Οι διαφορερικές ζωές #2

104 5 15
                                    

Τζειμς P.O.V

Είναι μια βροχερή μέρα και κάθομαι στο κουζίνα τρώγοντας το παστίτσιο που βρήκα στο φούρνο. Οι γονείς μου δεν γύρισαν ακόμη σπίτι γιατί δουλεύουν πολλές ώρες. Αφού τελειώνω με το φαγητό αποφασίζω να βγώ έξω για μια βόλτα κάτω από την βροχή. Μ'αρέσει πολύ γιατί με βοηθάει να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου. Βάζω την μαύρη τη ζακέτα και την κουκούλα της και τα μαύρα αρβυλάκια μου και βγαίνω έξω. Περπατάω για περίπου μισή ώρα μέχρι που... ωχ δεν το πιστεύω. Εκεί που περπατάω βλέπω μια σκιά που μοιάζει με την φιγούρα της μαμάς μου. Τρέχω για να την προλάβω. Την βλέπω να γυρνάει και να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Εγώ τρέχω και πηδάω στην αγκαλιά της και αρχίζω να δακρίζω. 

Τ-Μου έλειψες..

Μαμα-Και μένα!!

Τ-Θέλω να έρθω μαζί σου. Να'μαι μαζί με σένα και με τον μπαμπά. Σ'αγαπώ!

Μ-Δεν γίνεται αυτό αγόρι μου, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Και εγώ σε αγαπάω. Είμαι μαζί σου. Πάντα θα'μαι. Μπορεί να μην το βλέπεις αλλά θα το νιώθεις..

Πρίν προλάβω να πω οτιδήποτε αυτή φεύγει από την αγκαλιά μου και εξαφανίζεται στο σκοτάδι. Τότε εγώ πετάγομαι όρθιος, μούσκεμα ιδρωμένος. Άλλο ένα όνειρο σκέφτομαι..

Αχχ πόσο μου λείπουν.Μακάρι να ήταν εδώ τώρα. Μετά από κάμποση ώρα που ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου συνηδιτοποιώ ότι έχει ξημερώσει και άρχησε να ψιχαλίζει. Ωχ όχι πάλι. Τώρα πρέπει να βρώ ένα μέρος για να μπορέσω να μείνω εκεί μέχρι να τελειώσει η βροχή. Τότε ένας ήχος διακόπτει ξανά τις σκέψεις μου. Ήταν το στομάχι μου. Έχω να φάω από χθες το βράδυ που βρήκα μια μισοφαγωμένη μπακέτα σε ένα γειτονικό κάδο. Ευτυχώς προνόησα να κρατήσω και λίγο για σήμερα, οπότε βγάζω την μπακέτα από το σάκο μου και δαγκάω μια μπουκιά. Δεν είναι και οτι πιο νόστιμο έχω φάει, αλλά δεν είχα και κάτι καλύτερο. Οπότε, μόλις τελειώνω την μισοφαγωμένη μπακέτα σηκώνομαι και αρχίζω να ψάχνω για ένα κτήριο ώστε να προφυλακτώ από τη βροχή.

Μέτα από ένα δεκάλεπτο περπατίματος, και έχοντας την βροχή να λούζει το πρόσωπό μου, βρίσκω ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Δεν υπάρχει περίπτωση να μένει κάποιος εδώ, σκέφτομαι.. Οπότε αποφασίζω να μπω εκεί. Η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή οπότε δεν χρειάστηκε, ευτυχώς να κάνω κάτι εγώ, μιας και δεν έχω τις κατάλληλες γνώσεις.

Μπαίνω μέσα. Ο χώρος είναι πολύ σκοτεινός και οι τείχοι ετοιμόρροποι. Παρόλα αυτά ήταν η μοναδική λύση. Ήδη η βροχή άρχισε να δυναμώνει οπότε πηγαίνω σε ένα χώρο που μάλλον πριν ήταν υπνοδωμάτιο, αν και δεν έχει μείνει τίποτα πλέον, αφήνω το σάκο μου κάτω και κάθομαι κάτω, στο κρύο μάρμαρο. Τότε όμως.. ακούω ένα ήχο και βήματα. Ωχχ όχι, ποιος να'ναι τώρα;; Τα βήματα πλησιάζουν και διακρίνω μια ψηλή και λεπτοκαμωμένη,γυναικεία μάλλον, φιγούρα να πλησιάζει αργά και δειλά προς το μέρος μου. Φτουυ πρέπει να με είδε. Αμέσως μετά ακούω μια φωνή,  -σίγουρα γυναικεία- γύρω στα 18, να λεει:

Δυστοπικός ΈρωταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora