Η νύχτα αυτή ήταν παράνοια. Είχα μόλις ξαπλώσει. Τα σκεπάσματα με είχαν αγκαλιάσει. Αλλά τιναχτηκα από τον κρότο του παραθύρου. Κι έπειτα βήματα. Ήταν αργά και σταθερά. Και έπειτα από λίγο έσβησαν. Είχα μείνει κοκκαλωμενη στο κρεβάτι μου με τα αυτιά μου τεντωμενα για να καταλαβαίνω τι συμβαίνει τριγύρω. Ένας τσιριχτος ήχος έκανε την εμφάνιση του. Κάτι σερνόταν στο πάτωμα και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω μες στην θολούρα της νύχτας. Κι έπειτα ο τσιριχτος ήχος έγινε τσιριδα κανονική. Εκκωφαντική. Δεν ήταν ενός ατόμου αλλά πολλών. Όλοι ούρλιαζαν μαζί σαν να καίγονται.. να καίγονται στη Κόλαση. Και ήταν φρικτό. Ήταν απαίσιο. Ο ήχος όλο και δυνάμωνε. Ήμουν έτοιμη να αρχίσω να ουρλιάζω μαζί όταν σταμάτησε. Πάγωσα. Κι άλλα βήματα. Κάποιος ,ή μάλλον κάτι, πλησίαζε αλλά ακόμα ήταν σχετικά μακριά. 《Βγες έξω》 έλεγε ξανά και ξανά και γρατζουνουσε τις πόρτες στον διάβα του. 《Βγες έξω μικρό κοριτσάκι. Θέλω να παίξουμε》. Τα μάτια μου είχαν βουρκωσει. Ερχόταν... Είδα τον ίσκιο. Και μετά την μορφή. Μαύρη,σκοτεινή με μόνο κόκκινα μάτια να ξεχωρίζουν. Οι κόρες είχαν συστελλει σαν των φιδιών. Πλησίαζε όλο κ πιο κοντά. Σιριγμοι φιδιών ακολούθησαν το ρυθμικό 《Βγες έξω》 του κολασμενου όντος. Και έπειτα γέμισαν το δωμάτιο. Ένιωθα να με δαγκώνουν,το δηλητήριο να κυλάει μες το αίμα μου και να με σκοτώνει αργά. Αλλά ήθελε να με αποτελειώσει αυτοπροσώπως.
Η νύχτα αυτή ήταν παράνοια. Η νύχτα αυτή ήταν ο θάνατος μου.
YOU ARE READING
Τα ανείπωτα
Short StoryΑυτοτελείς μικρές ιστορίες. Βραδινές εμπνεύσεις. Απωθημένα. Ανείπωτα.