ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
5 μήνες μετά
Ερίσα
Σκοτάδι.
Φως.
Φόβος.
Κάψιμο.
Πόνος. Ατελείωτος.
Σκοτάδι. Αυτή είναι η μέρα μου. Αν είναι μέρα. Δεν ξέρω πότε έρχεται η νύχτα ή πότε ξημερώνει. Το μόνο που μπορώ να δω πέντε μήνες τώρα, από τότε που ξύπνησα σε αυτό το υγρό, βρώμικο κελί, είναι οι τοίχοι του. Έχω μετρήσει, ψηλαφώντας τες, όλες τις πέτρες που τους απαρτίζουν. Το κάνω συνέχεια. Για να μην χάσω το μυαλό μου.
Κοιμάμαι. Πολύ. Δεν ξέρω πόσες ώρες. Δεν ξέρω ούτε τι ώρα είναι, ούτε τι μέρα. Έχω χάσει το μέτρημα. Το μόνο που βλέπω κάθε φορά που ξυπνάω είναι το βαθύ σκοτάδι. Στις γωνίες των ματιών μου αχνοφαίνονται τα όρια του κελιού μου. Δεν διακρίνω τίποτα άλλο. Που και που, ένα μικρό παραθυράκι ανοίγει και μου σπρώχνουν έναν δίσκο. Δεν βλέπω για να φάω. Δεν τρώω. Δεν βλέπω τίποτα.
Φως. Η πόρτα θα ανοίξει πάντοτε μέσα στην μέρα, ή στην νύχτα. Δεν ξέρω πότε από τα δύο. Ένα λευκό εκτυφλωτικό φως, θα με στραβώσει. Για την ακρίβεια δεν είναι τόσο φωτεινό. Απλώς τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι και ακόμα και η μικρή λάμπα του διαδρόμου, μου φαίνεται σαν ολόλαμπρος ήλιος.
Δύο άντρες, που φοράνε μαύρες στολές, πάντα οι ίδιοι άντρες, μπαίνουν μέσα στο κελί. Με αρπάζουν από τα μπράτσα και με σέρνουν στο διάδρομο. Δεν τους νοιάζει αν τρώω, αν κοιμάμαι εκείνη την ώρα, ή αν μετράω τις πέτρες στους τοίχους. Εκείνοι με αρπάζουν. Πάντα το κάνουν. Ακόμα και αν τους παρακαλώ. Ακόμα και αν κλαίω, αν βρίζω, αν τους καταριέμαι. Ακόμα και αν τους χτυπάω και παλεύω. Με αρπάζουν. Πάντα το κάνουν.
Με σέρνουν στο διάδρομο. Σταματάω να παλεύω, να βρίζω, να αντιδράω. Τα μάτια μου συνηθίζουν σιγά σιγά στο φως, μα όχι εντελώς. Βλέπω, αλλά θολά. Μπορώ να μετρήσω τις λάμπες στο ταβάνι του διαδρόμου. Μία δύο, δέκα, είκοσι τρεις. Και μετά δεν μετράω. Γιατί έρχεται ο φόβος.
Φόβος. Δυνατός. Αγωνιώδης. Στην αρχή μου ξέσκιζε τα σωθικά. Όχι όμως πλέον. Τον συνήθισα; ίσως. Παραιτήθηκα; Ίσως να φταίει και αυτό. Πάντα όμως κυριαρχεί μέσα μου. Πάντα.
Μια δίφυλλη, σιδερένια πόρτα ανοίγει. Από πάνω, η ταμπέλα γράφει με κεφαλαία γράμματα ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3. Το ίδιο δωμάτιο. Πάντα.
Με σέρνουν μέσα. Με ξαπλώνουν σε ένα χειρουργικό τραπέζι. Δύο νοσοκόμες δένουν τα χέρια και τα πόδια μου, ενώ μία άλλη δένει τις ζώνες που βρίσκονται στο στήθος και στους μηρούς μου. Βρίσκομαι ξαπλωμένη πάνω στο τραπέζι, με τα χέρια ανοιχτά, σαν να με σταυρώνουν και δεμένη. Παντού. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Ο φόβος δυναμώνει. Κλείνω τα μάτια για να τον διώξω. Για να τον απωθήσω στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ενώ σκέφτομαι μέρες ανέμελες. Μέρες πίσω στο σπίτι, με τους γονείς μου, τα αδέρφια μου και εκείνον. Το αγόρι με τα καταπράσινα μάτια.
Και τότε έρχεται το κάψιμο. Στην αρχή ξεκινάει ύπουλα. Πάντα. Σαν μικρή υπόσχεση πως θα σε κάνει να ξεχάσεις τα πάντα. Ξεκινώντας από τις άκριες των δαχτύλων σου, απλώνεται σε όλο το σώμα και δυναμώνει. Δυναμώνει. Δυναμώνει. Μέχρι που ουρλιάζεις από πόνο.
Πόνος. Πολύς. Αβάσταχτος. Με κάνει και δακρύζω. Ουρλιάζω. Φωνάζουν να σταματήσουν. Αλλά δεν το κάνουν. Με φιμώνουν. Πάντα. Και ο πόνος συνεχίζεται. Βλέπω φιάλες με αίμα, με το αίμα μου να γεμίζουν μπουκάλια. Ο λαιμός μου καίει από την δίψα, στεγνώνει, παρακαλεί για μια σταγόνα. Και το αίμα επιστρέφει. Δεν είναι το δικό μου. Ποτέ δεν είναι το δικό μου. Για μια στιγμή όμως μου προσφέρει ανακούφιση, μέχρι οι φλέβες μου να πάρουν ξανά φωτιά και ο πόνος να αρχίσει και πάλι. Και εκεί λιποθυμώ.
Όταν ανοίγω τα μάτια μου ξανά, αντικρίζω το γνώριμο, παρηγορητικό σκοτάδι. Ένας δίσκος με φαγητό είναι ακουμπισμένος στο πλάι μου. Τρώω λίγο, μερικές μπουκιές για να αισθανθώ καλύτερα, έστω και λίγο. Μα το φαγητό έχει γεύση χώματος, λάσπης. Πάντα λάσπης. Το μόνο που θέλω είναι λίγο αίμα. Μόνο λίγο. Έστω μια σταγόνα.
Και η ζωή μου συνεχίζεται.
Πρώτα σκοτάδι.
Μετά φως.
Φόβος.
Κάψιμο.
Και πόνος.
Πάντα πόνος.
Μόνο πόνος...
YOU ARE READING
Πληγωμένες Καρδιές Βιβλίο 2 (Ματωμένο Ρόδο)
VampireΠόσα μπορεί να αντέξει μια πληγωμένη καρδιά; Ως που θα έφτανε κάποιος για τον έρωτα; Πως θα αντιδρούσε στην προδοσία; Η Ερίσα βρίσκεται μακριά από το σπίτι της, παγιδευμένη ανάμεσα σε βρικόλακες που θέλουν μόνο το κακό της. Και την ζωή της. Τα καθημ...