως βρήκα κάποιον>>
Η έκφραση της άλλαξε τελείως σε μια πιο πονηρή και δίνοντας μου τα πράγματα μου είπε
Μ:<<Άντε καλά να περάσεις.Και πρόσεχε>>
Ν:<<Πάντα. Θα τα πούμε αργότερα>> της πέταξα ένα φιλί και φόρεσα το δερμάτινο μπουφάν μου καθώς βγήκα έξω στην κρύα και ήρεμη νύχτα.

Στο πλάι της πόρτας με περιμένε ο Γιάννης.
Ν:<<Πάμε;>>
Και με ακούμπησε από την μέση ωθώντας με να προχωρήσουμε.
Γ:<<Λοιπόν, που πάμε>>
Ν:<<Σπίτι μου..>>είπα κάπως ντροπαλα και παιχνιδιάρικα χωρίς να έχω ιδέα πώς το έκανα.
Γ:<<Είναι κοντά ή να φέρω το αυτοκίνητο;>>
Ν:<<Κοντά,αν αντέχεις λίγο περπάτημα>>
Γ:<<Αν είναι έτσι δεν έχω πρόβλημα εσύ είσαι αυτή με τα τακούνια>>
Ν:<<Σωστό και αυτό άλλα πιστεύω θα είμαι μία χαρά>>είπα κοιτώντας που πατούσα αποφεύγοντας τις λακουβιτσες του δρόμου.<<Λοιπόν>> συνέχισα,<<Με τι ασχολείσαι τώρα;>>
<<Είμαι στον τελευταίο χρόνο των σπουδών μου και μάλλον θα καταφέρω να διοριστω για μερικους μήνες πρακτική σε κάποιο σχολείο. Προσπαθώ να τους πείσω ακόμα.>>μου απάντησε καθώς μου έριχνε κλεφτές ματιές όσο μιλούσε.
Ν:<<Και το ακριβώς σπουδάζεις;>>
Γ:<<Φυσικές Επιστήμες>>
Ν:<<Μάλιστα.>>
Γ:<<Εσύ;>>
Ωχ! Ναι, φυσικά. Του είπα πως ήμουν δεκαεννέα. Δεν γινόταν να του πω πως είμαι δεκαεπτά,δεν θα δεχόταν να έρθει μαζί μου εφόσον είμαι ανήλικη.
Έτσι του είπα ότι σπουδάζω αυτό που σκοπεύα να κάνω στο μέλλον.
Ν:<<Ε,φυσιοθεραπεία>>
Πήγε να μιλήσει άλλα για καλή μου τύχη τον διέκοψα<<Εδώ είμαστε>>και έδειξα την πολυκατοικία. Ξεκλειδωσα και πάτησα το κουμπί του ασανσέρ το οποίο έπρεπε να το περιμένουμε αφού ως συνήθως ήταν στον πέμπτο.

Are YouThe One?Where stories live. Discover now