Κεφάλαιο 12o

360 24 0
                                    


ΝΤΟΦΙΝ

ΟΙ ΜΕΡΕΣ όπου απλώς έβλεπα φωτογραφίες από όμορφα μέρη ήταν παρελθόν. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου όταν ξύπνησα, μόλις ο κυβερνήτης Νέιθαν, με την καθησυχαστική προφορά του, ανακοίνωσε την κάθοδο του αεροπλάνου. Περίμενα ότι θα δω αγρούς από το παράθυρο, αλλά όταν κοίταξα, ο ήλιος ανέτελλε πάνω από κάποια πόλη που απλωνόταν σαν χαλί, και το Μπουένος Άιρες εκτεινόταν έως εκεί όπου έφτανε το μάτι μου. Η έκτασή του μου έκοψε την ανάσα. Είχα διαβάσει για την εκπληκτική εξάπλωσή του, αλλά τώρα την έβλεπα με τα μάτια μου, και μάλιστα από ψηλά. Δεν είχα ξαναδεί πόλη από τούτη τη σκοπιά, και φάνταζε εξωπραγματικό, λες και είχα κάποια υπερδύναμη. Σύντομα θα ήμουν κάτι περισσότερο από απλή παρατηρήτρια. Θα βυθιζόμουν μέσα στην ίδια την πόλη, στο Παρίσι της Νότιας Αμερικής. Ευχαρίστησα από μέσα μου το S.E.C.R.E.T. και κατά την αποβίβαση ευχαρίστησα κάπως δημόσια και τον πιλότο μου, φιλώντας τον στο μάγουλο καθώς περνούσα. «Επειδή με βοηθήσατε...» είπα. «Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου...» αποκρίθηκε ο κυβερνήτης Νέιθαν αγγίζοντας το πηλήκιό του. Δύο σοφέρ στέκονταν πίσω από μια πινακίδα που έγραφε το όνομά μου: ο ένας θα με πήγαινε στο ξενοδοχείο· ο άλλος θα πήγαινε τον πίνακα της Καρολίνας σε μια ασφαλή αποθηκευτική μονάδα έως τον πλειστηριασμό. Στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας με περίμεναν ένα μπολ με παγωμένα φρούτα, γλυκίσματα και ζεστός καφές, τα οποία απόλαυσα στη διαδρομή. Πεινούσα για φαγητό, για ανθρώπους, για ζωή· περιεργαζόμουν κάθε λεπτομέρεια έξω από το παράθυρο με μάτια γουρλωμένα. Σ' ένα και μόνο τετράγωνο είδα γαλλικές νεοκλασικές προσόψεις, θόλους ιταλικού ρυθμού, θύρες αρ νουβό και μοντέρνα ορθογώνια από γυαλί σφηνωμένα ανάμεσα σε εξαώροφες παλιές πολυκατοικίες, με μπουγάδες κρεμασμένες από κάθε μπαλκόνι. Μου ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω τέτοια αφθονία από καμπύλες και κορνίζες. Οδηγοί και πεζοί έδειχναν να αγνοούν τα φανάρια, πράγμα επικίνδυνο σε μια πόλη όπου μια στροφή σε μια λεωφόρο με οχτώ λωρίδες μπορούσε να σε βγάλει σ' έναν στενό μονόδρομο χωρίς πεζοδρόμια. Ώστε έτσι είναι να έρχεσαι ξένη για περιπέτεια σ' ένα καινούριο μέρος. Οι αισθήσεις μου είχαν ξυπνήσει, όλο μου το κορμί μυρμήγκιαζε από τις πιθανότητες. Ο σοφέρ μου, ο Ερνέστο, με ξεναγούσε ενθουσιωδώς και μου επισήμαινε όλες τις σημαντικές ταμπέλες, όπως το σημείο όπου η λεωφόρος από το αεροδρόμιο γινόταν Avenida 9 de julio, η λεωφόρος 9ης Ιουλίου, ένας από τους μεγαλύτερους δρόμους στον κόσμο. «Είναι... comemorativo, αναμνηστική» είπε με κατσαρή προφορά, «για την independencia, την ανεξαρτησία της Αργεντινής... Οι περισσότεροι δρόμοι στο Μπουένος Άιρες πήραν το όνομά τους προς τιμήν κάποιου προσώπου ή γεγονότος». Καθώς πλησιάζαμε στο ξενοδοχείο, περάσαμε μέσα από την καρδιά κάποιας πυκνοκατοικημένης και γεμάτης κίνηση συνοικίας που λεγόταν Ρεκολέτα, μιας αριστοκρατικής περιοχής, όπως μου είπε ο Ερνέστο, στο διάσημο κοιμητήριο της οποίας συνέρεε ακόμα κόσμος για να αποτίσει φόρο τιμής στην Έβα Περόν. Όταν φτάσαμε μπροστά στο Alvear Palace Hotel, ήταν σαν να σταματήσαμε μπροστά σε κάστρο. Έψεξα τον εαυτό μου που ένιωθα σαν πριγκίπισσα, συναίσθημα στο οποίο πίστευα ότι μου είχε προκαλέσει ανοσία η εργασιομανία μου. Έλα όμως που τώρα έβγαινα από ένα μακρύ κομψό αυτοκίνητο με τη βοήθεια του Ερνέστο και αισθανόμουν βασίλισσα. Μια σειρά από διεθνείς σημαίες πλατάγιζαν στον άνεμο, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι το ξενοδοχείο έπιανε σχεδόν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. «Αυτό θα είναι το σπίτι σας για το επόμενο διάστημα» είπε βγάζοντας το καπέλο του και κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. Κοίταξα λίγο καλύτερα το πρόσωπό του. Το ανοιχτό μελαχρινό δέρμα του και τα ελαφρώς ασιατικά μάτια του ήταν γοητευτικός συνδυασμός· για τόσο νεαρό άτομο απέπνεε έναν αέρα σοβαρότητας. «Είναι πανέμορφο, ευχαριστώ». Οι αποσκευές μου εξαφανίστηκαν πίσω από τις χρυσές πόρτες, και σύντομα τις ακολούθησα. Η ηγεμονική αίσθηση εντάθηκε όταν πήρα το ασανσέρ για τη σουίτα του όγδοου ορόφου, όπου έβγαλα τα παπούτσια μου. Το καθιστικό έβλεπε σ' έναν δρόμο πνιγμένο ήδη στην πρωινή κίνηση, αλλά τα παράθυρα με τα τριπλά τζάμια το έκαναν σιωπηλό σαν τάφο. Κύριε των Δυνάμεων, ήταν πραγματική σουίτα, από κείνες όπου έτρωγες σε άλλο δωμάτιο από αυτό όπου κοιμόσουν. Τράβηξα τις βαριές χρυσές κουρτίνες, που έφταναν έως το πάτωμα, ενώ συγχρόνως τα πόδια μου χάιδευαν το παχύ πέλος του ανατολίτικου χαλιού. Ο γκρουμ έφυγε με το φιλοδώρημα στο χέρι, κι εγώ στάθηκα μια στιγμή στη μέση των δωματίων σφίγγοντας τις γροθιές μου. Κατόπιν έβγαλα μια διαπεραστική τσιρίδα χαράς, όρμησα στο κρεβάτι και πήδησα επάνω του. Έμεναν λίγες μέρες ακόμα έως τον πλειστηριασμό, η ευθύνη του οποίου κατέκλυσε ξαφνικά σαν πλημμύρα το σώμα μου. Ήταν θαρρείς και είχα έρθει σε αποστολή, σαν μια γυναίκα όλο μυστήριο και ίντριγκα, αποφάσισα. Αν με φόβιζε κάτι, θα υποκρινόμουν ότι ήμουν εκείνη η γυναίκα, η ατρόμητη γυναίκα, η γυναίκα που ηδονιζόταν στα τριάντα χιλιάδες πόδια στον αέρα κι έπαιρνε ως επιβράβευση μια σουίτα για την τόλμη της. Έπειτα από ένα καυτό ντους τράβηξα τα πουπουλένια σκεπάσματα και γλίστρησα ανάμεσα στα βαριά σεντόνια. Θα πάρω έναν γρήγορο υπνάκο, σκέφτηκα. Δεν είχα κοιμηθεί καλά στο αεροπλάνο. Έκλεισα τα μάτια μου και ξύπνησα έπειτα από τρεις ώρες από ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξα σ' έναν γκρουμ, που έσπρωξε μέσα ένα τραπεζάκι. Ανάμεσα σε μια κανάτα καφέ κι έναν δίσκο με σάντουιτς χωρίς κόρα ήταν στερεωμένος ένας χοντρός τετράγωνος φάκελος που έγραφε Ντοφίν με τα γνωστά καλλιγραφικά γράμματα του S.E.C.R.E.T. Μου φάνηκε αλλόκοτο και με σάστισε κιόλας που είδα κάτι οικείο σ' ένα μέρος τόσο μακριά από την πατρίδα. Πήρα τον φάκελο από τον δίσκο και τον άνοιξα με το μαχαίρι. Η βαριά κάρτα έγραφε Βήμα Τέταρτο από τη μια πλευρά, τη λέξη «Γενναιοδωρία» από την άλλη και από κάτω τη φράση: «Είμαστε μαζί σου σε κάθε Βήμα, Ντοφίν». Συνέβαινε! Άλλο ένα. Από έναν γάντζο πάνω από το τραπεζάκι κρεμόταν μια χοντρή θήκη για ενδύματα, που μου φάνηκε βαριά καθώς την κουβαλούσα στο κρεβάτι. Άνοιξα το φερμουάρ και αποκάλυψα ένα φανταχτερό κόκκινο φόρεμα με πούλιες στο μπούστο, που κατέληγε σ' έναν καταρράκτη από φτερά γύρω από τους γοφούς και τα πόδια. Έμοιαζε με πελώριο άλικο κύκνο. Το κράτησα μπροστά στο σώμα μου απέναντι από τον ολόσωμο καθρέφτη. Μια πρόσκληση σε μια μεταμεσονύκτια παράσταση ταγκό έπεσε από τα φτερά του. Χορός; Οχ, όχι. Όχι χορός. Τον απέφευγα σχεδόν όσο απέφευγα και τα αεροπλάνα. Όσο και να μου άρεσε η μουσική, το πολύ πολύ να κουνούσα ρυθμικά το κεφάλι στις σκοτεινές γωνίες των κλαμπ. Κάπου κάπου χόρευα μόνη μου στο διαμέρισμά μου. Κάποτε είχα χορέψει για τον Λουκ, ώσπου το γύρισα στην πλάκα και υπονόμευσα την αποπλάνηση, επειδή ντρεπόμουν να κάνω κανονικό στριπτίζ. Αλλά η ιδέα να χορέψω μπροστά σε αγνώστους μού έκοβε τα ήπατα. Δεν ήμουν καλλίγραμμή και αιθέρια σαν την αδερφή μου. «Αν η Μπρι είχε την πειθαρχία της Ντοφίν ή η Ντοφίν τους μηρούς της Μπρι, θα είχαμε μια μπαλαρίνα στην οικογένεια...» έλεγε συχνά η μητέρα μου. Νομίζω ότι το θεωρούσε κομπλιμέντο, αλλά εμένα με πλήγωνε. Άφησα προς στιγμήν κατά μέρος τον τρόμο μου για να θαυμάσω το φόρεμα, την αριστοτεχνική κατασκευή του μπούστου, που ήταν ραμμένο στο χέρι και φοδραρισμένο με στρατηγικό τρόπο, ώστε να μαλακώσουν οι μπανέλες που το κρατούσαν σταθερό. Το ασύμμετρο τελείωμα υπαινισσόταν ταγκό, αυτό ήταν σαφές, και παρόλο που το κόκκινο μου πήγαινε, δεν μπορώ να πω ότι το φουστάνι ήταν του στιλ μου. Όχι. Καθόλου. Κόμποι ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό μου. Δεν μπορούσα, δε θα χόρευα μπροστά σε κόσμο. Όχι με το κορμί που είχα, όχι με αυτό το φόρεμα. Και το S.E.C.R.E.T., όπως μου υπενθύμιζαν ανελλιπώς η Κέισσι και η Ματίλντα, πρέσβευε να κάνεις όλα όσα θέλεις και τίποτα που δε θέλεις. * * * Είχα πολλές ώρες πριν από την παράσταση. Πήρα τους δρόμους φορώντας την καμπαρντίνα μου και άνετα παπούτσια. Το Μπουένος Άιρες ήταν δροσερό, θορυβώδες και πολυάνθρωπο, και σε κάθε γωνία συγκρουόταν το παλιό με το καινούριο. Οι porteños, οι κάτοικοί του, έδειχναν να αγαπούν το έξω όσο και οι κάτοικοι της Νέας Ορλεάνης. Ακόμα και μια ψυχρή μέρα του φθινοπώρου η πλατεία Σαν Μαρτίν ήταν γεμάτη καρότσια και ποδηλάτες, ενώ σκυλιά ποικίλων μεγεθών τραβούσαν δεκάδες λουριά που τα κρατούσαν απίστευτα χειροδύναμοι άνθρωποι. Αν δεν υπήρχε το S.E.C.R.E.T., δε θα καθόμουν ποτέ στο κέντρο μιας πλατείας απέναντι από τo Κάζα Ροσάδα, το προεδρικό μέγαρο, να παρακολουθώ ηλικιωμένους –με καλοραμμένα τουίντ σακάκια– να παίζουν σκάκι, ενώ παραδίπλα ζευγάρια χαϊδολογιούνταν στον ήλιο. Περπάτησα στις γειτονιές από τη Ρεκολέτα έως το Παλέρμο, από το Σαν Τέλμο έως την Μπόκα, οργώνοντας τα καταστήματα με μεταχειρισμένα, μαθαίνοντας ποιοι ήταν οι προμηθευτές τους και πώς τιμολογούσαν τα εμπορεύματα. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα σε μια πόλη με ψηλές λεπτές καστανές κοπέλες με αετίσιες μύτες (μερικές εκ γενετής, οι περισσότερες «αγορασμένες») ήταν ότι η χυμώδης «αμερικανοσύνη» μου ξεχώριζε. Τίποτε απ' όσα δοκίμαζα στα βίντατζ μαγαζιά δε μου έκανε, πράγμα που ανάγκαζε μερικές από τις πωλήτριες να ντρέπονται περισσότερο από μένα. «Lo siento, señora...» είπε η μικροκαμωμένη αγχωμένη ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος με εκπληκτικά καλοδιαλεγμένο εμπόρευμα κοντά στο κοιμητήριο της Ρεκολέτα, ενώ σ' ένα άλλο μαγαζί δεν μπορούσα να ανεβάσω το φερμουάρ μιας φούστας πένσιλ. «Αγαπητή μου...» είπε ένας ευγενικός ηλικιωμένος υπάλληλος με τα άψογα αγγλικά του. Είχε διαισθανθεί την ενόχλησή μου την ώρα που χτυπούσε στην ταμειακή ένα σετ πετσέτες κουζίνας, καθώς κι ένα λινό τραπεζομάντιλο. «Μην αφήνετε το σώμα σας να σας στενοχωρεί... Είναι καλό σώμα». Τον ευχαρίστησα κι έφυγα, κάνοντας προσεκτικούς ελιγμούς στα στενά πεζοδρόμια μαζί με τους υπόλοιπους περαστικούς, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να περάσω για ντόπια, ενώ σκόνταφτα στις λακκούβες καθώς κοιτούσα σαν μαγεμένη τις γκαργκούγιες και τους θόλους στα πιο εντυπωσιακά κτίρια. Στη Λα Μπόκα, ενώ έτρωγα γλυκές alfajores, που είναι κάτι σαν γεμιστό μπισκότο, κι έπινα mate, ένα είδος τσαγιού, παρακολούθησα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να χορεύει ένα αργό δημόσιο ταγκό. Ο άντρας ήταν αρκετούς πόντους κοντύτερος από κείνη και είχε τα μισά κιλά, ενώ το μακιγιάζ της γυναίκας ήταν υπερβολικά βαρύ για μέρα. Αλλά αυτές οι ιδιορρυθμίες τούς έκαναν πιο ελκυστικούς, πιο γοητευτικούς. Οι κινήσεις τους ήταν οδυνηρά προσωπικές έτσι όπως χόρευαν για ένα πλήθος αγνώστων που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία το σούρουπο. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια από τη μουσική και τις εκφράσεις πόνου και αγάπης στο πρόσωπό τους. Αφού εκείνη μπορούσε να γίνει τόσο ευάλωτη μπροστά σε τόσους ανθρώπους κάτω από το φως του ήλιου, εγώ τι στο καλό φοβόμουν; Ίσως αυτό ήταν η αληθινή γενναιοδωρία. Να προσφέρεις τον εαυτό σου, έτσι όπως είναι, για χάρη ενός χορού. * * * Εκείνη τη νύχτα χρειάστηκα στ' αλήθεια το χέρι που μου πρόσφερε ο Ερνέστο για να σηκωθώ από το πίσω κάθισμα της λιμουζίνας και να ξεδιπλώσω τα κόκκινα φτερά που περιέβαλλαν το φουστάνι. Δε με εξέπληξε καθόλου που το φόρεμα μου πήγαινε τέλεια, αλλά σοκαρίστηκα από το πόσο κολακευτικό ήταν. Το κορσάζ με τύλιγε σφιχτά, κάνοντας το στήθος μου να ξεχειλίζει από πάνω. Κάτω από τη χαμηλή μέση, το φουστάνι άνοιγε σ' ένα πλήθος φουντωτά φτερά, που κρέμονταν έως τις γάμπες μου. Ένιωθα σαν θεά που αναδυόταν από έναν άλικο ωκεανό. «Gracias». «Por nada, δεν κάνει τίποτε» αποκρίθηκε εκείνος, υποκλινόμενος ξανά. «Είστε... lindísima, πανέμορφη με αυτό το φουστάνι, σενιορίτα Ντοφίν...» Χάρισα στον Ερνέστο ένα αγχωμένο χαμόγελο και κοίταξα μέσα στο στενό σοκάκι, προς τη φωτισμένη με νέον είσοδο του κλαμπ. Ελάχιστοι κυκλοφορούσαν σ' αυτό τον απομονωμένο δρόμο τα μεσάνυχτα. «Να συναντηθούμε εδώ ακριβώς... μετά;»

S.E.C.R.E.T 2Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang