Gone Rogue

21 1 0
                                    

Victoria's Pov.
Με λένε Victoria. Victoria West. Το όνομά μου σημαίνει νικήτρια, αλλά μόνο νίκες δεν έχω στη ζωή μου. Μένω σε μια μικρή πόλη κοντά στο Manhattan, τόσο ασήμαντη που δεν έχει καν νόημα να πω το όνομά της. Ομορφη πόλη παρ'όλα αυτά, βλέπει στο ποτάμι.
Είμαι 19 χρονών, που σημαίνει πρωτοετής στο πανεπιστήμιο. Οι γονείς μου με έχουν στείλει σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της περιοχής, στο KSU. Και, πιστέψτε με, δεν τρώει καθόλου από τον ελεύθερο χρόνο μου.
Θα μου πείτε, είσαι στο καλύτερο πανεπιστήμιο όπως λες, και δεν έχεις νίκες στη ζωή σου?
Μην κρίνεις το βιβλίο από το εξώφυλλο, ακόμα κι αν είναι θετικό.

Τέλος πάντων, τώρα είναι καλοκαίρι, τα πάντα ήρεμα στην πόλη.

Βρίσκομαι στο κέντρο αυτής της πόλης γυρίζοντας σπίτι από τη βιβλιοθήκη.
Ε: "Ναι, Chloe, θα τα βρείτε με τον Stefan σε χρόνο μηδέν. Πάντα έτσι δε γίνεται?"

Ω ναι. Η Chloe είναι η αγαπημένη μου κολλητή. Ο Stefan είναι το αγόρι της με τον οποίο μαλώνουν κάθε τρία δευτερόλεπτα. Και αυτή τη στιγμή, μιλάμε στο τηλέφωνο.

C: "Δεν ξέρω, Vic. Λες?"
Ε: "Πρώτον, σου έχω πει να μη με φωνάζεις Vic. Και δεύτερον... Ξέρεις πολύ καλά ότι αύριο θα είστε πάλι στον καναπέ βλέποντας ρομαντικές ταινίες."
C: "Κι αν αυτή τη φορά είναι οριστικό?"
Ε: "Κάθε φορά τα ίδια λες. Δεν σε ξέρω νομίζεις..."
C: "Αντε από εκεί ρε..."
Και εκείνη την ώρα... Με χτύπησε. 2 άνθρωποι στην άκρη ενός στενού... Να φιλιούνται. Να φασώνονται, πως το λένε.
Και όχι, δεν ήταν αυτό που με σόκαρε. Ηταν αυτός... Ο Μάριος? Μετά από όσα είχαν γίνει δεν τον είχα ξαναδεί... Και γύρισε πίσω στην πόλη? Το κινητό μου έπεσε κατ'ευθείαν από τα χέρια μου.

C: "Vic? Με ακούς?"

Και εκείνη τη στιγμή έγινε το flashback. Ενα flashback που απέφευγα εδώ και ένα χρόνο.

*Flashback: enter*
Εγώ και ο Μάριος. Μόνοι μας. Σε ένα αυτοκίνητο, αρκετά ακριβοπληρωμένο. Λιμουζίνα θα μπορούσε να πει κανείς. Μέχρι και σοφέρ είχε να μας πηγαίνει εκεί που θέλουμε.
Ναι, το "μόνοι μας" εξαιρεί τον σοφέρ. Εμείς στο πίσω κάθισμα. Να κάνουμε... Πλέον αυτά μου φαίνονται εντελώς αηδιαστικά. Νόμιζα ότι είχα βρει τον ένα και μοναδικό, ήμουν όμως τελείως λάθος.
Ολα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι το άλλο πρωί. Μέχρι να ξυπνήσει και να φύγει από το δωμάτιο του σπιτιού που είχαμε πάει να μείνουμε, χωρίς να πει λέξη.
Ε: "Μάριε που πας?"
Μ: "Σήκω, φεύγουμε."
Ε: "Τόσο γρήγορα?"
Μ: "Δε θα σε ρωτήσω, έχω δουλειές να κάνω."
Θυμάμαι σε όλη τη διαδρομή δεν έβγαλε λέξη. Δεν μου μίλησε, απλά κάπνιζε ασταμάτητα. Θυμάμαι να αναρωτιέμαι τι άλλαξε από εχτές και σήμερα φέρεται με αυτόν τον τρόπο. Υποθέτω πως πήρα την απάντησή μου.
Μ: "Σκατά, μείναμε από βενζίνη. Τύχη είχαμε που μείναμε μπροστά από ένα βενζινάδικο."
Ε: "Ξέρεις να μιλάς τελικά, ε?"
Μ: "Ποιος σου μίλησε?"
Βγήκαμε και οι δύο έξω, εγώ περισσότερο για να ξεπιαστώ. Η διαδρομή ήταν τεράστια, οπότε το δικαιούμουν. Και τότε, το απρόβλεπτο συνέβη. Με άφησε εκεί, και έφυγε γκαζωμένος. Με άφησε σε ένα βενζινάδικο στη μέση του πουθενά.
Και έτσι, χωρίς καμία άλλη επιλογή, πλησίασα τον βενζινά.
Β: "Καλά, εδώ σε άφησε?"
Ε: "Απ'ότι φαίνεται."
Β: "Ο κόσμος δεν πάει καλά."
Ε: "Εμένα μου λες?"

Tears Don't FallWhere stories live. Discover now