ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

56 1 0
                                    



ΤΡΙΤΗ 14 ΦΛΕΒΑΡΗ 2017

ΩΡΑ: 9:00
    Η ώρα είναι περίπου 9:00. Νομίζω είναι ώρα να ξεκινήσω να ετοιμάζομαι. Δεν θέλω να στήσω τον Γιάννη στο ραντεβού. Άρχισα να ψάχνω τι θα βάλω. Τίποτα δεν με εντυπωσίαζε. Βρήκα ένα κόκκινο φόρεμα, με ένα σκίσιμο στο πόδι και με την πλάτη ως την μέση ανοιχτή. Μάλλον είναι λίγο προκλητικό. Βρήκα τις κόκκινες 16ποντες γόβες μου, φόρεσα και το κόκκινο κραγιόν και ήμουν σχεδόν έτοιμη. Έκανα ένα απλό μακιγιάζ και έριξα και λίγη κολόνια στον καρπό και στον λαιμό μου.
      Ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου και αμέσως μου έρχεται ο παγωμένος αέρας στο πρόσωπο. Ο ήχος της βροχής με ηρεμεί. Κοιτάζω το κινητό μου, μου έχει στείλει ο Γιάννης την διεύθυνση όπου θα συναντηθούμε. Κατευθύνομαι στο αυτοκίνητο μου γρήγορα πριν γίνω μούσκεμα.

ΩΡΑ: 11:20
  Βρίσκομαι στην οδό Ευελπίδων, έξω από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, σχεδόν έφτασα. Το ραντεβού ήταν κάπου εκεί κοντά σε ένα εστιατόριο. Αφού πάρκαρα το αυτοκίνητο σε ένα ιδιωτικό παρκινγκ, άρχισα να ψάχνω αυτό το μέρος που ήταν το ραντεβού. Η ώρα είχε φτάσει 12 παρά δέκα, και ήμουν ακριβώς μπροστά από το εστιατόριο. Έμοιαζε πιο πολύ σαν ένα παλιομοδίτικο αχούρι που συχνάζουν νέοι, δεν πτοήθηκα όμως και χωρίς δεύτερη σκέψη άνοιξα την πόρτα και μπήκα. Μέσα υπήρχαν ήδη δυο παρέες. Όταν άνοιξα την πόρτα γύρισαν και με κοίταξαν σαν να έβλεπαν φάντασμα, έσκυψα το κεφάλι και προχώρησα στο πρώτο τραπέζι που βρήκα μπροστά μου. Με πλησίασε ο σερβιτόρος και με ρώτησα τι θα ήθελα, δίστασα λίγο σκεπτόμενη ότι είχα έρθει πριν τον Γιάννη, τον οποίο δεν έβλεπα πουθενά. Αφού έδιωξα τον σερβιτόρο λέγοντας ότι περιμένω παρέα ,κοίταξα το τηλέφωνο μου και η ώρα ήταν δώδεκα παραπέντε. Αναρωτιόμουν γιατί έχει αργήσει τόσο. Έκανα σκέψεις με το μυαλό μου. Λίγο αργότερα και ενώ έχει φτάσει η ώρα δώδεκα με πλησιάζει ξανά ο σερβιτόρος κρατώντας ένα χαρτάκι στο δεξί του χέρι. Αγχώθηκα καθώς τον έβλεπα να έχει καρφώσει το βλέμμα του πάνω μου. Μου αφήνει το χαρτάκι στην άκρη του τραπεζιού και φεύγει. Το κρατάω στο χέρι μου και το κεφάλι μου γεμίζει με ερωτήματα. Κοιτάω αριστερά και δεξιά για να δω από ποιον είναι , αλλά τίποτα. << ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ...>> , το μυαλό μου πάει να σπάσει. Τι σημαίνει τώρα αυτό; Από ποιόν είναι και αν είναι από τον Γιάννη γιατί δεν ήρθε εδώ που είχαμε το ραντεβού;
      Βγήκα από το εστιατόριο και με γρήγορα βήματα προσπάθησα να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο πάρκο. Να δω επιτέλους τι ήταν όλο αυτό. Βρήκα την είσοδο, το μέρος ήταν τρομακτικό, το φως που υπήρχε από τους στύλους ήταν ελάχιστο έως ανύπαρκτο. Πήρα την απόφαση να προχωρήσω. Περπατούσα αρκετή ώρα, τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή, έμοιαζε σαν μια έρημη περιοχή. Μέχρι την στιγμή που άκουσα μια γυναικεία κραυγή. Για λίγα δευτερόλεπτα τρόμαξα, δεν ήξερα τι να κάνω, να τρέξω να φύγω ή να δω τι συμβαίνει. Στο μυαλό μου ήταν όλα θολά. Πήρα μια γρήγορη απόφαση, δεν σκέφτηκα αν ήταν σωστή, έκανα αυτό που μου έλεγε το μυαλό μου. Έτρεξα γρήγορα προς το μέρος όπου ακούστηκε η κραυγή. Το σκοτάδι ήταν απλωμένο παντού, δεν έβλεπα απολύτως τίποτα. Έβγαλα το κινητό από την τσέπη του μπουφάν μου και άνοιξα τον φακό. Αίματα! Υπήρχαν παντού αίματα! Δεν μπορούσα να κουνηθώ, δεν ένιωθα τα χέρια μου και τα πόδια μου. Είχε μουδιάσει όλο το σώμα μου. Όταν κατάφερα να ξεπεράσω το πρώτο σοκ. Κοίταξα να δω αν υπήρχε κάποιος κοντά. Ψυχή πουθενά! Προχώρησα δυο-τρία βήματα και τα πόδια μου κοκκάλωσαν. Νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω. Μπροστά μου υπήρχε μια γυναίκα νεκρή.

Η ΕμμονήWhere stories live. Discover now