Ερίσα

192 34 7
                                    

«Ερίσα;» το ακούω να ψελλίζει με γουρλωμένα μάτια.

Αναμνήσεις, ευχάριστες μα και δυσάρεστες, έρχονται αστραπιαία στο μυαλό μου. Αναμνήσεις που τόσο καιρό προσπαθώ να ξεχάσω, όμως φανερώνονται και πάλι, μόλις ξεστομίζει το όνομα μου. Πισωπατάω συγκλονισμένη από το μέγεθος των συναισθημάτων που αρχίζουν και με κατακλύζουν ξαφνικά.

«Με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» τον ρωτάω ξέπνοα.

«Ναι. Όχι» έρχεται ένα βήμα κοντά μου, ενώ εγώ κάνω ένα μακριά του.

«Ναι ή όχι;» τον ρωτάω. Ξανά.

Απομακρύνεται από κοντά μου, ηττημένος από την τόσο απόμακρη στάση μου. Κάθεται στον καναπέ με μια έκφραση παραίτησης μα και κούρασης συνάμα.

«Δεν σε θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα. Τίποτα απολύτως. Όμως, αυτό το συναίσθημα από μέσα μου δεν λέει να φύγει. Από την ημέρα που ξύπνησα σε εκείνο το σοκάκι, χωρίς να γνωρίζω ούτε το όνομα μου, το κουβαλάω συνεχώς μαζί μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Νομίζω πως έχω κάνει κάτι πολύ κακό»

«Κακό; Κακό;» του φωνάζω. «Ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Σε εμπιστευόμουν. Κι εσύ πως μου το ανταπέδωσες; Μου κάρφωσες ένα μαχαίρι στην καρδιά χωρίς δισταγμό. Μου πήρες την ζωή. Με σκότωσες. Με έκανες ένα φρικτό πλάσμα, ένα πλάσμα που μισούσα. Κακό το λες εσύ αυτό;»

«Δεν- δεν το ήθελα»

«ΔΕΝ ΤΟ ΗΘΕΛΕΣ;»

Διασχίζω με δύο δρασκελιές, την απόσταση που μας χωρίζει, καθώς τραβάω το μικρό στιλέτο, από το πίσω μέρος της φούστας μου. Αρπάζω με το ένα χέρι τον λαιμό του, ενώ το άλλο, εκείνο που κρατάει ακόμα το στιλέτο, σημαδεύει την καρδιά του.

«Δεν. Το. Ήθελες;» τον ρωτάω, τονίζοντας μία μία την λέξη.

Δύο δάκρυα κυλάνε από τα μάτια του, τρέχουν στα μάγουλα του, έως ότου στάξουν στο χέρι μου που σφίγγει για άλλη μια φορά τον λαιμό του.

«Μου πήρες όλα όσα αγάπησα. Μου πήρες την ζωή και δεν το ήθελες; Αυτή είναι η δικαιολογία σου;»

Κλείνει τα μάτια του σφιχτά, προσπαθώντας να εμποδίσει περισσότερα δάκρυα να κυλήσουν. Μάταια όμως.

«Κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ, βλέπω στον ύπνο μου μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά. Πάντα την ίδια κοπέλα. Αισθάνομαι την αγάπη που έχω για αυτήν, να ξεχειλίζει από μέσα μου. Όμως κάθε φορά η κοπέλα φεύγει. Απομακρύνεται από εμένα, ενώ τα χέρια μου βάφονται από το αίμα της. Από το αίμα που ξέρω πολύ καλά πως εγώ έχω χύσει. Και ξυπνάω συγκλονισμένος από τον εφιάλτη. Η καρδιά μου πονάει τόσο πολύ, που την βλέπω να ματώνει. Τύψεις με κυριεύουν, μου κόβουν μου την ανάσα. Δεν θυμάμαι το πρόσωπο της, αλλά το βλέμμα της με στοιχειώνει. Και τώρα καταλαβαίνω πως αυτή η κοπέλα... βλέποντας σε χωρίς αυτήν την περούκα... Το ξέρω, το νιώθω παντού μέσα μου πως αυτή η κοπέλα είσαι εσύ. Πάντα ήσουν εσύ»

Αν η καρδιά μου ήταν ακόμα ζωντανή και μπορούσε να ραγίσει περισσότερο, δεν θα είχε μείνει κόκκος σκόνης για να την θυμίζει. Αλλά είναι μουδιασμένη και κυρίως, νεκρή. Μπορεί τα λόγια του να με συγκινούν, μα η παρόρμηση που νιώθω, αυτή η αναθεματισμένη φωνή μέσα στο κεφάλι μου, που μου φωνάζει σκότωσε τον, σκότωσε τον όπως σε σκότωσε, δεν λέει να με αφήσει ήσυχη.

Σφίγγω το μαχαίρι περισσότερο στο χέρι μου. Το πιέζω στην σάρκα του. Βλέπω την έκπληξη στα μάτια του, που τώρα είναι ανοιχτά. Ένα μικρό ρυάκι αίμα, αρχίζει να τρέχει από την πληγή. Σταματάω. Σηκώνομαι από πάνω του κι απομακρύνομαι με τρεμάμενα χέρια.

Όσο και να το θέλω, δεν μπορώ να το κάνω. Μπορεί ο Αλεξάντερ να με έκανε βρικόλακα, ωστόσο το να τον σκοτώσω θα με κάνει αυτό που σιχαίνομαι πιο πολύ στον κόσμο. Ένα τέρας. Ένα ελεεινό, τρισάθλιο τέρας.

Τον ακούω που σηκώνεται με ένα βογκητό από τον καναπέ. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προετοιμάζομαι γι' αυτό που θα ακολουθήσει. Γυρίζω να τον αντικρύσω, τρέμοντας ολόκληρη πλέον, από θυμό, οργή, τύψεις; Δεν ξέρω τι από όλα.

Ανοίγει το στόμα του να πει κάτι, αλλά το μετανιώνει. Χαμηλώνει την ματιά του στο πάτωμα. Όταν με κοιτάει ξανά, το βλέμμα του είναι αποφασισμένο. Αποφασισμένο να μάθει, να διορθώσει το κακό που έκανε.

Για ένα δευτερόλεπτο κάτι μέσα μου τον πιστεύει.

Είναι όμως ένα μικρό απειροελάχιστο δευτερόλεπτο, γιατί αμέσως μετά, το παράθυρο του σαλονιού, σπάει με έναν εκκωφαντικό κρότο και δύο μικρές χειροβομβίδες πέφτουν στο πάτωμα, ανάμεσα μας.

Πληγωμένες Καρδιές Βιβλίο 2 (Ματωμένο Ρόδο)Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt