ΠΡΟΛΟΓΟΣ

932 46 1
                                    

ΔΈΚΑ ΒΉΜΑΤΑ

Βήμα Πρώτο: Παράδοση

Βήμα Δεύτερο: Θάρρος

Βήμα Τρίτο: Εμπιστοσύνη

Βήμα Τέταρτο: Γενναιοδωρία

Βήμα Πέμπτο: Αφοβία

Βήμα Έκτο: Αυτοπεποίθηση

Βήμα Έβδομο: Περιέργεια

Βήμα Όγδοο: Γενναιότητα

Βήμα Ένατο: Ζωντάνια

Βήμα Δέκατο: Απελευθέρωση

ΝΤΟΦΙΝ

ΕΒΑΛΑ ΤΑ ΓΕΛΙΑ. Τι άλλο να έκανα; Αφού συνέβαινε στ' αλήθεια. Τον είχα πράγματι εδώ, μπροστά μου. Και μου φαινόταν σαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να στέκεται ένας ωραίος άντρας μέσα στα ζεστά νερά του ποταμού Αμπίτα έως το γόνατο και να μου ζητάει να γδυθώ για χάρη του. Τα ανασηκωμένα μπατζάκια του τζιν του είχαν σκουρύνει από το νερό, που έγλειφε τις μυώδεις γάμπες του, και το δεμένο στέρνο του ήταν γυμνό κάτω από τον καυτό απριλιάτικο ήλιο. Έτεινε το μαυρισμένο χέρι του προς το μέρος μου. «Ντοφίν, αποδέχεσαι το Βήμα;» Αντί να του πω αμέσως ναι και να τσαλαβουτήσω προς το μέρος του όπως ήθελα, έμεινα στήλη άλατος στη χλοερή ακροποταμιά με το βίντατζ πράσινο φουστανάκι μου, που το είχα κοντύνει ακριβώς πάνω από το γόνατο. Και τώρα το μετάνιωνα. Ήταν σέξι· όχι σαν αυτά που φορούσα συνήθως. Μήπως φαίνομαι χάλια; Κι αν δεν του αρέσω; Κι αν μας πιάσουν; Κι αν δεν τα πάω καλά; Κι αν πνιγώ; Δεν ξέρω καλό κολύμπι. Μάλιστα, πάντα φοβόμουν λιγάκι το νερό. Ήμαστε καλά κρυμμένοι πίσω από ψηλούς θάμνους με τριαντάφυλλα του βάλτου και ροζ μολόχες, που έγερναν προς την όχθη του ποταμού, αλλά εμένα με έζωνε ο φόβος. Έλεγχος και εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη και έλεγχος. Οι δύο δαίμονες που πάλευαν μέσα μου. Γιατί τώρα; Δεν είχα πληρώσει ολομόναχη τις σπουδές μου; Δεν είχα ξεκινήσει μια πετυχημένη επιχείρηση με βίντατζ ρούχα προτού ακόμα τελειώσω το κολέγιο; Δεν είχα ξεπεράσει οικονομικές κρίσεις και τυφώνες, σέρνοντας πίσω μου το μαγαζάκι μου με τη λύσσα ενός ήρωα πολέμου που προσπαθεί να σώσει έναν τραυματισμένο συμπολεμιστή του; Τα είχα κάνει όλα αυτά –κι άλλα πολλά– αλλά είχαν απαιτήσει αυτοσυγκράτηση, πειθαρχία, καθώς και αυστηρό έλεγχο της κατάστασης. Αν αποδεχόμουν την πρόσκληση του γοητευτικού άγνωστου να μπω στα ορμητικά νερά, τότε θα ωθούσα το ρεύμα της ζωής μου να αλλάξει κατεύθυνση. Θα άφηνα τον εαυτό μου να μπει σ' έναν νέο κόσμο, γεμάτο αυθορμητισμό και ρίσκο, πόθο και ίσως απογοήτευση. Θα έχανα τον έλεγχο, θα μάθαινα να εμπιστεύομαι. Παρά την τόλμη μου όμως εκείνη τη μέρα στο παλιό αμαξοστάσιο, ξαφνικά ένιωθα απρόθυμη να αφήσω τα πράγματα να κυλήσουν όπως μου είχαν πει ότι θα συμβεί, όπως είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ότι θα τα άφηνα επιτέλους να κυλήσουν. Αλλά που να πάρει και να σηκώσει, αυτός ο άντρας ήταν μπάνικος – και πολύ πιο ψηλός από μένα. Από την άλλη, με ύψος ένα εξήντα, ήμουν κοντύτερη από τους περισσότερους άντρες. Είχε χαμογελαστά μάτια, μόρτικο σουλούπι και ανακατωμένα καστανά μαλλιά, που είχαν πάρει χάλκινη απόχρωση από τον ήλιο. Δεν έβλεπα αν τα μάτια του ήταν πράσινα ή γαλάζια, πάντως δεν τα ξεκόλλησε από πάνω μου. Ο ήλιος έπεσε ακόμα πιο καυτός επάνω μας, μετατρέποντας τα μαλλιά μου σε μακρύ βαρύ πέπλο. Έβγαλα αργά τα σανδάλια μου. Η χλόη ήταν δροσερή κάτω από τα πόδια μου. Ίσως θα μπορούσα να μπω στα ρηχά. Να αρχίσω λάου λάου. «Αποδέχεσαι το Βήμα; Μπορώ να σε ρωτήσω μόνο μία φορά ακόμα» μου είπε, χωρίς ίχνος ανυπομονησίας. Τώρα. Πήγαινε κοντά του. Πρέπει. Αισθάνθηκα τα χέρια μου να ανεβαίνουν στους ώμους μου, ακολουθώντας τις γραμμές του εξώπλατου φουστανιού μου. Τα δάχτυλά μου κοντοστάθηκαν στον κόμπο πίσω στον αυχένα μου. Ύστερα τα χέρια μου κινήθηκαν με δική τους πρωτοβουλία, και τα κορδονάκια ξαφνικά χαλάρωσαν. Κατέβασα το επάνω μέρος και ξεγύμνωσα τα στήθη μου. Έστρεψα βιαστικά το βλέμμα μου αλλού. Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα, πριν το μυαλό μου προλάβει να κατακλυστεί από τρόμο. Κι αν τον απογοήτευε το σώμα μου; Κι αν δεν ήμουν ο τύπος του; Σταμάτα να σκέφτεσαι. Δράσε. Άνοιξα το φερμουάρ στην πλάτη του φουστανιού και το άφησα να πέσει στο χορτάρι. Ύστερα κατέβασα το εσώρουχό μου στα πόδια μου και σηκώθηκα ξανά όρθια, ολόγυμνη, εκτός από τη χρυσή αλυσίδα που αγκάλιαζε τον αριστερό καρπό μου. «Θα το πάρω ως κατάφαση» μου είπε. «Έλα μέσα, κούκλα... Το νερό είναι ζεστό». Η καρδιά μου άρχισε να βροντοχτυπάει. Όσο πιο ήρεμα μπορούσα, περπάτησα προς το μέρος του, προς το νερό. Ενώ προχωρούσα, κάλυπτα το κορμί μου, τα στρατηγικά σημεία. Βούτηξα το δαχτυλάκι του ποδιού μου στην άκρη του ποταμού. Το νερό ήταν πιο ζεστό απ' όσο περίμενα. Έβαλα και το υπόλοιπο πόδι μου μέσα στο ήσυχο ρεύμα και ακολούθησα ένα μονοπάτι με επίπεδες πέτρες καλυμμένες από μούσκλια που οδηγούσαν σ' εκείνον. Και μπορούσα να διακρίνω τον πυθμένα. Θα ήμουν μια χαρά. Όσο τον πλησίαζα, η διαφορά ύψους μεταξύ μας κόντευε να γίνει τόσο ξεκαρδιστική, ώστε να αλλάξει τη διάθεση και από ερωτική να την κάνει αστεία· θα πρέπει να ήταν γύρω στο ένα ενενήντα πέντε! Πριν προλάβω όμως να σκάσω στα γέλια, προτού καν φτάσω κοντά του, τα χέρια του κατέβηκαν στο κουμπί του τζιν του, κάνοντάς με να κοντοσταθώ και να σωπάσω. Να κοιτάξω; Να μην κοιτάξω; Η νότια ανατροφή μου με έκανε να στραφώ αλλού, για να μη φανεί πόσο κόκκινο είχε γίνει το πρόσωπό μου. Στύλωσα το βλέμμα μου σε μια μακρινή βελανιδιά που σκίαζε τη φυτεία στο βάθος. «Δε χρειάζεται να γυρίσεις». «Έχω άγχος...» «Ντοφίν, είσαι ασφαλής... Μόνο εμείς οι δύο είμαστε εδώ». Με την πλάτη μου ακόμα γυρισμένη, άκουσα έναν ελαφρύ παφλασμό και τον ήχο που κάνει το ύφασμα επάνω στο δέρμα. Ύστερα πέταξε το τζιν του πάνω από το κεφάλι μου, κι αυτό προσγειώθηκε στην ακροποταμιά δίπλα στις πολυφορεμένες μπότες του, στα σανδάλια και στο πράσινο φόρεμά μου. «Ορίστε. Τώρα είμαι κι εγώ γυμνός...» είπε. Τον άκουσα να προχωράει αργά μέσα στο νερό προς το μέρος μου, ώσπου το ζεστό δέρμα του κόλλησε δυνατά επάνω στην πλάτη μου. Ένιωσα το σαγόνι του να στηρίζεται στην κορυφή του κεφαλιού μου και ύστερα τη μύτη του να τρίβεται στα μαλλιά μου και στο πλάι του λαιμού μου. Χριστέ μου! Έκλεισα τα μάτια, πήρα βαθιά ανάσα κι έγειρα το κεφάλι μου, για να του προσφέρω τον λαιμό μου και το δέρμα εκεί. Αισθανόμουν πόσο πολύ το ήθελε, πόσο πολύ με ήθελε. Οι αισθήσεις μου ήταν ηλεκτρισμένες. Το δέρμα μου, ζεστό από το νερό, δροσερό από τον αέρα, μερωμένο από το άγγιγμά του, ζωντάνεψε μουδιάζοντας. Ο αέρας έφερνε μαζί του τις μυρωδιές του Νότου – το κομμένο χορτάρι, το ποτάμι, τις μανόλιες. Το θέλω. Το θέλω. Τον θέλω! Προς τι ο δισταγμός; Γιατί δεν μπορώ απλώς να γυρίσω και να τον κοιτάξω; Αυτός ο άντρας βρίσκεται εδώ μόνο για να με ευχαριστήσει. Το μοναδικό μου εμπόδιο είναι η ανικανότητά μου να του το επιτρέψω. Έπειτα, τη στιγμή που ακουμπούσε τα χέρια του στους γοφούς μου, άκουσα ξανά εκείνη την εσωτερική φωνή, δυνατή, επίμονη, με τη χαρακτηριστική προφορά του Τεννεσσί που είχε η μητέρα μου. Σε βρίσκει πολύ πλαδαρή. Πολύ αφράτη. Πολύ κοντή. Μάλλον δεν του αρέσουν οι κοκκινομάλλες. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου για να διώξω τη φωνή. Ύστερα άκουσα ένα χαμηλό βογκητό, από κείνα που αναγνώριζα ως βαθιά αρσενική επιδοκιμασία. Εντάξει, του αρέσει αυτό που αγγίζει... Έβαλε το στόμα του δίπλα στο αυτί μου και τα χέρια του τράβηξαν τους γοφούς μου προς τα πίσω, φέρνοντάς μας και τους δύο πιο βαθιά. «Το δέρμα σου είναι απίστευτο...» ψιθύρισε ενώ με τραβούσε ακόμα πιο πίσω, ώσπου το νερό έφτανε ως τη μέση μου. «Σαν αλάβαστρο...» Ψέματα λέει... Του το είπαν να το πει. Ικέτεψα την επικριτική φωνή μέσα μου να πάει στα τσακίδια. «Γύρνα, Ντοφίν... Θέλω να σε κοιτάξω». Τα χέρια μου έπεσαν αργά στα πλευρά μου και τα ακροδάχτυλά μου άγγιξαν το νερό. Άνοιξα τα μάτια μου, γύρισα και κοίταξα την έκταση του στήθους του και τα αναμφισβήτητα σημάδια του πόθου του για μένα. Συμβαίνει. Άφησέ το! Έγειρα πίσω το κεφάλι μου, για να κοιτάξω το ήρεμο όμορφο πρόσωπό του. Έπειτα ουπς! Με άρπαξε στην αγκαλιά του τόσο ξαφνικά και επιδέξια, που τσίριξα από χαρά, παρόλο που ένιωθα πεταλούδες στο στομάχι. Όταν τελικά πέρασα το χέρι μου γύρω από τον μυώδη τράχηλό του, αυτός με λίκνιζε στην αγκαλιά του μέσα στα λαμπερά νερά του ποταμού πειράζοντάς με, βυθίζοντάς με μέσα τους αργά αργά. «Είναι κρύο...» είπα με κομμένη την ανάσα και γραπώθηκα πιο σφιχτά από πάνω του. «Θα ζεσταθείς γρήγορα...» μου ψιθύρισε, βουτώντας με εντελώς μέσα στο νερό. Με τα μπράτσα του από κάτω μου, άφησα το σώμα μου να παραδοθεί πλήρως σ' εκείνον και στο ποτάμι. Τεντώθηκα επιπλέοντας, βουτώντας πίσω το κεφάλι, αφήνοντας τα μαλλιά μου να παρασυρθούν πόντο πόντο από το ποτάμι. Εντάξει, πάμε λοιπόν... «Μπράβο, αυτό είναι! Χαλάρωσε. Σε κρατάω». Ένιωθα εξόχως ελαφριά. Το νερό δεν ήταν καθόλου τρομακτικό. Έκλεισα τα μάτια και άφησα τα μαλλιά μου να απλωθούν γύρω μου και πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό ήξερα πως ένα αληθινό χαμόγελο απλωνόταν στο πρόσωπό μου. «Μοιάζεις με την Οφηλία» μου είπε. Κρατώντας με ψηλά με το ένα χέρι κάτω από τη μέση μου, πήρε το άλλο από κάτω μου και χάιδεψε αποφασιστικά το πόδι μου, τον μηρό μου, κοντοστάθηκε στην κορυφή και μετά προχώρησε στην κοιλιά μου, όπου έσκυψε και φίλησε το νερό στη λιμνούλα που είχε σχηματίσει ο αφαλός μου. «Γαργαλιέμαι...» Τα μάτια μου ήταν ακόμα κλειστά. Είσαι θεϊκή και δεν έχεις καθόλου βάρος. Το κορμί σου είναι πανέμορφο, Ντοφίν. «Κι εδώ;» ρώτησε σιγανά, αφήνοντας το χέρι του να ταξιδέψει στις καμπύλες μου, κλείνοντας τη χούφτα του από κάτω μου, ενώ τα δάχτυλά του εξερευνούσαν τη σχισμή μου. Αχ, Θεέ μου. «Λιγάκι...» απάντησα. Το σώμα μου άνοιξε σαν αστερίας, και με κρατούσαν στην επιφάνεια τα μπράτσα μου, που κουνιούνταν. Μου άρεσε αυτό που μου έκανε το νερό. Η ψύχρα έσφιγγε το δέρμα μου. Οι θηλές μου ήταν έτοιμες και σκληρές. Άνοιξα τα μάτια και βρήκα το πρόσωπό του, κι εκεί διέκρινα πόθο. Τον παρακολούθησα να σκύβει για να φιλήσει τα στήθη μου, ενώ πιο κάτω το χέρι του έσπρωχνε τους μηρούς μου να ανοίξουν. «Κι εδώ;» με ρώτησε, γλιστρώντας αργά αργά ένα και μετά δύο δάχτυλα μέσα μου. «Όχι...» είπα με κομμένη την ανάσα. «Εκεί δε γαργαλιέμαι...» Ένιωθα παλμούς καυτής ηδονής να διαπερνούν το κορμί μου. Θα μπορούσε να συμβεί πολύ γρήγορα, σκέφτηκα καθώς τα σκληρά δάχτυλά του ζέσταιναν τα σωθικά μου. Έσφιξα τους μυς μου γύρω από τα δάχτυλά του ενώ εκείνος ερέθιζε απαλά το άνοιγμά μου, στην αρχή πιο επιφυλακτικά και ύστερα πιο επίμονα, πιο βαθιά. Άφησα το νερό να κυματίσει επάνω στο δέρμα μου – ένας συνδυασμός που έκανε την ανάσα μου να επιταχυνθεί. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήθελα να τελειώσω, θα μπορούσα να έχω τελειώσει... Αλλά το απώθησα, για να απολαύσω την αίσθηση της αιώρησης. Αψίδωσα ελαφρώς το σώμα μου, ώστε να προτρέψω τα δάχτυλά του να μπουν ακόμα πιο βαθιά· τα μαλλιά μου βυθίστηκαν εντελώς κάτω από το νερό και τυλίγονταν γύρω από το κεφάλι μου. Τα φανταζόμουν σαν πύρινο στέμμα. «Είσαι απίστευτο θέαμα, Ντοφίν...» μουρμούρισε εκείνος, ενώ τα δάχτυλα του ενός χεριού συνέχιζαν τις απαλές παλινδρομικές τους κινήσεις και με κρατούσε στην επιφάνεια με το άλλο χέρι. Ύστερα έστριψε επιδέξια το κορμί μου, που επέπλεε, κατά σαράντα πέντε μοίρες και μπήκε ανάμεσα στα πόδια μου. Πριν προλάβω όμως να τυλιχτώ γύρω του για να τον τραβήξω μέσα μου, εκείνος έσκυψε και το στόμα του συνάντησε το νερό που στάλαζε πάνω στο εσωτερικό των μηρών μου, που τώρα γυάλιζε στον ήλιο, ενώ το άλλο του χέρι βρισκόταν ακόμη από κάτω μου. Η κάψα από τα χείλη του ζευγάρωσε με το ορμητικό νερό, και τα επίμονα δάχτυλά του δημιούργησαν μια αίσθηση τόσο έντονη, που χτύπησα με το χέρι μου τα νερά για να βρω κράτημα. Κατόπιν κρέμασε τα γόνατά μου, πρώτα το ένα και μετά το άλλο, επάνω στους ώμους του, με τα δυνατά του μπράτσα από κάτω μου να στηρίζουν την πλάτη μου, να με κρατούν πάνω από το νερό. Έχοντας πια και τα δυο του χέρια από κάτω μου, γλίστρησε τη γλώσσα του στην απαλή σχισμή μου, στο σημείο όπου ο μηρός μου καμπυλωνόταν προς τις κοντές κόκκινες μπουκλίτσες μου, και τον παρακολούθησα να με γλείφει εκεί, ενώ ένιωθα το νερό σαν μυριάδες δάχτυλα επάνω στο κορμί μου. Για μια στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα στο ποτάμι, που έγλειφε το δέρμα μου, και στο άπληστο στόμα του, ώσπου η γλώσσα του, ζεστή και επιτακτική, βρήκε το απόλυτο σημείο μου, εντοπίζοντάς το με μερικά ταλαντούχα αγγίγματα των δαχτύλων του. Αχ... Ανασήκωσα τη λεκάνη μου, και οι μηροί μου άνοιξαν περισσότερο, ενστικτωδώς, πεινασμένα, ενώ κρατούσα το πρόσωπό μου πάνω από το ήρεμο ρεύμα, με τα αυτιά κάτω από την επιφάνεια. Η ορμή του νερού έκανε ακόμα πιο έντονη την κορύφωση καθώς εκείνος ζωγράφιζε κύκλους επάνω μου, γύρω γύρω, σπρώχνοντας το δάχτυλό του μέσα έξω και... Αχ, Θεέ μου. Αισθανόμουν το άλλο του χέρι, τη φαρδιά παλάμη που ήταν απλωμένη στη μέση μου, ενώ το στόμα και τα δάχτυλά του χόρευαν τον χορό τους. Μετά σήκωσε το χέρι του κι έπαιξε με τις ρώγες μου. Το στόμα του ήταν υγρό και ζεστό, η γλώσσα του φτερούγιζε, με έγλειφε, με έπινε ολόκληρη. Νομίζω πως εκείνος το ένιωσε πριν από μένα, την ένταση που κυρίεψε το κορμί μου, τα γόνατά μου, που σφίχτηκαν, τα χέρια μου, που τεντώθηκαν στα πλάγια, με τις παλάμες γυρισμένες στον ήλιο. Ναι... Το πρώτο κύμα ήταν ζεστό και οικείο. Αχ, αυτό, σκέφτηκα. Το θυμάμαι αυτό. Μετά εντάθηκε, έγινε κάτι παραπάνω, πιο βαθύ, τόσο επιτακτικό, που με έκανε να φωνάξω δυνατά στον ζωηρόχρωμο ουρανό. Τα δάχτυλά του με εξερεύνησαν ακόμα πιο βαθιά, ενώ η γλώσσα του διέγραφε όλο και πιο γρήγορους κύκλους, κι εγώ γελούσα όσο συνέβαινε, όσο τέλειωνα, μία φορά, δύο φορές, με απανωτά κύματα ηδονής. Σπαρταρούσα, τα γόνατά μου έσφιγγαν τους ώμους του και γίναμε για μια στιγμή ένα σώμα. Κατόπιν, έπειτα από κείνη τη μακάρια πλωτή στιγμή όπου το στήθος μου ανεβοκατέβαινε στον ήλιο και τα δάχτυλά μου ακούμπησαν το δροσερό δέρμα μου, ήρθα στα συγκαλά μου. «Είσαι πάρα πολύ καλή...» ψιθύρισε. Με έσπρωχνε μαλακά στην επιφάνεια του νερού σαν χάρτινο καραβάκι όσο ηρεμούσα. «Αλλά δεν τέλειωσε... Έτσι δεν είναι;» ρώτησα, ενώ οι μηροί μου τρεμούλιαζαν και τα πόδια μου είχαν τυλιχτεί γύρω από τη μέση του. Όταν πλησιάσαμε περισσότερο την όχθη, κατέβασα τα πόδια μου από πάνω του και τα πέλματά μου ακούμπησαν στις πέτρες, σταθεροποιώντας με στο πιο ρηχό κομμάτι του ποταμού. Στάθηκα όρθια μέσα στο νερό, που μου έφτανε ως τη μέση, κυλώντας σαν ρυάκια από το στήθος μου, ενώ οι θηλές μου ήταν ακόμα σκληρές. Έσπρωξα τα μαλλιά μου από το πρόσωπό μου, ζαλισμένη, εξαντλημένη, χορτασμένη. «Μόνο μέχρι εδώ έχω τη δυνατότητα να σε πάω σ' αυτό το Βήμα, Ντοφίν. Δεν το θέλω, αλλά πρέπει να σε δώσω πίσω...» Κατευθύνθηκε προς τη βοτσαλωτή όχθη απ' όπου είχαμε μπει στο ποτάμι. Κοντά στα ρούχα μας βρισκόταν μια στοίβα από κατάλευκες πετσέτες. Μου άφησε το χέρι και σκαρφάλωσε στην όχθη, με το νερό να κυλάει στραφταλίζοντας από την πλάτη του. Μετά γύρισε για να με τραβήξει στο γρασίδι. Έτρεμα, ώσπου έπιασε μια πετσέτα από τη στοίβα και με τύλιξε, σφίγγοντάς με πάνω του, σταλάζοντας ξανά ζεστασιά μέσα στο κορμί μου, τρίβοντας δυνατά τα μπράτσα μου. «Νιώθω τόσο... Δεν ξέρω τι να πω». «Δε χρειάζεται να πεις τίποτα... Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου». Στράφηκε για να σκουπιστεί. Έσφιξα την πετσέτα γύρω μου, παρακολουθώντας τον να ανεβάζει το τζιν του στους μυώδεις μηρούς του και να φοράει ένα κολλαριστό λευκό φανελάκι, που κολλούσε στο υγρό στέρνο του. Ήρθε πάλι κοντά μου, και τούτη τη φορά ακούμπησε τις μεγάλες παλάμες του στα μάγουλά μου και με τράβηξε σ' ένα παρατεταμένο φιλί. Όταν αποτραβήχτηκε, είπε: «Το εννοώ. Η ευχαρίστηση ήταν δική μου, Ντοφίν...» Αφού μου έδωσε ένα τελευταίο φιλί στο κέντρο του μετώπου, έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Στη συνέχεια έκανε μεταβολή και τράβηξε προς τη φυτεία, ώσπου στο τέλος χάθηκε πίσω από μια στροφή σκεπασμένη από κισσούς. Ήθελα να του φωνάξω ευχαριστώ που με άφησε τόσο όμορφα ναυαγισμένη. Αλλά τα λόγια ήταν ακόμα βυθισμένα κάτω από το νερό μαζί με κομμάτια του παλιού μου εαυτού, εκείνα τα κομμάτια που φοβούνταν να παραδοθούν, να θελήσουν αυτό, που φοβούνταν απλώς να δεχτούν την ηδονή και να πιστέψουν ότι ήταν εφικτή. Αντί γι' αυτό, γέλασα πάλι δυνατά, και τούτη τη φορά σκεφτόμουν: Το έκανα. Κάτι συνέβη και το άφησα να γίνει! Γύρισα στο φόρεμά μου και το τράβηξα επάνω στα υγρά τρεμάμενα πόδια μου. Καθώς το έστρωνα στους γοφούς μου, αισθάνθηκα κάτι μέσα στην τσέπη μου και το τράβηξα έξω. Ένα μικρό πορφυρένιο κουτάκι. Μέσα, κουρνιασμένο σ' ένα σύννεφο από βαμβάκι, βρισκόταν ένα χρυσό κρεμαστό, ανοιχτόχρωμο, με τραχιές άκρες. Το σήκωσα. Από τη μια πλευρά είχε έναν λατινικό αριθμό –I– και από την άλλη χαραγμένη τη λέξη «Παράδοση». Η καρδιά μου αναπήδησε από χαρά μόλις έβγαλα το κρεμαστό από τη φωλιά του και το έσφιξα δυνατά στην παλάμη μου. Ήταν σαν ζεστή επίπεδη πέτρα. Ήταν δικό μου. Το κρέμασα στην αλυσίδα μου, εκείνη που φορούσα τρεις εβδομάδες. Ανηφόρισα αργά την πλαγιά, προς το αυτοκίνητο που περίμενε. Ενώ περνούσα δίπλα από έναν ψηλό πέτρινο μαντρότοιχο σκεπασμένο από μπουκαμβίλια, χάιδεψα τα μικροσκοπικά ροζ πέταλα. Τα κατάφερες. Παρέδωσες τον έλεγχο. Είναι λοιπόν ώρα να κάνεις και τα υπόλοιπα Βήματα, όσο αβέβαια κι αν είναι, προς την καινούρια σου ζωή ‒ μακριά από κείνες τις φωνές, μακριά από κείνες τις πικρές απογοητεύσεις, μακριά από το θλιβερό παρελθόν σου.

S.E.C.R.E.T 2Where stories live. Discover now