Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Όλοι οι ήχοι, από την πολυκοσμία που επικρατούσε κάθε μέρα στο Ινστιτούτο, είχαν πάψει εδώ και αρκετή ώρα. Μόνος, στο δωμάτιο μου, κοιτούσα την φωτιά, που τριζοβόλαγε στο τζάκι. Και σκεφτόμουν.
Τα πλάνα μου είχαν ναυαγήσει. Το αντικείμενο που χρειαζόμουν τόσο πολύ, ώστε να φτάσω επιτέλους ένα βήμα πιο κοντά στο σχέδιο μου, είχε αλλάξει. Η Ερίσα, είχε γίνει ένα ολόκληρος βρικόλακας πλέον, και το δώρο που της είχε δοθεί, χάθηκε μέσα σε μια στιγμή. Κοίταξα το ποτήρι με το ουίσκι που κρατούσα κι αναστέναξα.
Η πόρτα του δωματίου μου χτύπησε απαλά. Έριξα μια ματιά στην ώρα. Το πακέτο που περίμενα, είχε αργήσει.
«Περάστε» φώναξα απαλά.
Ο φρουρός που στεκόταν απέξω, άνοιξε την πόρτα και έμπασε μέσα ένα κορίτσι. Έτρεμε και κοιτούσε τρομαγμένη γύρω της, με τα μάτια της να γυρίζουν σαν τρελά σε όλο το δωμάτιο.
«Έλα να την πάρεις σε δύο ώρες» είπα στον φρουρό.
Εκείνος μου ένευσε και έφυγε, αφήνοντας μας μόνους.
Σηκώθηκα από την πολυθρόνα που καθόμουν και πλησίασα την κοπέλα. Την προσπέρασα και κλείδωσα την πόρτα πίσω της. Έπειτα, στάθηκα ξανά μπροστά της και βάλθηκα να την παρατηρώ.
Σε ανθρώπινα χρόνια, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 17 ετών. Είχε μέτριο ανάστημα, σκούρα καστανά μάτια και μαλλιά. Μου έριχνε κλεφτές ματιές και έστρεφε το βλέμμα της αλλού, όταν με έπιανε να την κοιτάω.
«Γδύσου» την διέταξα.
Υπάκουσε αμέσως. Μου γύρισε την πλάτη ντροπαλά κι άρχισε να βγάζει τα ρούχα της, με αδέξιες κινήσεις.
Όση ώρα εκείνη γδυνόταν, βρήκαν την ευκαιρία για να ετοιμαστώ κι εγώ. Έβγαλα το σακάκι μου κι φόρεσα την λευκή, ιατρική μου ρόμπα. Βεβαιώθηκα πως τα εργαλεία μου, ήταν στην θέση τους, καθαρισμένα και γυαλισμένα. Σέρβιρα άλλο ένα ποτό στον εαυτό μου και έβαλα, απαλή χαλαρωτική μουσική, να παίζει, στο στερεοφωνικό. Μέχρι να τελειώσω την ιεροτελεστία μου, το κορίτσι είχε γδυθεί και με κοιτούσα ξανά.
«Ξάπλωσε εκεί» την διέταξα και πάλι.
Την είδα να προχωράει διστακτικά, προς το σιδερένιο κρεβάτι που ήταν στην άλλη άκρη του δωματίου. Ήταν σχεδιασμένο, έτσι ώστε τα πόδια και τα χέρια του ασθενή, να κρατιούνται ορθάνοιχτα. Το κορίτσι, σκαρφάλωσε πάνω του κι έπειτα ξάπλωσε.
Έδεσα τους καρπούς και τους αστραγάλους της σφιχτά, ενώ έμεινα μερικά λεπτά, να θαυμάζω το σφριγηλό, νεανικό κορμί της. Η κοπέλα με κοιτούσε με μάτια που γυάλιζαν, αναπνέοντας γρήγορα από προσμονή. Τη χαμογέλασα και στράφηκα, προς το τραπεζάκι με τα εργαλεία μου.
Έπιασα το γυάλινο μπουκάλι, με τα αρωματικά έλαια και έριξα πάνω στο σώμα της. Ανατρίχιασε.
Ξεκίνησα να της κάνω μασάζ σε όλο το σώμα, μένοντας λίγο περισσότερο στα αισθησιακή σημεία της. Την άκουγα να βογκάει και να σπαρταράει από κάτω μου, όσο τα χέρια μου χάιδευαν τα στήθη και την ήβη της. Όταν κόντευε να φτάσει ένα βήμα πριν την κορύφωση, σταμάτησα ότι έκανα και απομακρύνθηκα από κοντά της.
«Ξέρεις, μισώ τα βαμπίρ» της εξομολογήθηκα. «Όμως πρέπει να το παραδεχτώ. Εσείς τα θηλυκά, έχετε σώμα που κολάζει»
Ανακάτεψα τα ξύλα στο τζάκι με την μασιά κι όταν την είδα, να πυρώνει κι εκείνη, πλησίασα και πάλι την κοπέλα.
«Για αυτό λοιπόν, πρέπει να κάνουμε κάτι γι' αυτό δεν νομίζεις;»
Είδα το βλέμμα της, που πριν με κοιτούσε λάγνα, να στρέφεται πάνω μου, τρομοκρατημένο. Προχώρησα με αργά βήματα και έχωσα την καυτή μασιά στον μηρό της. Το ουρλιαχτό που άφησε τρύπησε τα αυτιά μου. Μυρωδιά καμένης σάρκας, άρχισε να πλανάται στο δωμάτιο κι αυτό με εξίταρε πιο πολύ.
Την τρύπησα στην κοιλιά, στο στήθος, στην πλάτη, όπου έβρισκα. Κάθε φορά το ουρλιαχτό της, ήταν ακόμα πιο δυνατό από το προηγούμενο, η σάρκα της, μύριζε όλο και πιο πολύ. Ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη μου, όμως δεν με ένοιαζε. Το έργο μου αυτή την στιγμή, ήταν πιο σημαντικό.
Πέταξα το σίδερο στην άκρη και άρπαξα την πένσα, ένα από τα εργαλεία που υπήρχαν πάνω στο τραπεζάκι. Την έχωσα στο στόμα της, που με παρακαλούσε να σταματήσω. Τράβηξα τα μαλλιά της πίσω τόσο πολύ, που μερικές τούφες ξεριζώθηκαν από το κρανίο της. Έσφιξα την πένσα μου, γύρω από τον κατάλευκο κοφτερό κυνόδοντα της και μετά, με όση δύναμη είχα, τον ξερίζωσα από τα ούλα της. Το ίδιο έκανα και με τον δεύτερο κυνόδοντα της.
Το αίμα που έρρεε άφθονο, γέμιζε το στόμα της και την έκανε να πνίγεται. Η ομορφιά που είχε μέχρι πριν από λίγο, είχε χαθεί, μπροστά στον φόβο και τον τρόμο του θανάτου. Έβγαλα τα ρούχα που φορούσα και ξάπλωσα πάνω της. Και με μια γρήγορη βίαιη κίνηση, μπήκα μέσα της. Δεν ούρλιαξε. Δεν αντιστάθηκε. Ήταν πολύ αδύναμη για να κάνει το οτιδήποτε.
Μέχρι να τελειώσω, είχε αφήσει ήδη την τελευταία της πνοή. Κατέβηκα από πάνω της και κατευθύνθηκα στο μπάνιο.
Κοντοστάθηκα και κοίταξα πίσω μου. Χαμογέλασα με το έργο μου.
Ο φρουρός που θα ερχόταναργότερα, θα μάζευε τα σκουπίδια μου.
CZYTASZ
Πληγωμένες Καρδιές Βιβλίο 2 (Ματωμένο Ρόδο)
WampiryΠόσα μπορεί να αντέξει μια πληγωμένη καρδιά; Ως που θα έφτανε κάποιος για τον έρωτα; Πως θα αντιδρούσε στην προδοσία; Η Ερίσα βρίσκεται μακριά από το σπίτι της, παγιδευμένη ανάμεσα σε βρικόλακες που θέλουν μόνο το κακό της. Και την ζωή της. Τα καθημ...