Το τελευταίο μύνημα

148 21 4
                                    

«Ειναι αυτή μια Ferrari FF;!» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Φρέντ.

«Ναι είναι», απάντησε με καμάρι ο Τζον απο την θέση του οδηγού. «Με κινητήρα V12 και 651 άλογα».

Ο Φρέντ έμεινε κυριολεκτικά με ανοικτό το στόμα. Παντα ήθελε ενα τετοιο αυτοκίνητο. Απο μικρο παιδί.

«Κλεισ' το θα μπει καμιά μύγα» τον κορόιδεψε η αδελφή του. «Ετσι και αλλιώς ξέρεις τι έχει πει η θεία Ολίβια...»

Ο Φρέντ μουρμουρισε κάτι ακατάληπτο. Απο τοτε που είχε τρακαρει το αυτοκίνητο του μπαμπά του, η θεια του είχε απαγορεύσει να οδηγεί μέχρι να ενηλικιωθεί.

«Δεν ξέρεις ποσο ανυσηχησαμε εγώ και η αδελφή σου Φρέντ», είπε κοροϊδευτικά μιμομενος την λεπτή φωνη της θείας του. Η Έλλη τον αργιοκοιταξε.

«Καλα, καλά... έτσι και αλλιώς ηταν παλιό, σακαρακα» είπε ο Φρεντ με λιγες τύψεις.

Μπήκαν όλοι μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Τζον στην θέση του οδηγού, η Έλλη δίπλα του και ο Φρεντ στα πίσω καθίσματα.

«Ποιο είναι λοιπον το σχέδιο;» ρώτησε η Έλλη ενω το αυτοκίνητο έπαιρνε μπρος.

«Παμε στο ξενοδοχείο, μαζεύεται τα πραγματά σας και έπειτα πετάμε για Νέα Υόρκη».

«Νεα Υόρκη. Σπίτι επιτέλους...» είπε ο Φρεντ. Είχαν περάσει μονο δυο μέρες στην Αίγυπτο αλλά εκείνου του φάνηκαν σαν αιώνες. «Μιας που λέμε σπιτι», συνεχίζει κοιτώντας το κινητό του «δεν έχω καμια κλήση απο την θεια Ολίβια, περίεργο».

«Οντως περίεργο», συμφώνησε η Έλλη σμιγοντας τα φρύδια. «Μαλλον θα την πήρε ξανά ο ύπνος βλέποντας καμια εκπομπή στην τηλεόραση» πρόσθεσε γελώντας.

Για την υπόλοιπη διαδρομη κανεις δεν μίλησε. Ο δρόμος που ακολουθούσαν δεν ηταν παρα ένας χωματόδρομος με ελάχιστα αυτοκίνητα. Ο καθένας τους ηταν βυθισμένος στις σκέψεις του.

______________________________________

Το σπίτι φάνταζε τόσο μικρο, τόσο βαρετό χωρίς τα παιδιά, σκέφτηκε η Ολίβια. Χωρίς τον Φρεντ να παιζει μπάλα στον κήπο ή την Έλλη να μιλά ακατάπαυστα στο τηλέφωνο.

Η Ολίβια ανακαθησε στην πολυθρόνα της και τραβώντας τα ματια της απο το παράθυρο και κοίταξε τα χέρια της. Ροζιασμενες αρθρώσεις και ρυτιδιασμενα δάκτυλα.
Εχω γεράσει πια. Κανείς δεν ξεφεύγει απο τον χρόνο. Σκέφτηκε με πίκρα.

Αναρωτήθηκε τι θα γινοταν μετά τον θάνατό της. Ποιος θα αναλάμβανε τα δίδυμα; Ήταν προορισμένα για σπουδαία πράγματα όπως οι γονείς τους. Αυτό το ηξέρε καλά. Θα είχαν είναι μακρύ ταξίδι. Προσευχήθηκε σιωπηλά για την τύχη τους. Για την τύχη της ανθρωπότητας.

Αναρωτήθηκε ποτε θα ήταν η κατάλληλη στιγμη να τους μιλήσει για το μυστικό και το πεπρωμένο τους. Μάλλον όταν επέστρεφαν απο τις διακοπές τους. Σκέφτηκε να τους πάρει τηλέφωνο να βεβαιωθεί πως όλα πάνε καλά. Αλλά αμέσως αλλαξε γνώμη, ίσως τους ενοχλούσε.

Ξαναεστρεψε τα ματια της στο μεγαλο φωτεινό παράθυρο του σαλονιού. Ο ήλιος έπεφτε στο πρόσωπό της και την ανάγκαζε να μισοκλείσει τα ματια της. Ήταν ωραία αίσθηση.

Μια κινηση εξω απο το παράθυρο της απέσπασε την προσοχή. Κοίταξε καλυτερα αλλά δεν είδε κανέναν.
Μάλλον έχει αρχίσει να μου σαλευει, σκέφτηκε.

Δεν είχε προλάβει καλά καλά να ολοκληρώσει την σκέψη της όταν ο συναγερμός αρχισε να χτυπά. Πετάχτηκε απο την πολυθρόνα της και έφτασε τρέχοντας μέχρι την οθόνη του θυροτηλεφωνου ενεργοποιώντας την κάμερα. Αυτό που είδε της έκοψε την ανάσα. Οι σκοτεινοί! Δεν περιμενε πως θα συνέβαινε ποτε αυτό. Νόμιζε πως το είδος τους είχε εκλείψει χρόνια πριν. Παρόλα αυτά, αυτή τη στιγμή βρίσκονταν εξω από το σπίτι και προσπαθούσαν να παραβιάσουν την πόρτα. Η Ολίβια μπόρεσε να μετρήσει πεντε απο αυτους αλλά ήξερε πως υπηρχαν και άλλοι κρυμμένοι.

Δεν υπήρχε τροπος διαφυγής. Ακόμα και αν προσπαθούσε να το βάλει στο πόδια, δεν θα κατάφερνε να φτάσει μακριά.

Έσκισε ενα χαρτί και σημείωσε βιαστικά:
Μάικλ Γουίλσον, Σαν Ντιέγκο, οδός Φύλλων 83. Πείτε του πως σας έστειλα εγώ, θα καταλάβει.
Το χερι της έτρεμε ανεξέλεγκτα. Οταν τελείωσε, διπλωσε το σημείωμα και το έβαλε στην στεπη της με την ελπίδα να μην πέσει σε λάθος χέρια.

Προσπάθησε να καταπνίξει τον φόβο της σκεπτόμενη τα αγαπημένα της ανίψια. Έκλεισε τα ματια και έμεινε ακίνητη. Η πόρτα άνοιξε βίαια. Δεν υπάρχει λόγος να αντισταθεί. Δεν έχει νόημα. Η απώλεια ενός στρατιώτη δεν έχει σημασία οταν ακολουθούσε ολόκληρη μάχη.

Ολά έγιναν πολυ γρήγορα. Τα παντα γύρω της θολωσαν. Τα μέλη της σταμάτησαν να λειτουργουν και η καρδιά της να χτυπά. Ο φόβος υποχώρησε.

Δεν ήταν πια εκεί. Δεν ήταν εκεί για να δει το άψυχο σωμα της να σωριάζεται στο πάτωμα, ουτε τα σιχαμερα πλάσματα να μπαίνουν στο σπίτι της. Δεν ήταν εκεί να ακουσει το θρήνο των αγαπημένων της.

Ο ΜάγοςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant