Ερίσα

110 20 3
                                    

Ήμασταν μία ώρα μακριά από το Σπρίνγκφιλντ. Κάθε χιλιόμετρο που διασχίζαμε, ο πανικός μέσα μου μεγάλωνε. Δεν ήμουν αρκετά σίγουρη πως το σχέδιο της Λόρα θα έπιανε τελικά. Αν οι αμφιβολίες μου, έβγαιναν αληθινές, θα ήμουν αναγκασμένη να αντιμετωπίσω ένα σορό άτομα. Πως ακριβώς θα κατάφερνα να εξηγήσω στους γονείς μου τι ακριβώς είχε συμβεί; Επιπλέον, με το που πατούσαμε το πόδι μας στην πόλη και στο Ματωμένο Ρόδο, ήμουν σίγουρη πως η Βασίλισσα Αλεξάνδρα και ο Σεμπάστιαν θα έκαναν την τελική τους κίνηση. Στο Σπρίνγκφιλντ ήμασταν στο έλεος τους.

Ένας γδούπος με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Το αμάξι έστριψε απότομα προς τα αριστερά, με τον Ντάνιελ να χάνει προς στιγμήν τον έλεγχο του. Κατάφερε να το ισιώσει ξανά και να σταματήσει μερικά μέτρα πιο κάτω. Κατέβηκε για να ελέγξει την ζημιά με τον Θωθ να τον ακολουθεί.

«Έσκασε το λάστιχο» μας φώναξε ο Ντάνιελ από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου.

Ο Θωθ έσκυψε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο.

«Θα χρειαστεί να το αλλάξουμε. Μπορείτε να κατεβείτε να ξεμουδιάσετε μέχρι να τελειώσουμε. Μην απομακρυνθείτε»

Κατεβήκαμε με χαρά από το όχημα. Με την Λόρα σαν επιπλέον συνεπιβάτη, τα πράγματα στο πίσω κάθισμα είχαν γίνει λίγο στενόχωρα. Λίγος καθαρός αέρας δεν θα μας έκανε κακό.

Ο ουρανός ήταν καθαρός, γεμάτος αστέρια. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε από τα βόρεια, γεμάτο δροσιά. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεμάκρυνα από τους άλλους. Δεν πέρασαν παρά μερικά λεπτά, όταν άκουσα κάποιον να με ακολουθεί. Γύρισα απότομα και βρέθηκα να αντικρύζω τον Αλεξάντερ.

«Πρέπει να μιλήσουμε» μου είπε χωρίς περιστροφές.

«Δεν έχουμε να πούμε κάτι. Σε ευχαριστώ για το γεύμα αλλά όλα τα υπόλοιπα ήταν ένα λάθος. Καλύτερα να το ξεχάσουμε»

«Λάθος; Λάθος; Σε αγαπάω Ερίσα. Και το ίδιο νιώθεις κι εσύ για μένα. Το ένιωσα. Γιατί δεν μπορούμε να συνεχίσουμε από εκεί που το αφήσαμε;»

«Γιατί με σκότωσες!» του φώναξα. «Με σκότωσες. Μου πήρες την ζωή και με εγκατέλειψες. Ξέρεις τι πέρασα τόσους μήνες σε εκείνο το μέρος; Ξέρεις τι βασανιστήρια έπρεπε να υπομένω κάθε βράδυ, κάθε μέρα, χωρίς σταματημό εξαιτίας σου; Παρακαλούσα να πεθάνω από τον πόνο. Τους παρακαλούσα να βάλουν τέλος στη ζωή μου. Πως μπορείς λοιπόν να λες κάτι τέτοιο;»

Ένα τρέμουλο άρχισε να απλώνεται σε όλο μου το σώμα. Αγκάλιασα τον εαυτό μου, με τα μπράτσα μου και κάθισα στο χορτάρι. Ο Αλεξάντερ γονάτισε απέναντι μου.

«Αυτό που έκανα ήταν...ασυγχώρητο. Όλους αυτούς τους αιώνες που ζω, όλα αυτά τα ατελείωτα χρόνια, έχω έρθει αντιμέτωπος με πολλά πράγματα. Έχω νιώσει πόνο. Έχω δει την οικογένεια μου να διαλύεται μπροστά στα μάτια μου. Είδα την αδερφή μου να καίγεται μαζί με το μωρό της. Τους είδα να δολοφονούνται κι εγώ στεκόμουν εκεί κυριολεκτικά άπραγος. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τους εμποδίσω. Όλα αυτά τα χρόνια κατηγορούσα τον εαυτό μου για τον θάνατο τους. Αν ήμουν πιο δυνατός ίσως και να κατάφερνα να τους σώσω. Όμως δεν το έκανα. Κάθε μέρα που ξάπλωνα κι έκλεινα τα μάτια μου, άκουγα τα ουρλιαχτά τους. Έβλεπα τις φλόγες να γλείφουν το αίμα τους. Ζούσα ξανά και ξανά αυτή την καταραμένη στιγμή. Μετά ήρθες εσύ. Δεν άντεχα να χάσω κι άλλο αγαπημένο άτομο. Προτιμούσα να πεθάνω, παρά να σε δω στα χέρια τους. Ήξερα τι θα σου έκαναν Ερίσα. Ήξερα τι είχαν κάνει σε όλους εκείνους τους βρικόλακες με το χάρισμα σου. Τα ήξερα όλα. Πίστευα πως με το να σε κάνω αθάνατη, θα σε έσωζα. Εσύ η ίδια μου είπες εκείνο το βράδυ ότι θα άλλαζες αυτό που είσαι. Πίστεψα πως έκανα το σωστό. Τώρα βλέπω πόσο λάθος έκανα. Το μόνο που κατάφερα, ήταν να προκαλέσω περισσότερο πόνο. Καμία συγνώμη, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν θα καταφέρει ποτέ να με εξιλεώσει για τις πράξεις μου. Όμως ειλικρινά, από τα βάθη της ψυχής μου, σου ζητάω να με συγχωρέσεις»

Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του. Ήταν μετανιωμένος για όλα όσα μου είχε προκαλέσει, λυπόταν. Το ήξερα, από την αρχή της γνωριμίας μας ότι μισούσε την φύση του, μισούσε τους βρικόλακες για το κακό που συνέχιζαν να κάνουν. Που να το φανταζόμουν ότι αυτό το κακό είχε ριζώσει τόσο βαθιά μέσα του και τον έτρωγε νύχτα με την νύχτα.

Σήκωσα το χέρι μου και σκούπισα τα δάκρυα του.

«Θα άλλαζα. Για να είμαι μαζί σου. Η εγκατάλειψη σου με πλήγωσε περισσότερο από το μαχαίρι που μου έμπηξες στην καρδιά. Με άφησες εκεί, αβοήθητη, μόνη. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να στο συγχωρήσω. Όχι ακόμα τουλάχιστον»

Σηκώθηκα από το έδαφος και του άπλωσα το χέρι. Εκείνος με μιμήθηκε. Κοίταξε το τεντωμένο χέρι μου και μετά το πρόσωπο μου. Έπειτα με μια αβέβαιη κίνηση, άπλωσε το δικό του και μου έσφιξε το χέρι.

Επιστρέψαμε πίσω στους συντρόφους μας. Με κάθε μας βήμα ένιωθα όλο και πιο ανάλαφρη λες κι ένα τεράστιο, ασήκωτο βάρος είχε φύγει από τους ώμους μου. Ένα μέρος μου ήθελε να τον πάρει αγκαλιά, να τα σβήσουμε όλα και να κάνουμε μία νέα αρχή, το άλλο όμως, ήταν ακόμα επιφυλακτικό, πληγωμένο. Τον είχα συγχωρέσει; Εν μέρη, ναι. Ωστόσο, αν ήθελε να ήμαστε ξανά μαζί, θα έπρεπε να μου αποδείξει πως όλα όσα μου είπε πριν από λίγο, τα εννοούσε.

Τελικά η Μάγκι είχε δίκιο. Η εκδίκηση μόνο περισσότερο πόνο μπορεί να φέρει.

Πληγωμένες Καρδιές Βιβλίο 2 (Ματωμένο Ρόδο)Where stories live. Discover now