07

25 1 0
                                    

Το τελευταίο κουδούνι της ημέρας χτύπησε και ήμασταν όλο το σχολείο στριμωγμένοι προς την πόρτα εξόδου.
Ένοιωσα ένα χέρι να τραβά ελαφρά το δικό μου και γυρνώντας,αντίκρισα δύο υπέροχα μάτια ,γεμάτα αποφασιστικότητα, να κοιτούν τα απορημένα και μπερδεμένα δικά μου.
<<Θα είσαι μόνη σου σπίτι;>>
Το είπε τόσο γρήγορα που χρειάστηκα μια στιγμή να το επεξεργαστώ. Αλλά έως τότε το χέρι της Μαρίας με τράβηξε έξω από όλον αυτόν το συνωστισμό με μόνη απάντηση στην ερώτηση του: ένα νεύμα με μάτια καρφωμένα στα δικά του.
Με είδε. Μάλλον ήθελε να με ακούσει να το λέω,καθώς το χέρι του έσφιξε το δικό μου ελαφρά ενώ το άφηνε για να με παραδώσει στο τράβηγμα της Μαρίας.
Στο δρόμο δεν έδινα σημασία στην Μαρία. Μιλούσε πάλι για κάποιον που γνώρισε και μιλούσαν στο φβ αλλά πλέων ήξερα πως τα λόγια μου να μην είναι τόσο παρορμητική δεν έπιαναν τόπο άρα απλώς επικεντρώθηκα στο τι θα μπορούσε να συμβεί με τον Γιάννη.
Πώς τα είχε φέρει έτσι η ζωή και τον έβαλε πίσω στην δική μου; και κυρίως τον έβαλε στην καθημερινότητα μου ως ανώτερο. Σαν ένα υπέροχο άγαλμα που μπορούσα παρά μόνο να κοιτάζω αλλά απαγορεύεται να αγγίζω.
Φτάνοντας επιτέλους στο σπίτι τυλιγμένη από σκέψεις αφηπνιστηκα, με την εμφάνιση του Γιάννη κάτω από το σπίτι μου.
Πετάχτηκα. Δεν τον περίμενα εκεί.
<<Συγνώμη.>>είπε καθώς σηκώθηκε από το πεζούλι. <<Απλά πραγματικά δεν νομίζω ότι θα αντέξω άλλο... πρέπει να μιλήσουμε>>συνέχισε. Είχε έκφραση λες και πραγματικά θα έσκαγε αν δεν το έκανε και κάπως έτσι ίσως με περισσότερο άγχος ένοιωθα και εγώ.
<<Δεν θα μπορέσω για πολύ. Άσε που θα πρέπει να πάρω και την μητέρα μου τότε και δεν θέλω ιδιαίτερα γιατί θα αρχίσει τις ερωτήσεις>> του είπα. Η φωνή μου ήταν σιγανή και κάπως απολογητική. Πάλι. Γιατί το έκανα αυτό;
Κατέβασε το πρόσωπο του και έκανε μερικά βήματα προς το πεζοδρόμιο.
<< Μπορούμε να μιλήσουμε εδώ για λίγο...>>με κοίταξε με βλέμμα ελπίδας με αυτή μου την απάντηση. Και του έκανα νόημα να κάτσουμε στο πεζούλι.Πλησίασε και έκατσε ενώ διστακτικά έστριψε προς το μέρος μου.
Πήγε να μιλήσει, αλλά τον διέκοψα. Ένοιωσα πως του χρωστούσα το λιγότερο μια συγνώμη για μπορέσω να συνεχίσω αυτή τη κουβέντα.
Ν:<<Συγνώμη. Δεν ...είπα ψέματα. Και τώρα πληρώνω για αυτά.>>
Γ:<<Τι εννοείς πληρώνεις;>>μου απάντησε σηκώνοντας τα φρύδια του.
Ν:<<Δεν το εννοούσα έτσι.Δεν έκανες κάτι εσύ απλά νόμιζα ότι είχα ξεφύγει από αυτό και σε ξαναβρήκα μπροστά μου>>
Τα λόγια για μου έβγαιναν μπερδεμένα και φαινόταν να σκέφτεται πολύ.Θα έκανα το ίδιο αλλά είχα black out.
Γ:<<Νομίζω πως ήταν λάθος λοιπόν να σου πω να βρεθούμε...>>είπε και σηκώθηκε. Και μαζί με αυτό σηκώθηκα και εγώ και προσπάθησα να τον σταματήσω από το να συνεχίσει,δίχως αποτέλεσμα <<ελπίζω να με συγχωρέσεις και όσο για το σχολείο θα βάλω τα δυνατά μου να σου φερομαι ισάξια με τους άλλους>>.
Οχι.όχι δεν το είπε μόλις τώρα αυτό. Δεν θα απογοητευοταν τόσο αν δεν πιστεύε σε κάτι παραπάνω. Και κυρίως απλά δεν μπορούσα να τον αφήσω γιατί όσο παράξενο μου φαινόταν που του μιλούσα ξανά τόσο μου άρεσε. Γιατί όσο τον μπέρδεψα τόσο ήθελα να του δείξω ότι είναι ... είναι ένα κομμάτι της ζωής μου που αρνιομουν να αφήσω.
Μέσα σε ένα του βήμα μακριά μου ταραχρηκα ψυχικά και ήθελα να τον κρατήσω...να μην φύγει. Τον ήθελα να μείνει εκεί να τον κοιτάζω.
Ν:<<Εγώ δεν μετάνιωσα που βρεθήκαμε. Και δεν φταις εσύ εγώ δεν βρίσκω τα κατάλληλα λόγια για να σου μιλήσω αυτή την στιγμή. Μην ξεχνάς ότι δεν ήσουν μόνος εκείνο το βράδυ ήμουν και εγώ. Τουλάχιστον για όσο ήμουν.>> με κοιτούσε. Μόνο αυτό. Και τον κοιτούσα και εγώ με μάτια που εκλιπαρούσαν να μην φύγει. Αυτή η στιγμή καταστράφηκε γρήγορα όμως. Το κινητό μου χτύπησε και κοιτώντας την τσέπη μου περνώντας το βλέμμα του από το πρόσωπο μου και κάνοντας νόημα προς το κινητό μου που χτυπούσε σε ένα περσινό τραγούδι.
Γ:<<Νομίζω ότι σε ψάχνουν...>>
Ανοιγοκλεισα τα βλέφαρά μου και έγνεψα<<Ναι..μάλλον πρέπει να ...>>
Γ:<<Έχεις δίκιο. Τότε ελπίζω να βρεθούμε και άλλη φορά. Ξέρεις εκτός σχολείου>>
Ν:<<Σίγουρα. Πολύ θα το ήθελα.>>του απάντησα με ένα μικρό χαμόγελο.
Μου χαμογέλασε και εκείνος. Ήταν ένα... Ένα χαμόγελο που αμέσως έκανε τον σκιερό προθάλαμο να λάμψει.
Γ:<<Ωραία λοιπόν έκλεισε. Εμ...γειά..;>> είπε βάζοντας τα χέρια στις τσέπες αμήχανα.
Ν:<<Εμ..Ναι. Ωραία..γειά>>είπα καθώς ξεκλειδωσα την πόρτα και έκανα με το χέρι μου να τον χαιρετήσω.
Ένοιωσα μια περίεργη μοναξιά όταν έκλεισε η είσοδος της πολυκατοικίας πίσω μου.
Όταν μπήκα σπίτι έτρεξα στο τηλέφωνο να πω μια δικαιολογία στην μητέρα μου.
Πήρα το μαξιλάρι αγκαλιά και κάθησα κοιτώντας το παράθυρο. Με ήθελε ακόμα. Μπορούσα να το καταλάβω. Απλά δεν ήξερα πως να το κάνω. Πως να αντιδράσω σε μια σχέση αν γινόταν τίποτα ποτέ ,πράγμα που ήθελα , αλλά πρώτα έπρεπε να εκφραστώ σωστά. Για εκείνον, που ακόμα είχε ελπίδες. Πρέπει να είναι πραγματικά τρελός για να με άντεξε. Ίσως είναι αυτό που έλειπε από τους άλλους.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jul 15, 2016 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Are YouThe One?Where stories live. Discover now