Περάσαμε τις πύλες που ήταν κρυμμένες μέσα στα κρυστάλλινα νερά του ποταμού Αχελώου και εισήλθαμε στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη. Όλο αυτό ήταν μια τραγική ειρωνεία.
Οι πύλες χώριζαν τα δύο πιο αντίθετα μέρη στον κόσμο. Από τη μία βρισκόταν το πιο ήρεμο και γαλήνιο περιβάλλον, με οποιοδήποτε μέρος της φύσης να σφύζει από ζωή και το ποτάμι να κινείται συνεχώς πάνω από τις ανοιχτόχρωμες πέτρες και τα βότσαλα. Τώρα από την άλλη βρισκόταν το βασίλειο του ερέβους, το πιο σκοτεινό και άγονο μέρος στο σύμπαν.
Ο κέρβερος έτρεξε αμέσως προς το μέρος μας με τα τρία κεφάλια του να γρυλίζουν δυνατά με αποτέλεσμα να πεταχτούν σάλια από τα μυτερά του δόντια προς το μέρος μας. Ένα βλέμμα μου έκανε το σκυλί να υποταχθεί και να κυλήσει πίσω στην κρυψώνα του πισωπατώντας.
Ύστερα αντικρίσαμε τον κάτω κόσμο, εκεί που όλα ήταν υπό την κυριαρχία του Άδη. Ακολούθησα για πολλοστή φορά, με διαφορετικούς στρατιώτες πίσω μου, το στενό μονοπάτι πάνω από τις απελπισμένες ψυχές που τα άυλα σώματά τους χόρευαν τους μακάβριους χορούς τους ασυγχρόνιστα, με ακαθόριστες κραυγές να ξεφεύγουν από τα στεγνά στόματα τους οι οποίες δεν σχημάτιζαν λέξεις. Βλέμματα φθόνου και ζήλιας χτυπούσαν δυνατά το πρόσωπο μου από τις σχεδόν αδειανές κόγχες των ματιών τους. Το λιωμένο από τον χρόνο δέρμα τους είχε κολλήσει πάνω στα οστά τους σαπισμένο και χλωμό.
Αυτές οι φρικαλέες εικόνες των Ταρτάρων πλέον, με αφήναν αδιάφορο. Ή ομάδα των στρατιωτών από πίσω μου συνέχιζε να με ακολουθεί χωρίς να μιλούν. Για αυτό οι παραδώσεις πολεμιστών ήταν πάντα προτιμότερες από τις άλλες των πολιτών. Οι στρατιώτες ήξεραν για πιο πράγμα ακριβώς έδιναν την ζωή τους, και και θεωρούσαν τιμή τον θάνατο στη μάχη. Έτσι, κανείς δεν είχε λόγο να μιλήσει όπως έκαναν οι άλλες ψυχές. Εκείνοι ποτέ δεν απαιτούσαν δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Πλησίασε τον πάγκο που βρισκόταν στο τέλος του μονοπατιού. Ο μαυροντυμένος άνδρας σήκωσε αργά το κεφάλι του και με κοίταξε κάτω από την κουκούλα η οποία δεν επέτρεπε κανένα χαρακτηριστικό να έρθει σε επαφή στο ελάχιστο φως.
"Νέα μάχη", είπα, "Νέες αφίξεις "
Το κενό πρόσωπο του περιπλανήθηκε πάνω από τον ώμο μου και γύρισε πίσω σε εμένα.
"Ναι." Απάντησα αυτό που ήξερα πως ήθελε να μάθει. "Έχω ψυχές για τα Ηλύσια πεδία"
Εκείνος έγνεψε αργά. Δεν μίλησε.
YOU ARE READING
Έφιλη
FanfictionΒρισκόμαστε στον καιρό του Τρωικού πολέμου. Όταν η προθεσμία του Ζεύξιππου τελειώνει και δεν έχει τα χρήματα, αναγκάζεται να δώσει την κόρη του ως δούλα σε ένα χωριό έξω από τα τείχη της Τροίας. Η ζωή της αλλάζει ριζικά, αφήνει πίσω της τα πάντα, τ...