6.

59 10 3
                                    

Με σήκωσε από το πάτωμα και με έβαλε στον καναπέ.

Μ: λοιπόν εντάξει. Δεν θα σε βοηθήσω αφού δεν θες, αλλά θέλω να μου μιλήσεις για οτιδήποτε ότι θες... μπορείς;

Μου είπε με ήρεμη φωνή. Πήρα βαθιά ανάσα και άραξα πίσω στον καναπέ.

Ζ: ν-Ναι. Αυτό μπορώ .

Της απάντησα και έβγαλε ένα μπλοκάκι και έναν στύλο από την πίσω τσέπη της.

Ζ:... λ-λοιπόν είπες να πω ότι θέλω;

Μ: Ναι ότι σου έρθει στο μυαλό μια ιστορία που σου συνέβη άκυρες λέξεις που σου ερχοντε στο μυαλό , ότι ότι θες.

Εγειρα το κεφάλι μου πισω και έκλεισα τα μάτια.

Ζ:... η-Ήταν βράδυ. Συγκεκριμένα... 10 η ώρα. Πονούσα, πονούσαν τα κόκαλα μου. Με το ζόρι περπατούσα. Πονούσα μέσα μου. Πήγα να κάνω μπάνιο να ηρεμήσω, μπήκα στην ντουζιερα , άνοιξα το καυτό νερό. Μου έκαιγε το δέρμα αλλά μου άρεσε. Μου ηρεμουσε τα κόκαλα. Ακούμπησα την πλάτη μου στα κρύα πλακάκια του τοίχου στο μπάνιο και αφίσα το καυτό νερό να τρέχει πάνω μου σαν καταρράκτης. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα. Ήθελα απλά να μείνω μόνος μου. Χωρίς της φωνές. Χωρίς κανέναν. Δεν ξέρω γιατί κάποιοι άνθρωποι κάνουν παράπονα που περνάνε χρόνο μόνοι τους. Δεν ξέρουν πόσο τυχεροί είναι. Ξαφνικά, χτύπησε η πόρτα. Αυτό σήμανε ότι πάλι έπρεπε να έρθω σε επαφή με τον έξω κόσμο. Πάλι κάποιος θα προσφερόταν να βοηθήσει, αλλά κανείς δεν νοιάστηκε πραγματικά. Κανείς δεν έμεινε μέχρι το τέλος. Τούς λέω να φύγουν γιατί αυτό μου λένε να κάνω οι φωνές, αλλά κανείς δεν επιμένει... Όλοι φεύγουν. Δεν νοιάζονται τι θα πάθω. Τέλος πάντων, δεν άνοιξα την πόρτα. Κάθισα εκεί με κλειστά τα μάτια. Και προσπαθούσα να ηρεμήσω από τον πόνο.

Είπα ότι μου βγήκε να πω χωρίς να τα σκεφτόμουν. Σήκωσα το κεφάλι άνοιξα τα μάτια και την κοίταξα. Έγραφε στο μπλοκάκι της κάτι.

Μ: Μια ερώτηση... θυμάσαι πως άρχισαν όλο αυτό;

κοίταξα το ταβάνι και πήρα ανάσα

Ζ: ήμουν στο δωμάτιο του Ιδρύματος στην αγκαλιά του αρκουδου μου ... Και... Και έκλαιγα, έκλαιγα ασταμάτητα όλο το βράδυ για τον χαμό της μητέρας μου . Μέχρι που σταμάτησα να νιώθω. Δεν ήμουν στεναχωρημένος πια , δεν με ένοιαζε τίποτα. Κανένα συναίσθημά. Το απόλυτο κενό . Όταν κλαίω πλέον δεν είναι από στεναχώρια. Απλά, βγαίνουν. Στην πραγματικότητα δεν νιώθω τίποτα.

Μ: Δηλαδή, πλέον αν σκεφτείς την μαμά σου δεν στεναχωριέσαι;

Ζ: όχι. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι οι φωνές στο κεφάλι μου... Μόνο αυτές μου φέρνουν συναισθήματά. Μόνο αυτές με κάνουν να στεναχωριέμαι, Μόνο αυτές με κάνουν να θυμώνω. Μόνο αυτές.

Είπα με το βλέμμα στο κενώ.

Μ: μάλιστα. Δηλαδή θα μπορούσες πολύ απλά να με σκοτώσεις τώρα, Και δεν θα νιώσεις τίποτα. Ούτε τύψεις.

Σήκωσα το βλέμμα μου και την κοίταξα στα μάτια με ένα χαμόγελο στα χείλη.

Ζ:...Ναι

SCHIZOPHRENIAWhere stories live. Discover now