Κεφάλαιο 14o

330 26 0
                                    

ΝΤΟΦΙΝ

ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΟ ΕΧΩ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν ένας άλλος οδηγός, όχι ο Ερνέστο, έφτασε είκοσι λεπτά μετά την προκαθορισμένη ώρα. Καθόμουν στο λόμπι του Palace Alvear Hotel με το καινούριο μου φουστάνι από μαύρο μπροκάρ που κούμπωνε στο πλάι και τα τρουακάρ μανίκια που αναδείκνυαν το βραχιόλι μου. Το είχα βρει καταχωνιασμένο σ' ένα κατάστημα στο Σαν Τέλμο· ήταν ένα πανέμορφο εφαρμοστό μοντελάκι που σταματούσε ακριβώς κάτω από το γόνατο, μάκρος συντηρητικό, που απογειωνόταν από το πώς αγκάλιαζε τις καμπύλες μου. Ο τρόπος με τον οποίο με κοιτούσε ο καινούριος σοφέρ ενώ με πλησίαζε όλο αυτοπεποίθηση στο λόμπι του ξενοδοχείου μού έλεγε ότι το φόρεμα άξιζε τα λεφτά του έως και την τελευταία δεκάρα. Η δική του στολή, αντιθέτως, παραήταν στενή, το καπέλο παραήταν μεγάλο, τα μανίκια παραήταν κοντά. Δεν είχε τη σωματική διάπλαση ανθρώπου που καθόταν όλη μέρα πίσω από ένα τιμόνι, πράγμα που, εδώ που τα λέμε, ήταν κομπλιμέντο. «Lo siento, Señora Dauphine» είπε ζητώντας συγγνώμη για την αργοπορία του, ενώ εγώ κοιτούσα τους όλο φλέβες καρπούς του, που ξεμύτιζαν κάτω από τα μανίκια του ενώ μου έτεινε το χέρι του, όπου δε φορούσε γάντι. Ένιωσα ένα κάψιμο να ανεβαίνει στο χέρι μου σφίγγοντας το δικό του. Κι ενώ ο Ερνέστο είχε μια αγορίστικη γοητεία, ο καινούριος σοφέρ ήταν ο ορισμός της αρρενωπότητας. Ένα δεύτερο καμπανάκι όμως άρχισε να χτυπάει μόλις με τακτοποίησε στο πίσω κάθισμα. «A donde vamos? Πού πηγαίνουμε;» με ρώτησε. Αν τον είχε στείλει το S.E.C.R.E.T., δε θα ήξερε τη διεύθυνση; Η Ματίλντα είχε πει πως ο πλειστηριασμός ήταν άκρως απόρρητος και πως μόνο ελάχιστοι εύποροι προσκεκλημένοι γνώρισαν τον τόπο όπου θα πραγματοποιούνταν. Η πληροφορία είχε δοθεί μέσω τηλεφώνου, όχι μέσω γραπτής πρόσκλησης, ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή των δημοσιογράφων. Συνάντησα τα χαμογελαστά πράσινα μάτια του στον καθρέφτη. Ανήκε στους άντρες που ήξεραν ότι είχαν συγκεκριμένη επίδραση στις γυναίκες. «Vamos al Teatro Colón, por supesto...» απάντησα, κατευθύνοντάς τον προς το ιστορικό θέατρο στο κέντρο της πόλης. Ήταν αδύνατο να μη γοητευτώ από την εμφάνισή του. Τι ρηχή που είσαι, Ντοφίν, μάλωσα τον εαυτό μου ακουμπώντας πίσω στο κάθισμα. Το επόμενο καμπανάκι χτύπησε στην αργή διαδρομή προς το θέατρο, όταν σε κάθε διασταύρωση συμβουλευόταν το GPS του, ενώ έφτιαχνε και ξαναέφτιαχνε τον καθρέφτη του. Κι όμως, μόλις σταματήσαμε τελικά μπροστά στο θέατρο Κολόν, ένα τεράστιο κτίριο που έμοιαζε με κρεμ μαρμάρινη γαμήλια τούρτα, οι ενδοιασμοί μου γι' αυτό τον άντρα αντικαταστάθηκαν αυτοστιγμεί από αγωνία για τον πλειστηριασμό. Ένας βαλές με σμόκιν περίμενε στο πεζοδρόμιο να με υποδεχτεί. Αγνόησε τον σοφέρ μου καθώς άνοιγε την πόρτα μου και με βοηθούσε να βγω από το αυτοκίνητο. «Ουάου!» αναφώνησα και ακούστηκα σαν την πιο έκπληκτη Αμερικανίδα που υπήρξε ποτέ. «Δεσποινίς Μέισον, τιμή μου που σας γνωρίζω. Και λυπάμαι αν... δυσκολευτήκατε να βρείτε το θέατρο Κολόν». Κοίταξε τον οδηγό μου. «Quíen es usted?» «Ντάντε» απάντησε ο σοφέρ γραπώνοντάς με από το μπράτσο. Αυτός που με υποδέχτηκε ξεφύσηξε επιδεικτικά κι έκανε μεταβολή επιτόπου. Ο Ντάντε κι εγώ τον ακολουθήσαμε μέσα από το πλήθος των τουριστών που έβγαζαν φωτογραφίες μπροστά από το θέατρο. Περάσαμε βιαστικά μπροστά από τα μαρμάρινα αγάλματα στο χρυσό φουαγέ, όπου είχαν συγκεντρωθεί και περίμεναν οι υπόλοιποι σοφέρ, και κατόπιν περάσαμε κάτω από το ταβάνι με τα βιτρό και τις πινακίδες που έγραφαν EVENTO PRIVADO, κλειστή εκδήλωση. Διασχίσαμε τις σκαλιστές επίχρυσες πόρτες και μπήκαμε στο μισοσκότεινο θέατρο. Το θέατρο Κολόν ήταν ένα μαγευτικό θέαμα από περίτεχνα θεωρεία που περικύκλωναν μακριά πλατιά τόξα από πολυτελή κόκκινα βελούδινα καθίσματα. Οι δώδεκα πρώτες σειρές ήταν γεμάτες από νευρικούς αγοραστές που μας περίμεναν. Ευτυχώς, δεν ήμαστε οι τελευταίοι που έφτασαν. Λίγο πριν καθίσω, μια ψηλή ξανθιά με ραμμένο μπλε ταγέρ κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες και κάθισε στην τελευταία άδεια καρέκλα στο απομακρυσμένο τραπέζι των μεσαζόντων, μπροστά σε μια σειρά από τηλέφωνα. Η Ματίλντα μού είχε πει ότι κάποιοι αγοραστές απ' όλο τον κόσμο θα συμμετείχαν μέσω τηλεφώνου, και τις θέσεις στα τηλέφωνα θα επάνδρωναν οι ντόπιοι τραπεζίτες τους. Ψυχραιμία, Ντοφίν. Έχεις έρθει απλώς για να υπογράψεις μερικά χαρτιά. Χάιδεψα νευρικά το σινιόν μου, ανακουφισμένη που είχα φορέσει χαμηλά τακούνια με το στενό φουστάνι. Η θέση που μου είχαν δώσει στον διάδρομο της τελευταίας σειράς ήταν το καλύτερο σημείο για να παρακολουθήσω τις προσφορές μπροστά μου. Έγειρα πίσω το κεφάλι μου, για να κοιτάξω τις νωπογραφίες από σέπια που περικύκλωναν έναν πολυέλαιο μεγάλο σαν τον ήλιο. Περιεργάστηκα τους αγοραστές, που ήταν ως επί το πλείστον γυναίκες. Τα χρήματα από την πώληση του πίνακα θα χρηματοδοτούσαν τις μάλλον ανορθόδοξες ενασχολήσεις του S.E.C.R.E.T., όπως μου είχε εξηγήσει η Ματίλντα. Δεν ήθελε να προέρχονται από ανθρώπους ή ομάδες που μπορεί να ερευνούσαν βαθύτερα την πραγματική αποστολή του S.E.C.R.E.T. ή που οι αξίες τους δε συμβάδιζαν με τις δικές μας. Ο Ντάντε στεκόταν φρουρός στα δεξιά μου, σαν ωραίο σκυλί. «Είναι... lindísima» είπα κοιτάζοντας την αίθουσα. «Ναι. Είναι εκπληκτική...» ψιθύρισε σκύβοντας προς το μέρος μου. «Την αναπαλαίωσαν πλήρως τα τελευταία χρόνια. Παρεμπιπτόντως, κι αυτό το φόρεμα είναι εκπληκτικό...» Ώστε μιλούσε αγγλικά! Και μάλιστα με αμερικανική προφορά – όχι· με νότια προφορά! Αυτό ήταν το τελευταίο καμπανάκι. «Ποιος είσαι; Από πού είσαι;» Ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του ακριβώς τη στιγμή που ακούστηκε ο ήχος του σφυριού και σηκώθηκε η αυλαία μπροστά από την «Κόκκινη οργή», που ήταν φωτισμένη εξαιρετικά και τοποθετημένη επάνω σε ματ μαύρο καβαλέτο και το μοντέρνο στιλ της ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την περίτεχνη αίθουσα. Επιφωνήματα θαυμασμού γέμισαν την αίθουσα,και το δυνατό χειροκρότημα ήταν σαν να έδωσε το έναυσμα στον Ντάντε να καθίσει ψηλά στο άδειο μέρος του θεάτρου πίσω μου. Ο δημοπράτης ανέβηκε στη σκηνή και καλωσόρισε τους καλεσμένους. Έπειτα από έναν μικρό πρόλογο για την ιστορία του πίνακα ζήτησε από το κοινό να υποδεχτεί την εκπρόσωπο που θα επικύρωνε τη μεταβίβαση της κυριότητας. «Παρακαλώ, καλωσορίστε τη σενιορίτα Μέισον, η οποία συνόδεψε την "Κόκκινη οργή" απ' τη Νέα Ορλεάνη εκ μέρους του ανώνυμου ιδιοκτήτη της». Αισθάνθηκα το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό μου. Χωρίς να σηκωθώ, ύψωσα το χέρι στον αέρα και το ξανακατέβασα γρήγορα, βουλιάζοντας κι εγώ μαζί του. «Ευχόμαστε καλή τύχη σήμερα, σενιορίτα Μέισον. Ο πλειστηριασμός θα διεξαχθεί στα αγγλικά. Υπάρχουν ακουστικά για τη διερμηνεία. Ας ξεκινήσουμε!» Μπαμ. Οι προσφορές άρχιζαν από 2,3 εκατομμύρια δολάρια Αμερικής. Η Ματίλντα ήλπιζε να πιάσει τα διπλάσια. Ο δημοπράτης άρχισε να ελίσσεται μέσα σ' ένα δάσος από χέρια και από τις δύο πλευρές του διαδρόμου. Απαντούσε τόσο γρήγορα, που φαινόταν σαν να κολυμπούσε πεταλούδα. Οι ανώνυμες τηλεφωνικές προσφορές έπεφταν επίσης βροχή, και η ξανθιά που είχε έρθει πιο αργά από μένα καθόταν στην άκρη μιας σειράς τηλεφωνικών συσκευών, τινάζοντας νευρικά το πόδι της. «Άκουσα δύο κόμμα τέσσερα εκατομμύρια; Δύο κόμμα τέσσερα; Μάλιστα, δύο κόμμα έξι. Δύο κόμμα έξι απ' το βάθος! Τρία εκατομμύρια εδώ μπροστά. Άκουσα τρία εκατομμύρια από μπροστά...» Το κεφάλι μου τιναζόταν πέρα δώθε για να προλαβαίνει την κατακόρυφη άνοδο. «Έχουμε τέσσερα εκατομμύρια, τέσσερα κόμμα δύο, έχουμε τέσσερα κόμμα δύο! Τέσσερα κόμμα οχτώ και τώρα πέντε, κυρίες και κύριοι...» Σ' αυτή την τιμή κάποιοι εκπρόσωποι έκλεισαν τα τηλέφωνα. Στα έξι εκατομμύρια η μισή αίθουσα είχε μείνει ακίνητη, ενώ εγώ καθόμουν ευθυτενής κυριολεκτικά στην άκρη της καρέκλας μου. Στα εφτά εκατομμύρια σχεδόν όλοι στο θέατρο είχαν παραιτηθεί. Μόνο δύο απέμεναν: μια παχουλή γυναίκα με χοντρά γυαλιά που ανταγωνιζόταν έναν ιδιαίτερα ενθουσιώδη τηλεφωνικό πλειοδότη, τον οποίο εκπροσωπούσε η ξανθιά, που το χέρι της παρέμενε διαρκώς υψωμένο, λέγοντας «ναι» με ένα κούνημα του δαχτύλου σε κάθε αύξηση της τιμής. «Τώρα στα οχτώ κόμμα πέντε... Οχτώ κόμμα πέντε, και είμαστε στα εννιά. Έχουμε εννιά εκατομμύρια απ' το τηλέφωνο! Εννιά εκατομμύρια διακόσιες...» Χριστός και Παναγία! Θα πάει στα δέκα εκατομμύρια. Θα χρηματοδοτήσει πολλές φαντασιώσεις. Τέντωσα τον λαιμό μου να δω τον οδηγό μου, που δε βρισκόταν πια πίσω μου. Ίσως είχε πάει με τους άλλους οδηγούς στο φουαγέ. «Δέκα εκατομμύρια δολάρια, είμαστε στα δέκα! Δέκα κόμμα τέσσερα, δηλαδή δέκα εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες...» Αριστερά, δεξιά, δεξιά, αριστερά, οι δύο υποψήφιοι αγοραστές που είχαν απομείνει σπιρούνιαζαν ο ένας τον άλλο· η ξανθιά στο τηλέφωνο δεν έχασε ποτέ την ψυχραιμία της, όμως η γυναίκα με τα γυαλιά, όσο περνούσε η ώρα, αναστατωνόταν όλο και περισσότερο. Η καρδιά μου ακολουθούσε τον ρυθμό, επιταχύνοντας σε κάθε σήκωμα χεριού. Ήταν πολύ πιο συναρπαστικό από ματς! «Κύριες και κύριοι, βρισκόμαστε στα έντεκα εκατομμύρια εκατό χιλιάδες δολάρια! Άκουσα έντεκα διακόσια; Έχουμε... έντεκα διακόσια» είπε ο δημοπράτης δείχνοντας με το σφυράκι του τη γυναίκα με τα γυαλιά, που το χέρι της γινόταν ολοένα και βαρύτερο. Το χέρι της ξανθιάς παρέμενε σταθερά ψηλά στον αέρα. «Έντεκα τριακόσια; Μάλιστα, έχουμε έντεκα τριακόσια απ' το τηλέφωνο! Θα πάρουμε έντεκα τετρακόσια;» Η σιωπή πλανήθηκε βαριά στην αίθουσα. Όλα τα κεφάλια γύρισαν και κοίταξαν τη γυναίκα με τα χοντρά μαύρα γυαλιά. Ίσως επειδή δεν ήταν κάποια εξαϋλωμένη φωνή από το τηλέφωνο, ξαφνικά ήθελα να κερδίσει εκείνη. Δυστυχώς όμως, το χέρι της ξανθιάς υψώθηκε ήρεμα στην τελική τιμή. «Έχουμε έντεκα κόμμα τέσσερα απ' τον ανώνυμο πλειοδότη νούμερο οχτώ μπροστά. Έντεκα κόμμα τέσσερα... Έχουμε έντεκα κόμμα πέντε;» Η γυναίκα με τα γυαλιά σήκωσε διστακτικά το χέρι της. «Έχουμε έντεκα πεντακόσια...» «Δεκαπέντε εκατομμύρια!» βροντοφώναξε μια γνώριμη φωνή από το πίσω μέρος της αίθουσας. Μου πήρε μια στιγμή να συνειδητοποιήσω ποιος ήταν, επειδή δε φορούσε πια τη στολή του. Εκεί στεκόταν ο οδηγός μου, ο Ντάντε, με ένα σκούρο κουστούμι που φαινόταν φρεσκοσιδερωμένο, άσπρο πουκάμισο βαλμένο προσεκτικά στο παντελόνι, χωρίς το καπέλο, τα γυαλιά ηλίου και το σακάκι, που δεν ήταν στα μέτρα του. Φαινόταν επικίνδυνα σέξι με το χέρι χαλαρά στην τσέπη. «Έχετε δηλώσει συμμετοχή στον πλειστηριασμό;» Έδειξε την αγχωμένη ξανθιά στα τηλέφωνα, εκείνη που είχε έρθει αργά. «Αυτή είναι η εκπρόσωπος της εταιρείας μου, η Ιζαμπέλα, απ' την Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής. Μπορεί να εγγυηθεί για το κεφάλαιό μου. Μπορείς να κλείσεις, Ιζαμπέλα. Συγγνώμη που άργησα». Ο Ντάντε –ή όπως τον έλεγαν κανονικά– ανέβασε τη θερμοκρασία του θεάτρου από τους τριάντα στους εκατό βαθμούς. Ο δημοπράτης, σαστισμένος, στράφηκε και είδε τη γυναίκα με τα γυαλιά να στηρίζει το κεφάλι στο χέρι της ηττημένη. «Οπότε... έχουμε δεκαπέντε εκατομμύρια. Μία... δύο... κατακυρώθηκε στον κύριο με το σκούρο κουστούμι! Η "Κόκκινη οργή" της Καρολίνας Μεντόζα πουλήθηκε αντί δεκαπέντε εκατομμυρίων. Τιμή ρεκόρ, κυρίες και κύριοι. Συντριπτικό ρεκόρ!» Το θέατρο ξέσπασε σε χειροκροτήματα, αλλά τα δικά μου χέρια κρατιούνταν σφιχτά από το κάθισμα έτσι όπως παρακολουθούσα τον Ντάντε να πηγαίνει στη γυναίκα που έχασε για να της σφίξει το χέρι. Το πλήθος συνέχισε να χειροκροτάει όσο ο Ντάντε πόζαρε για φωτογραφίες μπροστά στον πίνακα. Ο δημοπράτης, αφού αντάλλαξε ιδιαιτέρως δυο κουβέντες με την Ιζαμπέλα, μου έκανε νόημα να κατέβω στο τραπέζι με τα τηλέφωνα, όπου πλέον βρισκόταν μόνο ένα περίτεχνο πιστοποιητικό κεντραρισμένο προσεκτικά επάνω σ' ένα δερμάτινο σουμέν. «Η Ιζαμπέλα μού λέει ότι τα δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια έχουν κατατεθεί ήδη. Αν δεν έχετε αντίρρηση να αγοράσει τον πίνακα ένας μη δηλωμένος πλειοδότης, μπορείτε να υπογράψετε τη μεταβίβαση» είπε ο δημοπράτης δίνοντάς μου μια φανταχτερή πένα με φτερό και συμπλήρωσε: «Το ποσό είναι τεράστιο. Εντυπωσιακό!» Φαινόταν κι εκείνος θορυβημένος από τον ωραίο άντρα που είχε παρεισφρήσει στη σοβαρή, κλειστή διαδικασία με τόσο ιδιόρρυθμα δραματικό τρόπο. Τι λες όμως όταν κάποιος σου πετάει δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια στα πόδια, τριπλασιάζοντας τον αρχικό υπολογισμό; Λες ευχαριστώ και υπογράφεις στη διακεκομμένη γραμμή, κι αυτό έκανα κι εγώ, με την απαραίτητη βέβαια περίτεχνη μονοκοντυλιά. Περίμενα πώς και πώς να πω στη Ματίλντα τι λαχείο μάς έπεσε. Έδωσα στον δημοπράτη τα έγγραφα. Ο Ντάντε, ή όπως τον έλεγαν, ήρθε στο τραπέζι και ολοκλήρωσε τη μεταβίβαση με τη δική του δυσανάγνωστη υπογραφή. Στη συνέχεια το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου, που εξακολουθούσε να είναι μπερδεμένο. «Χαίρομαι που γνωριζόμαστε και επισήμως, δεσποινίς Μέισον. Σας διαβεβαιώνω πως ο πίνακας της κυρίας Μεντόζα πηγαίνει σε πολύ καλό σπίτι. Είμαι μεγάλος θαυμαστής όλων των εγχειρημάτων της. Φαντάζεστε πόσο πολύ λυπήθηκα που έμεινα έξω απ' τη λίστα των υποψήφιων αγοραστών και πόσο ευγνώμων είμαι που δε με τιμωρήσατε γι' αυτό...» «Ποιος είσαι;» ρώτησα περνώντας επιφυλακτικά το χέρι μου μέσα από το μπράτσο που μου πρόσφερε. «Και τι ήταν όλο αυτό το τέχνασμα με τη λιμουζίνα; Που δε μιλούσες αγγλικά; Που ήρθες χωρίς να δηλώσεις συμμετοχή; Ήταν πραγματικά ανάγκη; Ασφαλώς θα μπορούσες να...» «Ντοφίν, αγαπητή μου, θα σ' τα εξηγήσω όλα εν καιρώ. Μα τώρα πρέπει να φύγουμε, προτού η περιέργεια κυριέψει την αίθουσα και μας καταπιεί και τους δύο. Ο κόσμος θ' αρχίσει να κάνει ερωτήσεις. Για μένα, για σένα και την ομάδα... που εκπροσωπείς». «Τι ξέρεις γι' αυτήν;» «Ξέρω αρκετά για να σε ρωτήσω αν θα αποδεχτείς το Βήμα...» Φυσικά! Οπότε είναι ένας από αυτούς. Είναι ένας από μας! Ενώ πλήθος κόσμου συγκεντρωνόταν για να φωτογραφίσει την «Κόκκινη οργή» προτού τη συσκευάσουν για την αποστολή, εκείνος με οδήγησε στις σκάλες προς την έξοδο του θεάτρου. Τώρα όλα έβγαζαν νόημα, παρόλο που η καρδιά μου εξακολουθούσε να βροντοχτυπάει. Το φουαγέ ήταν άδειο, εκτός από πέντ' έξι βαριεστημένους σοφέρ που κοιτούσαν τα ρολόγια τους. Ο Ντάντε με τράβηξε απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση, μέσα από τις ψηλές γυάλινες πόρτες με τις δαντελένιες κουρτίνες. Ξαφνικά βρεθήκαμε ολομόναχοι σ' έναν πανέμορφο στενό ιβουάρ διάδρομο, πλαισιωμένο από κολόνες και μπουαζερί στην ίδια χρυσαφένια απόχρωση με το βραχιόλι μου. Άφησε το χέρι μου κι έστρεψε όλο του το σώμα προς το μέρος μου. «Λοιπόν;» «Λοιπόν...» είπα πισωπατώντας, ώσπου σωριάστηκα σ' έναν αναπαυτικό μικρό καναπέ κάτω από την προτομή κάποιου διάσημου συνθέτη. «Έδωσες πραγματικά δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια για έναν πίνακα;»

S.E.C.R.E.T 2Onde histórias criam vida. Descubra agora