Κεφάλαιο 1ο

625 46 3
                                    

ΚΕΪΣΣΙ



ΤΡΕΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΑΣΑΝ από το μυαλό μου εκείνο το πρωί ενώ τεντωνόμουν στο κρεβάτι μου στο Μαρινύ. Πρώτον, είχαν περάσει έξι εβδομάδες από κείνη την απίστευτη βραδιά με τον Γουίλ. Δεύτερον, πάλι είχα αποκοιμηθεί φορώντας το βραχιόλι του S.E.C.R.E.T. Όσο είχε μονάχα ένα δυο κρεμαστά, αυτό δεν ήταν πρόβλημα, αλλά τώρα είχε δέκα, οπότε ο χρυσός πίεζε την τρυφερή σάρκα των καρπών μου και άφηνε σημάδια. Και τρίτον, σήμερα είχα τα γενέθλιά μου. Η γάτα μου, η Ντίξι, με κοιτούσε από τα πόδια του κρεβατιού. Άπλωσα τα χέρια και την τράβηξα στην αγκαλιά μου, όπου αποκοιμήθηκε πάλι γουργουρίζοντας – μια ικανότητα που θα ήθελα να έχω κι εγώ. «Γίνομαι τριάντα έξι σήμερα, Ντίξι...» είπα ξύνοντάς της τα αυτιά. Άλλη μία χρονιά με είχε αιφνιδιάσει σαν κακομαθημένος φαρσέρ. Δεν έδινα σημασία στον χρόνο που περνούσε, ώσπου έγινε ό,τι έγινε με τον Γουίλ. Είχαν περάσει έξι εβδομάδες, και από τότε ο χρόνος είχε αρχίσει να κυλάει πιο αργά. Κάποιες μέρες περνούσαν βασανιστικά αργά, και η δουλειά στο Café Rose ήταν ταυτόχρονα μεγάλη παρηγοριά, καθώς και το αλάτι στην πληγή που έπρεπε να κλείσω. Πώς να ξεπεράσω τον Γουίλ όταν τον έβλεπα κάθε μέρα; Πώς να συνεχίσω να προσποιούμαι ότι δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας τη νύχτα που χόρεψα στο ρεβί «Τα κορίτσια της Φρέντσμεν» και φιλιόμασταν σε όλο τον δρόμο του γυρισμού προς το καφέ και την ώρα που ανεβαίναμε τα σκαλοπάτια προς το σκονισμένο δωμάτιο, όπου μου έβγαλε το μπουρλέσκ κουστούμι και με πέταξε ανάσκελα σ' ένα στρώμα που το φώτιζε το φεγγαρόφωτο; Παρόλο που αυτός δεν το ήξερε, τον είχα διαλέξει εκείνη τη νύχτα ως την τελευταία μου φαντασίωση. Αυτός το μόνο που ήξερε ήταν πόσο πολύ τον ήθελα. Για μένα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας είχαν διαλυθεί, κι εκείνος είχε γίνει αληθινός. Το δέρμα του το αισθανόμουν οικείο. Φιλιόμασταν σαν να το κάναμε δεκαετίες ολόκληρες. Ταιριάζαμε· τα κορμιά μας ήταν τέλεια σμιλεμένα γι' αυτά που κάναμε ο ένας στον άλλο φυσικά, χωρίς λόγια. Ξεπερνούσε κάθε φαντασίωση. Και να σκεφτεί κανείς πως όλο τούτο τον καιρό τον είχα κάτω από τη μύτη μου και δεν τον είχα δει, δεν μπορούσα να τον δω. Αλλά έπειτα από έναν χρόνο στο S.E.C.R.E.T., έπειτα από έναν χρόνο όπου έσπρωχνα τον εαυτό μου πέρα από τους περιορισμούς που είχα θέσει η ίδια, είχα απελευθερώσει κάτι πολύ αληθινό μέσα μου. Κι όταν ο Γουίλ μού είπε πως χώρισαν με την Τρεϊσίνα, επιτέλους αισθάνθηκα το σύμπαν να ευθυγραμμίζεται προς όφελός μου. Το πρωί μετά τη μαγευτική βραδιά μας νόμιζα πως ο Γουίλ ήταν η ανταμοιβή μου που επέστρεψα στη ζωή. Έκανα λάθος. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ανάμνηση από κείνη τη νύχτα με στοιχειώνει το πρόσωπο της Τρεϊσίνα – ωχρό, αλλά γεμάτο ελπίδα, ενώ με σταθερή φωνή μού ανακοινώνει ένα σκληρό γεγονός, από κείνα που σκοτώνουν φαντασιώσεις. Μου είπε πως ήταν έγκυος με το παιδί του Γουίλ και πως εκείνος κατενθουσιάστηκε μόλις το έμαθε. Τι κάνεις με αυτή την πολύ πραγματική πληροφορία όταν πιστεύεις ότι βρήκες μόλις τον έρωτα της ζωής σου; Νιώθεις την τελευταία σαπουνόφουσκα να σκάει γύρω από τη φαντασίωσή σου και φεύγεις μακριά. Εγώ αυτό έκανα. Διέσχισα όλη την πόλη και πήγα μέχρι το αμαξοστάσιο, όπου η Ματίλντα σκούπισε τα δάκρυά μου. Εκεί μου θύμισε ότι σε κάθε φαντασίωση υπάρχει ενσωματωμένη η πραγματικότητα. «Οι άνθρωποι αγαπούν τη φαντασίωση» μου είπε. «Αλλά αγνοούν τα γεγονότα, κι αυτό τους κάνει κακό. Κι όταν το κάνεις, υπάρχει κόστος. Πάντα...» Γεγονός υπ' αριθμόν ένα: ο Γουίλ κι εγώ ήμαστε επιτέλους μαζί. Γεγονός υπ' αριθμόν δύο: κατά πάσα πιθανότητα ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Γεγονός υπ' αριθμόν τρία: η πρώην φιλενάδα του ήταν έγκυος. Γεγονός υπ' αριθμόν τέσσερα: όταν του το είπε, τα ξαναβρήκαν. Γεγονός υπ' αριθμόν πέντε: ο Γουίλ κι εγώ δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Επειδή ο Γουίλ ήταν το αφεντικό μου, είχα σκοπό να παραιτηθώ αμέσως από τη δουλειά, αλλά η Ματίλντα με παρότρυνε να μην επιτρέψω ποτέ στην πληγωμένη καρδιά μου να σταθεί εμπόδιο σε πολύ πρακτικά ζητήματα όπως η δουλειά, το νοίκι, η ευθύνη της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων. «Μη δίνεις στους άντρες τόση δύναμη, Κέισσι... Να συνεχίζεις το καθήκον της ζωής. Έκανες πολλή εξάσκηση τη χρονιά που πέρασε». Εκείνο το πρωί ήμουν ένα χάλι βουτηγμένο στο δάκρυ. Δεν ήμουν σίγουρη αν η απόφαση να γίνω μέλος του S.E.C.R.E.T. ήταν η σωστή. Τουλάχιστον όμως έπαιρνα μια απόφαση. Αυτό ήταν πρωτοφανές για μένα. Πριν από το S.E.C.R.E.T. ακολουθούσα πάντα την πιο ισχυρή δύναμη που κυριαρχούσε στη ζωή μου την εκάστοτε στιγμή, συνήθως του μακαρίτη του συζύγου μου, του Σκοτ. Μας είχε φέρει στη Νέα Ορλεάνη πριν από οχτώ σχεδόν χρόνια, όμως ο αλκοολισμός του είχε σβήσει κάθε πιθανότητα να κάνουμε μια νέα αρχή. Ήμαστε σε διάσταση όταν ο Σκοτ σκοτώθηκε σε τροχαίο· ήταν νηφάλιος εκείνο το διάστημα, αλλά εξακολουθούσε να είναι διαλυμένος. Ήμουν κι εγώ διαλυμένη. Και για τα επόμενα πέντε χρόνια δούλευα σκληρά και κοιμόμουν ανήσυχα, ακολουθώντας ένα μοτίβο απομόνωσης και μεμψιμοιρίας, ώσπου κάποια μέρα βρήκα τυχαία ένα ημερολόγιο που εξιστορούσε την πορεία μιας γυναίκας μέσα από μια σειρά μυστηριωδών βημάτων που έδειχναν συνυφασμένα με το σεξ – μια πορεία που ήταν, το λιγότερο, μεταμορφωτική. Κατόπιν γνώρισα τη Ματίλντα Γκριν, τη γυναίκα που έγινε η Καθοδηγήτριά μου. Μου είπε πως είχε έρθει στο Café Rose για το ημερολόγιο που είχε χάσει η φίλη της, αλλά στην πραγματικότητα είχε έρθει για μένα, για να με μυήσει στο S.E.C.R.E.T., μια μυστική ομάδα που είχε σκοπό να βοηθάει γυναίκες να απελευθερωθούν σεξουαλικά – προσφέροντας σ' αυτές σεξουαλικές φαντασιώσεις της προτίμησής τους. Αν έμπαινα στην ομάδα, αν επέτρεπα σ' αυτές τις γυναίκες να οργανώσουν φαντασιώσεις για μένα κι αν έβρισκα το κουράγιο να τις πραγματοποιήσω, είπε, θα έβγαινα από τη μόνιμη δυσθυμία μου. Μου δήλωσε ότι θα με βοηθούσε, θα με καθοδηγούσε και θα με στήριζε. Τελικά, αφού το κλωθογύρισα στο μυαλό μου επί μία εβδομάδα, είπα το ναι. Ήταν διστακτικό, αλλά ήταν ναι. Κι έπειτα από αυτό η ζωή μου άλλαξε εξολοκλήρου. Μέσα σ' έναν χρόνο είχα κάνει φανταστικά πράγματα με απίστευτα ελκυστικούς άντρες, πράγματα που δε θα σκεφτόμουν ποτέ πως ήταν πιθανά. Είχα αφήσει έναν πανέμορφο μασέρ να με ικανοποιήσει χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα. Είχα γνωρίσει έναν σέξι Βρετανό σε κάποιο σκοτεινό μπαρ, που με έφερε κρυφά σε οργασμό στα μέσα μιας δυνατής τζαζ συναυλίας. Είχα εκπλαγεί, με πολλούς τρόπους, από κάποιον ζαχαροπλάστη-κακό παιδί με τατουάζ, που έκλεψε ένα κομμάτι της καρδιάς μου ενώ με έπαιρνε πάνω στο τραπέζι στην κουζίνα του καφέ. Έμαθα πώς να προσφέρω καταπληκτικό οργασμό σ' έναν διάσημο καλλιτέχνη του χιπ χοπ, ο οποίος μου ανταπέδωσε ένθερμα τη χάρη, και τούτη η ανάμνηση ακόμα με κάνει να ανάβω κάθε που ακούω τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο. Πήγα με ελικόπτερο σε μια θαλαμηγό, απ' όπου έπεσα στη θάλασσα στη διάρκεια μιας τρικυμίας μαζί με τον πιο όμορφο άντρα που έχω αντικρίσει ποτέ μου. Και όχι μόνο με έσωσε, αλλά όλο το (απίστευτο) κορμί του με έκανε να ανακτήσω την πίστη μου στο δικό μου. Κατόπιν ο «Δισεκατομμυριούχος της Πόλης» αυτοπροσώπως, ο Πιέρ Καστίγ, με πήρε στο πίσω κάθισμα μιας λιμουζίνας, αφού πρώτα με έκανε να νιώσω η ωραία του χορού. Έκανα σκι στις ριψοκίνδυνες μαύρες διαδρομές με τον Τεό, τον αξιολάτρευτο Γάλλο που έσπρωξε τα σεξουαλικά μου όρια περισσότερο από κάθε άλλον. Ύστερα οι αισθήσεις μου υπερφορτώθηκαν με έναν άντρα που μπορούσα μονάχα να τον νιώσω, όχι να τον δω, σε μια νύχτα που ήταν εκτυφλωτικά ερωτική με παραπάνω από έναν τρόπους. Στη συνέχεια ήρθε η τελευταία μου φαντασίωση, όπου επέλεξα τον πολυαγαπημένο μου Γουίλ. Διάλεξα τον Γουίλ και όχι το S.E.C.R.E.T. και δε θα μπορούσα να έχω ζήσει μια πιο χαρούμενη νύχτα ή ένα πιο θαυμάσιο επόμενο πρωί. Τώρα, έξι εβδομάδες μετά, δεν υπήρχε Γουίλ να με ξυπνήσει στα γενέθλιά μου με χίλια φιλιά. Μάλλον κοιμόταν βαθιά δίπλα στην Τρεϊσίνα· ίσως μάλιστα την είχε αγκαλιά, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την κοιλιά της, που μεγάλωνε. Ήταν τριών μηνών παρά κάτι, αλλά χτες το απόγευμα είχε αρχίσει ξαφνικά να σέρνεται στο καφέ, θαρρείς και θα γεννούσε από στιγμή σε στιγμή. Έπιανε με το χέρι τη μέση της όταν ξαναγέμιζε τα ποτήρια, βογκούσε και τεντωνόταν όταν δεν εξυπηρετούσε τους πελάτες. Δεν είχε μειώσει ακόμα τις βάρδιές της· ούτε και είχε φτάσει ακόμα στο σημείο να ζητήσει βοήθεια. Αλλά δεν ήμουν η μόνη που θεωρούσα γελοία αυτήν τη δραματοποιημένη δυσφορία της. Η Ντελ σκούπιζε τα τραπέζια ενώ εγώ γέμιζα τις αλατοπιπεριέρες. Όταν η Τρεϊσίνα έσκυψε πολύ επιδεικτικά για να πιάσει ένα πιατόπανο, η Ντελ άφησε ένα μακρόσυρτο χαμηλό σφύριγμα. «Αυτό το κορίτσι έχει δώσει ολόκληρη ερμηνεία για Όσκαρ από ένα κανονικό μωρό που μεγαλώνει μέσα της. Εγώ είχα δίδυμα, που βγήκαν με χρονοκαθυστέρηση, και δεν ήταν τέτοιο βάρος...» Παρακολουθήσαμε την Τρεϊσίνα να περιπλανιέται από την κουζίνα στους πελάτες της και από κει στο ταμείο, κάνοντας τους πάντες γύρω της να φαντάζουν σαν σε γρήγορη κίνηση. Έκανε ακόμα και την Ντελ –στα εξήντα της– να φαίνεται σβέλτη. Σε μια ανάπαυλα ήρθε με δυσκολία σ' ένα μεγάλο τραπέζι που το αδειάζαμε μαζί με την Ντελ. Η κοιλιά της μετά βίας εξείχε μέσα από το στενό μπλουζάκι της. «Αχ, Ντελ, άσε με να βοηθήσω...» τραύλισε η Τρεϊσίνα διώχνοντάς την από έναν δίσκο με μισογεμάτα μπουκάλια κέτσαπ. «Με πονάνε τα πόδια μου... Εσύ πάρε τα επόμενα τραπέζια. Δε με πειράζει να χάσω τα φιλοδωρήματα. Αλλά δε θέλω να πιέσω τον εαυτό μου τώρα που μπορώ και δουλεύω ακόμα. Γιατί σε λίγο θα είμαι συνέχεια με τα πόδια ψηλά και θα βλέπω τηλεόραση... Σωστά;» «Με υποχρεώνεις, Τρεϊσίνα...» είπε η Ντελ ενώ σηκωνόταν με κόπο από την καρέκλα. «Πού ακούστηκε η έγκυος να δίνει στη γριά περισσότερη δουλειά;» «Απλώς λέω...» άρχισε η Τρεϊσίνα, αλλά η Ντελ σήκωσε το χέρι της και ακολούθησε το κουδουνάκι στην κουζίνα για να πάρει τα έτοιμα πιάτα. Μόλις κόπασε η μεσημεριανή κίνηση, λες κι έπεσε σύρμα, άρχισαν οι σφυριές. Ο Γουίλ έπρεπε να βγάλει περισσότερα χρήματα από το καφέ, και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να ανοίξει γκουρμέ εστιατόριο στον επάνω όροφο. Αφού εξασφάλισε επιτέλους τις κατάλληλες άδειες κι ένα δάνειο επαγγελματικής στέγης, ο Γουίλ άρχισε την ανακαίνιση. Και τώρα με το μωρό η δουλειά είχε γίνει πιο επείγουσα. Το δάνειο κάλυπτε τα υλικά, αλλά όχι πολλά επιπλέον εργατικά, οπότε ο Γουίλ έκανε τις ανακαινίσεις μόνος του: έναν τοίχο, ένα παράθυρο, μία δοκό τη φορά. Τις έξι εβδομάδες από τότε που ο Γουίλ κι εγώ είχαμε κοιμηθεί μαζί είχα κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να αποφύγω να πιάσω κουβέντα με την Τρεϊσίνα, επειδή μου φαινόταν κατάσπαρτη από νάρκες αλήθειας. Έτσι, απέφευγα τον Γουίλ και τα θέματα της δουλειάς όσο καλύτερα μπορούσα, μιλώντας για την Ντελ, το μωρό ή τα κουτσομπολιά της γειτονιάς. Ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω πόσα ήξερε για το τι είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα ανάμεσα σε μένα και στον Γουίλ. Όλο το Blue Nile μάς είχε δει να φεύγουμε μαζί, και η μισή Φρέντσμεν μάς είχε δει να φιλιόμαστε, οπότε σίγουρα ήξερε πως κάτι είχε συμβεί. Και παρόλο που δεν είχε πάρει μέρος στο μπουρλέσκ λόγω της εγκυμοσύνης, είχε βγει μετά το σόου με την Άντζελα και την Κιτ, που ήταν και οι δύο μέλη του S.E.C.R.E.T. και είχαν χορέψει και οι δύο στο ρεβί. Τώρα, καθισμένες πλάι πλάι στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, ανταλλάσσαμε πανομοιότυπα χαμόγελα με σφιγμένα χείλη και υψωμένα φρύδια. «Ώστε, εεε... είναι καλά τα πράγματα; Με το μωρό; Καλά φαίνεσαι...» μουρμούρισα κουνώντας σαν ηλίθια το κεφάλι. «Ναι, είμαι πολύυυ καλάαα. Καταπληκτικάαα! Ο γιατρός λέει ότι το μωρό σκάει από υγεία, αν και με τον Γουίλ συμφωνήσαμε ότι δε θέλουμε να μάθουμε το φύλο. Εγώ όμως ορκίζομαι πως είναι αγόρι. Μάλλον θα βγει αθληταράς! Ο Γουίλ θέλει κοριτσάκι...» είπε γλυκά, χαϊδεύοντας με το χέρι την κοιλιά της. Ο θόρυβος της πριονοκορδέλας του Γουίλ από τον επάνω όροφο την έκανε να αναπηδήσει και παραλίγο να πέσει από την καρέκλα της. Την έπιασα από το μπράτσο για να την κρατήσω. «Θεέ μου! Επάνω είναι όλο το πρωί;» με ρώτησε, προσπαθώντας να καμουφλάρει την αληθινή ερώτηση που κρυβόταν από κάτω. Έμεινες μόνη μαζί του σήμερα; Από τότε που τα έφτιαξαν ξανά λόγω του παιδιού, η Τρεϊσίνα και ο Γουίλ έμεναν πάλι μαζί, οπότε υπέθετα πως ήξερε πού ήταν εκείνος όλη τη μέρα. «Δεν έχω ιδέα!» απάντησα ψέματα. Τον είχα δει το πρωί. Είχαμε ανταλλάξει έναν αμήχανο χαιρετισμό όταν πέρασε από δίπλα μου στην τραπεζαρία και ανέβηκε ορμητικά τις σκάλες, φορώντας μια άκαμπτη δερμάτινη ζώνη εργασίας, από την οποία κρέμονταν αστραφτερά καινούρια εργαλεία. «Χτες ανέβασε πάνω κάτι μεγάλα καρούλια με καλώδια. Τουλάχιστον αφήνει τη φασαριόζικη δουλειά για όταν αραιώνουν οι πρωινοί και μεσημεριανοί πελάτες...» Η Τρεϊσίνα χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι για να στηριχτεί και μετά, χωρίς να πει άλλη λέξη, ανέβηκε τις σκάλες. Αν το να αποφεύγω να πιάνω ψιλή κουβέντα με την Τρεϊσίνα είχε γίνει χόμπι, το να αποφεύγω να μένω μόνη μου με τον Γουίλ είχε αναχθεί σε μορφή τέχνης. Οι τελευταίες κουβέντες που μου είχε πει τις περασμένες έξι εβδομάδες ή, μάλλον, οι τελευταίες κουβέντες που του είχα δώσει την ευκαιρία να μου πει ήταν: «Πρέπει να μιλήσουμε, Κέισσι...». Ήταν ένας απότομος ψίθυρος, ειπωμένος στον διάδρομο ανάμεσα στο γραφείο του και στο αποχωρητήριο του προσωπικού. «Δεν έχουμε τίποτα να πούμε» αποκρίθηκα. Κοιτούσαμε δεξιά αριστερά, για να βεβαιωθούμε πως η Ντελ και η Τρεϊσίνα δεν ήταν κάπου εκεί κοντά. «Καταλαβαίνεις ότι αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ...» «Καταλαβαίνω περισσότερα απ' όσα νομίζεις, Γουίλ» είπα. Ακούσαμε την κελαηδιστή φωνής της Τρεϊσίνα, που έδινε τα ρέστα σ' έναν πελάτη. «Συγγνώμη...» Δεν μπορούσε να με κοιτάξει στα μάτια όταν το έλεγε, και τούτη η οδυνηρή στιγμή μού έδειξε ακόμα πιο καθαρά ότι δε γινόταν να μείνω. «Ίσως δε θα έπρεπε να δουλεύουμε μαζί, Γουίλ. Βασικά, καλύτερα να παραιτηθώ...» «ΟΧΙ!» είπε κάπως δυνατά και ύστερα πρόσθεσε πιο σιγά: «Όχι... Μην παραιτηθείς. Σε παρακαλώ... Σε χρειάζομαι. Θέλω να πω, ως υπάλληλο. Η Ντελ είναι... μεγάλη, και η Τρεϊσίνα σύντομα δε θα μπορεί να κάνει πολλά. Αν φύγεις, θα βουλιάξω. Σε παρακαλώ...» Έπλεξε τα χέρια του κάτω από το πιγούνι του ικετεύοντάς με. Πώς μπορούσα να τον εγκαταλείψω ενώ βρισκόταν σε αδιέξοδο, όταν πριν από τόσα χρόνια εκείνος, προσλαμβάνοντάς με, με είχε βγάλει από το δικό μου; «Εντάξει, αλλά θα πρέπει να μπουν κάποια όρια. Δε γίνεται να ψιθυρίζουμε έτσι στους διαδρόμους» αποκρίθηκα. Με τα χέρια στη μέση, κοντοστάθηκε μια στιγμή για να συλλογιστεί τον όρο και ύστερα έγνεψε καταφατικά κοιτάζοντας τα παπούτσια του. Οι ορμόνες κυκλοφορούσαν ακόμα στο σύστημά μου, εκείνες που είχαν ξυπνήσει με το σεξ. Είχαμε ανάγκη από κανόνες ώσπου να υποχωρήσουν. Μπορεί στην αρχή ο Γουίλ να μην ήταν χαρούμενος για το μωρό. Ίσως η είδηση τον είχε βρει εντελώς απροετοίμαστο και αισθανόταν συντετριμμένος για την ακρωτηριασμένη σχέση μας εξίσου με μένα, αλλά έπειτα από έξι εβδομάδες δε θα το καταλάβαινες καθόλου. Τον παρακολούθησα να αφήνει πίσω του τη μαγκωμένη περιποιητικότητα προς την Τρεϊσίνα και να μεταλλάσσεται σε υποδειγματικό σούπερ σύντροφο που δεν έχανε ούτε ένα ραντεβού με τον γιατρό, που διάβαζε τα βιβλία τα οποία μόνο οι εγκυμονούσες διάβαζαν με προσοχή, που βοηθούσε την Τρεϊσίνα να μπαινοβγαίνει στο φορτηγάκι του, παρόλο που ακόμα δεν είχε αρχίσει να φουσκώνει καλά καλά η κοιλιά της. Αυτό είχε αρχίσει να εκμαιεύει μια πρωτοφανή τρυφερότητα και από την Τρεϊσίνα, ακόμα κι αν εκείνη αποσκοπούσε στο να κάνει τη ζωή της πιο εύκολη και τη ζωή των άλλων κάπως πιο δύσκολη. Λίγο πριν τελειώσει η βάρδιά μου, έδωσα την τελευταία στιγμή ένα χεράκι στην Ντελ, βοηθώντας τη να πάει την παραγγελία σε μια παρέα έξι ατόμων. Είχα κάνει ήδη ταμείο, είχα ξαναγεμίσει τα μπουκάλια με τα καρυκεύματα και επίσης είχα καθαρίσει τους πάγκους. Σκόπευα να πάω για τρέξιμο και να πέσω νωρίς για ύπνο, αλλά η Τρεϊσίνα κατέβηκε τη σκάλα τρίβοντας τον αυχένα της. Φαινόταν πράγματι χλωμή, οπότε, μόλις μας είπε ότι θα έφευγε, η Ντελ δεν έδειξε να ξαφνιάζεται καθόλου. «Νιώθω άρρωστη... Μου φαίνεται σαν να θέλω να κάνω εμετό. Ο Γουίλ μού είπε να γυρίσω σπίτι. Συγγνώμη, παιδιά... Φαντάζομαι πως έτσι θα είναι για λίγο καιρό. Υποτίθεται ότι το δεύτερο τρίμηνο είναι πιο εύκολο». Δεν υπήρχε περίπτωση να τα βγάλει πέρα μόνη της η Ντελ στο βραδινό. Προσποιήθηκα πως έπνιγα την οργή μου, αλλά για να πω την αλήθεια, ήθελα να μείνω. Χρειαζόμουν τα χρήματα και δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Επιπλέον υπήρχε αυτή η τρομερή, οδυνηρή, θαυμάσια πιθανότητα να μείνω κατά τύχη μόνη μου με τον Γουίλ, την οποία λαχταρούσα, παρά τις ειλικρινείς απόπειρές μου να την αποφύγω. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, έπειτα από μία ώρα, μόλις αραίωσε η δουλειά και άρχισε το βραδινό σφυροκόπημα, ακούστηκε από τον επάνω όροφο η γοερή φωνή του. «Μήπως μπορεί να έρθει κάποια επάνω; Χρειάζομαι βοήθεια! Κέισσι; Είσαι εκεί;» Αντί να ανέβω επάνω, περίμενα να γαρνίρει η Ντελ τα πιάτα των τελευταίων πελατών μας. «Σε παρακαλώ. Δε θα πάρει πολύ!» «Τον ακούς; Ή μόνο εγώ τον ακούω;» μουρμούρισε η Ντελ δίνοντάς μου τα σάντουιτς με την πικάντικη γαλοπούλα. «Τον ακούω...» «Ωραία, επειδή δε μιλάει σε μένα». «Τελειώνω!» φώναξα πάνω από τον ώμο μου, ενώ έλεγα από μέσα μου: Δεν το εννοούσα έτσι. Είχα διατηρήσει μια εσωτερική αίσθηση του χιούμορ ακόμα και τον καιρό που περιποιόμουν τις πληγές μου. Άφησα τα πιάτα και πήγα προς τις σκάλες. Θυμήθηκα την ψεύτικη κουτρουβάλα που είχε φάει η Κιτ ΝτεΜάρκο έως το πάτωμα, εκείνη που μου είχε εξασφαλίσει μια θέση δίπλα στην Άντζελα Ρεζάν στο μπουρλέσκ έξι εβδομάδες νωρίτερα. Τότε δεν είχα ιδέα πως ήταν κι εκείνες μέλη του S.E.C.R.E.T. Ενώ στεκόμουν και κοιτούσα τις σκάλες προς τα επάνω, ξεδιπλώθηκαν κι άλλες αναμνήσεις στο μάτι του μυαλού μου: το παραμορφωμένο από την έκσταση πρόσωπο του Γουίλ από πάνω μου, να λάμπει από τα φώτα του δρόμου. Το ήθελα από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα, μου ψιθύρισε ενώ ήμουν ξαπλωμένη από κάτω του. Κι εγώ σε ήθελα, Γουίλ. Απλώς δεν ήξερα πόσο πολύ. Πότε σταματάει; Πότε παύουν να πονάνε τόσο πολύ οι αναμνήσεις; Αν μου έλεγε άλλη μία φορά: Κέισσι, πρέπει να μιλήσουμε, θα έλεγα: Όχι, Γουίλ, δεν πρέπει... Θα συμπλήρωνα: Σου το είπα ότι δεν πρέπει να μένουμε μόνοι και θα το έλεγα σηκώνοντας το πουκάμισό μου πάνω από το κεφάλι μου, πετώντας το στη γωνία μαζί με όλες τις ανεπιθύμητες αναμνήσεις που έχουν συσσωρευτεί σ' αυτό το δωμάτιο εκεί ψηλά. Ο Γουίλ θα έλεγε: Έχεις δίκιο, Κέισσι. Δε θα πρέπει να μένουμε μόνοι. Πλησιάζοντάς τον, θα ακουμπούσα το χέρι μου στο γυμνό στήθος του, αφήνοντάς τον να απλώσει το δικό του πίσω από την πλάτη μου και να ξεκουμπώσει το σουτιέν μου. Είναι πολύ κακή ιδέα, θα έλεγα κολλώντας το δέρμα μου στο δικό του, φιλώντας το στόμα του με το δικό μου, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, ώσπου να μας σταματήσει το περβάζι του παραθύρου. Εκεί, με τους μηρούς του επάνω στους δικούς μου, με τα χέρια του στο κορμί μου, αβέβαιοι για το πού να πρωταγγίξουμε ο ένας τον άλλο, με τα δάχτυλά του τελικά να ανηφορίζουν και να μπλέκονται στα μαλλιά μου, με τα χέρια του να τραβούν πίσω το κεφάλι μου, αφήνοντας εκτεθειμένο τον λαιμό μου στο πεινασμένο στόμα του, θα έλεγα: Βλέπεις; Δεν πρέπει να μιλήσουμε. Πρέπει να κάνουμε αυτό. Πρέπει να κάνουμε ο ένας τον άλλο να βογκήξει και να ιδρώσει. Πρέπει να πηδηχτούμε ξανά, καλά, και να το κάνουμε συχνά. Και μετά πρέπει να αποφασίσω τι θα κάνω, επειδή δε γίνεται να μένω μόνη μαζί σου, επειδή κοίτα τι κάνουμε ο ένας στον άλλο, γιατί όλα έδειχναν ότι υπήρχε εγώ κι εσύ και τώρα δεν υπάρχει εγώ κι εσύ. Και ύστερα όλα τα λόγια θα σταματούσαν και θα υπήρχαν μόνο χέρια και στόματα και ανάσα και δέρμα... και τρομερές συνέπειες. Ενώ ανέβαινα τα σκαλοπάτια για τον πρώτο όροφο, με διαπέρασε πάλι εκείνος ο εξαίσιος οξύς πόνος, εκείνος που με έκανε να πάλλομαι σε σημεία που κάποτε ήταν σε νάρκη, αλλά τώρα ξυπνούσαν κάθε φορά που βρισκόμουν κοντά του. Στην κορυφή της σκάλας παρέκαμψα ένα τρίποδο και πέρασα πάνω από ένα άδειο καρούλι καλωδίων. Ο διάδρομος ήταν κατάσπαρτος από τα κατάλοιπα των πρόσφατων ανακαινίσεων – άδειοι κουβάδες σοβά, περισσευούμενα καρφιά, υπολείμματα σανίδων. Πίσω από τον μισοτελειωμένο τοίχο όπου βρίσκονταν οι καινούριες τουαλέτες, ο Γουίλ στεκόταν επάνω σε μια σκάλα, πλαισιωμένος από τα εκτεθειμένα τούβλα ανάμεσα σε δύο παράθυρα. Ήταν ημίγυμνος και καλυμμένος από άσπρη σκόνη. Δεν υπήρχαν έπιπλα στο δωμάτιο, δεν υπήρχε καμία ένδειξη εκείνης της νύχτας –τότε που καμιά δεκαριά γελαστές γυναίκες ετοιμάστηκαν για ένα ερασιτεχνικό σόου μπουρλέσκ– ούτε καρέκλα ούτε ανάστατο κρεβάτι. Ο Γουίλ κρατούσε την άκρη ενός σιδερένιου κουρτινόξυλου στο ένα χέρι, ένα τρυπάνι στο άλλο, και το μπλουζάκι του ήταν περασμένο στη ζώνη του. «Σ' ευχαριστώ που ανέβηκες... Μπορείς να μου πεις πού να το βάλω, Κας;» Κας. Από πότε με φώναζε έτσι; Το έλεγε θαρρείς και ήμαστε φιλαράκια. «Πώς σου φαίνεται εδώ;» με ρώτησε ισορροπώντας το κοντάρι. «Λίγο ψηλότερα». Το σήκωσε μερικούς πόντους πιο ψηλά απ' όσο έπρεπε. «Όχι. Πιο χαμηλά... Πιο χαμηλά». Το είχε φέρει σχεδόν στη σωστή θέση και τότε το χαμήλωσε σκανταλιάρικα πολύ πιο κάτω από την κορνίζα του παραθύρου, σε μια άβολη γωνία. «Πώς είναι εδώ; Είναι καλά;» με ρώτησε, ρίχνοντάς μου ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο πάνω από τον ώμο του. «Δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Έχω πελάτες». Ίσιωσε το κουρτινόξυλο. Μόλις του έδωσα το οκέι, βίδωσε στα γρήγορα μια βίδα για να το κρατήσει στη θέση του και κατέβηκε με βαριά βήματα τη σκάλα. «Εντάξει. Θα μου το κρατήσεις μανιάτικο;» με ρώτησε ερχόμενος προς το μέρος μου. «Απλώς προσπαθώ να κάνω το σωστό, Κέισσι... Αλλά όσον αφορά εσένα, τα 'χω χαμένα». «Εσύ τα 'χεις χαμένα;» είπα μέσα από τα δόντια μου. «Για να δούμε λίγο ποιος έχει χάσει τι. Εσύ δεν έχασες τίποτα. Εγώ όμως; Εγώ έχασα τα πάντα!» Η Ματίλντα θα μου είχε κλείσει το στόμα. Τίποτα δεν έμαθες; θα μου έλεγε. Γιατί παρουσιάζεις τον εαυτό σου σαν χαμένο; «Δεν έχασες τίποτα...» ψιθύρισε ο Γουίλ. Τα μάτια του έσμιξαν με τα δικά μου, και η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει για τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα. Σε διάλεξα και με διάλεξες. «Είμαι ακόμα εδώ. Είμαστε ακόμα εμείς...» «Δεν υπάρχει εμείς, Γουίλ». «Κέισσι, ήμαστε φίλοι χρόνια. Αυτό μου λείπει πάρα πολύ...» «Και μένα. Αλλά... τώρα είμαι απλώς υπάλληλός σου. Έτσι πρέπει να είναι. Θα έρχομαι στο μαγαζί και θα κάνω τη δουλειά μου και θα γυρίζω σπίτι...» αποκρίθηκα, αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Δε γίνεται να είμαι φίλη σου, Γουίλ. Και ούτε μπορώ να είμαι εκείνη η κοπέλα, αυτή που... γυροφέρνει στο περιθώριο, κόβοντας βόλτες στον αέρα σαν κάποιο όρνιο, να δω αν θα πεθάνει και θα ψυχρανθεί η σχέση σου με την Τρεϊσίνα». «Ουάου! Αυτό νομίζεις ότι σου ζητάω να κάνεις;» Σήκωσε την ανάστροφη της παλάμης του στο μέτωπό του και το σκούπισε. Το πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο από τη θλίψη, την εξάντληση και ίσως την παραίτηση. Μια σιωπή γεμάτη ένταση έπεσε ανάμεσά μας, που με έκανε να αναρωτηθώ αν μπορούσα να συνεχίσω να δουλεύω στο καφέ όσο διαρκούσε ο πόνος της καρδιάς μου. Ταυτόχρονα όμως ήξερα πως αυτό ήταν δικό μου πρόβλημα, όχι δικό του. «Κέισσι, λυπάμαι για όλα...» Οι ματιές μας συναντήθηκαν, φαινομενικά πρώτη φορά έπειτα από εβδομάδες. «Για όλα;» ρώτησα. «Όχι. Όχι για όλα» απάντησε, ακουμπώντας αθόρυβα το σφυρί επάνω στο τρίποδο και τραβώντας το μπλουζάκι του από τη ζώνη του για να σκουπίσει όλο το πρόσωπό του. Ο ήλιος άρχισε να δύει πάνω από τη Φρέντσμεν, ωθώντας με να ξαναγυρίσω κάτω για να κλείσω το καφέ. «Εντάξει. Είσαι απασχολημένος. Κι εγώ το ίδιο. Το κουρτινόξυλο φαίνεται μια χαρά. Η δουλειά μου εδώ τέλειωσε» είπα. «Θα είμαι κάτω και θα κάνω ταμείο αν χρειαστείς τίποτε από μένα». «Δεν έχει να κάνει με το αν θα σε χρειαστώ. Το ξέρεις ότι σε χρειάζομαι...» Ποτέ δε θα μάθω τι έκφραση πήρε το πρόσωπό μου εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αλλά φαντάζομαι πως η αναλαμπή της ελπίδας ήταν αδύνατο να κρυφτεί. Επέστρεψα στο σπίτι κι έδωσα στον εαυτό μου μερικές σταθερές υποσχέσεις. Τέρμα το μαράζι. Τέρμα τα μούτρα. Αυτά ήταν παρελθόν. Σήμερα είχα τα γενέθλιά μου. Θα συναντούσα τη Ματίλντα για να συζητήσουμε τον καινούριο μου ρόλο στο S.E.C.R.E.T. Η πρώτη χρονιά αφού βγαίνεις από τις φαντασιώσεις σου είναι περίπλοκη. Δεν είσαι μέλος της Επιτροπής. Όχι ακόμα. Πρέπει να κερδίσεις μια θέση. Μπορείς όμως να επιλέξεις ανάμεσα σε τρεις ρόλους, κι εγώ ανυπομονούσα να πέσω με τα μούτρα, να έχω κάτι άλλο να κάνω, κάπου αλλού να βρίσκομαι, κάποιον άλλο να σκέφτομαι πέρα από τον Γουίλ και τον εαυτό μου. Ο ένας από τους ρόλους ήταν εκείνος της Συντονίστριας Φαντασιώσεων, του μέλους του S.E.C.R.E.T. το οποίο συνέβαλλε στην πραγματοποίηση των φαντασιώσεων κλείνοντας τα ταξίδια, ενεργώντας παρασκηνιακά ή συμμετέχοντας σε σενάρια, όπως η Κιτ και η Άντζελα τη βραδιά του ρεβί. Αν η Κιτ δεν είχε υποκριθεί πως χτύπησε, δε θα είχα χορέψει στη σκηνή. Κι αν η Άντζελα δε με είχε βοηθήσει με τη σέξι χορογραφία, θα είχα γίνει ρεζίλι των σκυλιών. Φέτος θα γίνονταν και οι δύο πλήρη μέλη της Επιτροπής, οπότε οι θέσεις τους έμεναν κενές. Μπορούσα επίσης να γίνω Κυνηγός σαν την Πολίν, τη γυναίκα που ξέχασε το ημερολόγιο το οποίο με οδήγησε αρχικά στο S.E.C.R.E.T. Ήταν παντρεμένη, όμως ο σύζυγός της δεν αισθανόταν να απειλείται από το γεγονός ότι αναζητούσε άντρες που θα έπαιρναν μέρος στις φαντασιώσεις, επειδή, τι να λέμε, κάποτε υπήρξε κι εκείνος ένας από αυτούς. Εξάλλου η αναζήτηση και η εκπαίδευση των αντρών για το S.E.C.R.E.T. ήταν δύο διαφορετικά πράγματα· η Πολίν απλώς τους έφερνε στην παρέα. Η εκπαίδευση και το ραφινάρισμα των σεξουαλικών δεξιοτήτων ενός νεοσύλλεκτου ήταν αποκλειστικό προνόμιο των μελών της Επιτροπής, όπως και το να συμμετέχουν σεξουαλικά στις φαντασιώσεις – όχι πως ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως. Ο τρίτος ρόλος ήταν εκείνος της Καθοδηγήτριας, η οποία ενθάρρυνε και στήριζε τις νέες υποψήφιες του S.E.C.R.E.T. Αποκλείεται να είχα καταφέρει να διασχίσω το αχαρτογράφητο έδαφος της ξέφρενης ερωτικής χρονιάς μου δίχως την Καθοδηγήτριά μου, τη Ματίλντα. Έτσι, επέλεξα να γίνω Καθοδηγήτρια –ο λιγότερο τρομακτικός από τους τρεις ρόλους– παρόλο που η Ματίλντα με συμβούλεψε να έχω ανοιχτό μυαλό. «Ίσως σου παρουσιαστούν οι πιο αναπάντεχες ευκαιρίες» μου είπε. Το μόνο που έμενε ήταν να υπογράψω την υπόσχεσή μου προς το S.E.C.R.E.T. και να τη φέρω στο μεσημεριανό μας ραντεβού. Η υποφαινόμενη, Κέισσι Ρόμπισο, υπόσχομαι να υπηρετήσω για μία θητεία στο S.E.C.R.E.T. ως Καθοδηγήτρια και να κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να εγγυηθώ πως όλες οι σεξουαλικές φαντασιώσεις είναι: Safe, δηλαδή ασφαλείς Erotic, δηλαδή ερωτικές Compelling, δηλαδή ακαταμάχητες Romantic, δηλαδή περιπαθείς Ecstatic, δηλαδή εκστατικές Transformative, δηλαδή μεταμορφωτικές. Ορκίζομαι να διαφυλάξω την ανωνυμία όλων των μελών και των συμμετεχόντων στο S.E.C.R.E.T. και να τηρήσω τις αρχές «Χωρίς επικρίσεις, χωρίς όρια, χωρίς ντροπή» κατά τη διάρκεια της θητείας μου και για πάντα._____________________________ Κέισσι Ρόμπισο Το υπέγραψα με μια ωραία μονοκοντυλιά, ενώ η Ντίξι κυνηγούσε με τις πατούσες της τις αντανακλάσεις που έριχνε το βραχιόλι μου στο κουβερλί. Είχε έρθει η ώρα. Είχε έρθει η ώρα να κάνω καινούρια βήματα – που θα με έπαιρναν μακριά από τον Γουίλ και το παρελθόν μου προς ένα καινούριο μέλλον, ό,τι κι αν αυτό μου επιφύλασσε.

S.E.C.R.E.T 2Donde viven las historias. Descúbrelo ahora