Η μικρή γύρισε, με κοίταξε αλλά πριν προλάβει να απάντηση κάποιος χτύπησε δυνατά την πόρτα μου και Η μικρή άρχισε να μαζεύει γρήγορα τα πράγματα της. Περίεργος σηκώθηκε και άνοιξα την πόρτα.
Μπροστά μου στεκόταν ένας άντρας, τα μάτια του να βγάζουν σπίθες από τον θυμό, ήταν μεγαλοσωμος, σε σημείο που ακόμα και εγώ ένοιωθα μικρός μπροστά του.
"Πάλι εδώ ήρθε αυτή!;"
Είπε με θυμό στην φωνή του.
"Δεν σας καταλαβ-" πριν προλάβω να τελειώσω η μικρή πέρασε δίπλα από τα πόδια μου και βγήκε έξω
"Πάλι τα ίδια άρχισες! Σου έχω πει χίλιες φορές να έρχεσαι κατευθείαν σπίτι μετά το σχολείο! " είπε πιάνοντας την με δύναμη από τον καρπό τραβώντας την προς το μέρος του. Το παιδί απλά χαμήλωσε το κεφάλι και έτρεξε στο σπίτι της, και από πίσω του λογικά απο ότι κατάλαβα... ο πατέρας της. Έκλεισα την πόρτα και πήγα πίσω στο σαλόνι μου . Ξάπλωσα στον καναπέ και αφίσα το χέρι μου να πέσει στο πάτωμα, Αλλά κάτι ακούμπησα, κοίταξα κάτω και είδα ένα βιβλίο. Λογικά θα το είχε ξεχάσει η μικρή. Το σήκωσα και διάβασα τον τίτλο.| 100 χρονιά μοναξιάς |
100 χρονιά μοναξιάς ; τι το κάνει ένα παιδί ένα τέτοιο βιβλιο;ρώτησα τον εαυτό μου κοιτώντας το βιβλίο προσεκτικά. Καθώς το κοιτούσα πρόσεξα έναν σελιδοδείκτη, το άνοιξα στην σελίδα που ήταν και άρχισα να διαβάζω.
..................................................
Στην αρχή ήταν το προπατορικό αμάρτημα, και μετά ο Θεός έδιωξε το αγαπημένο του δημιούργημα από την Εδέμ. Άρχισαν πόλεμοι, λιμοι, καταποντισμοι, αν λοιπόν ακόμα όλοι μαζί σαν ανθρώπινο γένος πληρώναμε αμαρτίες γονέων, μήπως το ίδιο ισχύει και για τον καθένα ξεχωριστά; κατά βάθος είμαστε όλοι μας παιδιά, ζούμε σε έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνουμε και πάντα θέλουμε περισσότερα παιχνίδια από όσα έχουμε και αν το ρητό λέει "αμαρτιαι γονεων παιδευουσι τεκνα" τότε εγώ αναρωτιέμαι. Μπορούμε πραγματικά να μάθουμε από τα λάθη το προηγουμενον, ή είμαστε καταδικασμένη να τα επαναλάβουμε; ... θυμάμαι βομβάρδισα την γιαγιά μου με ερωτήσεις, αλλά μια ήταν η βασική." Γιαγιά ο Θεός δεν ξέρει τα πάντα; " ναι, μου απαντούσε και μετα ακολουθούσε η μεγάλη μου απορία. "Και αφού ξερει τα πάντα, γιατι έβαλε το δέντρο με το μύλο στην Εδέμ; αφου ήξερα ότι θα δαγκωσουν το μύλο και γιατί αφού το ήξερε τους τιμώρησε τόσο σκληρά;" και τότε η γιαγιά μου, πήρε βαθιά ανάσα και είπε. <Το πρωτότοκο της Γης, πέρασαν μέρες, πέρασαν βδομάδες, πέρασαν μήνες από τότε που ο Σοβαωθ οργηστικε και έδιωξε μέσα από το παράδεισο το ζευγάρι τον πρωτόπλαστων ανθρώπων, νέους κόσμους έκανε, παλιούς κόσμους χαλούσε. Να χορτάσει την χαρά της δημιουργίας ο ωκεανιος νους του και η φλογερή του καρδιά, ήθελε να τους ξεχάσει τους δύο καταραμένους, έκανε κιόλας πως δεν τους συλλογιωτανε πια, πως δεν τον έμελε το που βρίσκονται και πως τα περνούν, όμως ο νους του όλο ένα και πετούσε κατά εκεί,Πατέρας. Ο Σαβαωθ είπε επίσημα, "ευλογημένη να είναι τούτη η μέρα της συγχωρέσεις, η μέρα του γυρισμού,να λογαριαστει σαν μια ακόμη μέρα από τις 7 της δημιουργίας, γιατί σήμερα δημιούργησα την συγχώρεση, σηκώνω την αμαρτία από πάνω σας, θα σας κάνω πάλι αγνούς και ανηξερους,σαν τα πουλιά , θα σας κάνω αγίους σαν τους αγγέλους, αθώους όπως ήσασταν πριν δαγκωσετε το μήλο της αμαρτία σας και δείτε ντροπή στην γύμνια σας" ...
"Όχι αυτό ! Έλεος πατέρα" βογγισαν απελπισμένα οι δύο άνθρωποι.
"Αν αληθινά απόμεινε μέσα στην καρδιά σου μια στάλα έλεος για εμάς,άφησε μας να φύγουμε πίσω παναγαθε, άφησε μας στο αμάρτημα που έγινε ο πλούτος της ζωής μας, άφησε μας στην γνώση του καλού και του κακού, που έγινε η πικρή σοφία μας, άφησε μας στην γύμνια μας,που έλυσε την μοναξιά του κορμιού μας , συμπάθησε μας κύριε που κάναμε έναν νέο παράδεισο την κατάρα σου, βρήκαμε την νέα μας Εδέμ στον έρωτα και στην δημιουργική δουλειά, μέσα στα δολερα λόγια του φιδιού ήταν μια νέα αλήθεια."
Ο Σοβαωθ έγνεψε.
"Και ο θάνατος τρέλα παιδιά; λησμονησατε τον θάνατο που σέρνεται σαν το φίδι πίσω από τα βήματα σας από την μέρα που χάσατε τον παράδεισο"...
"Με τον έρωτα τον νικήσαμε και τον θάνατο κύριε." Η Εύα σήκωσε στα δύο της χέρια το δέρμα που έσφιγγε ως εκείνη την ώρα στο στήθος της, μέσα στην αρκουδοπροβια σαλεψε το τριανταφυλλισιο ματάκι ενός μωρού, μέσα από το χαμόγελο του χαμογελούσαν όλοι οι αγγέλοι του χαμένου παραδείσου.
"Ευλόγησε το πατέρα"
Ήτανε το πρώτο παιδί της Γης>... Τότε δεν καταλάβαινα, ήμουν μικρή, αλλά τώρα καταλαβαίνω ... Υπάρχουν κάποια λάθη που πρέπει να γίνονται , αν δεν χάναμε τον παράδεισο θα χάναμε την ελπίδα να τον ξανά κερδίσουμε...................................................
Η σελίδα τελείωσε και γύρισα να διαβάσω την συνέχεια και τότε ένα χαρτί έπεσε ανάμεσα από τις σελίδες. Το διάβασα.
《Εσύ; θα το δαγκάνες το μύλο;》