🌹👑κεφαλαιο 1 🌹👑

139 18 1
                                    

Το απαλό αεράκι φύσαγε ανάμεσα στα μικρά παιδιά αφήνοντας τις τελευταίες αναμνήσεις του καλοκαιριού. Αγόρια κορίτσια κρατιούνται σφιχτά από το χέρι των γονιών τους και περπατάνε με ανυπομονησία προς στο σχολείο θέλοντας όλο και πιο πολύ να φτάσουν ώστε να συναντηθούν με τους συμμαθητές τους για να ανταλλάξουν τα νέα του καλοκαιριού και να τρέξουν στο προαύλιο του σχολείου. Το κουδούνι του σχολείου χτύπησε επισημαίνοντας το τέλος του καλοκαιριού. Καθηγητές και μαθητές μαζεύτηκαν σε μια άκρη του προαυλίου για να ξεκινήσει η καινούργια σχολική χρονιά . Οι γονείς περίμεναν έξω από το σχολείο για να πάρουν τα παιδιά τους .
Έξω από το σχολείο ακούστηκε ένα απότομο φρενάρισμα <ορίστε στο είπα ότι θα αργήσουμε > είπε καλοσυνάτα αλλά και αυστηρά ταυτόχρονα η γυναίκα στον άνδρα της που άργησε να ξυπνήσει για να φέρουν τον μικρό στο σχολείο . Η μητέρα του βγήκε από το αμάξι και βοήθησε τον γιο της να βγει , όταν ο μικρός βγήκε από το αμάξι το πρώτο πράγμα που είδε ήταν τους γονείς των άλλων παιδιών να τους κοιτάνε επίμονα , κοίταξε την μητέρα του φαινόταν να μην είχε καταλάβει τα περίεργα βλέμματα , προχώρησαν προς το εσωτερικό της αυλής , η διευθύντρια του σχολείου, μια κοντουλα με ποντικισιο πρόσωπο φώναζε τα ονόματα των παιδιών και έπειτα τον καθηγητή που θα είχαν για αυτή την χρονιά , περίμενε με την μητέρα του υπομονετικά μέχρι που επιτέλους φώναξαν και το δικό του όνομα , ακολούθησε τα παιδιά που πήγαιναν στην τάξη . Μπήκε τελευταίος μέσα , τα θρανία σχημάτιζαν ενα π ενώ μπροστά από το σχήμα αυτό βρισκόταν η έδρα της δασκάλας που θα είχαν ,από πίσω βρισκόταν ο πίνακας ,δίπλα υπήρχε μια μεγάλη γκρι ντουλάπα , υπήρχαν παράθυρα δεξιά κι αριστερά , ενώ ο τοίχος ήταν βαμενος από την μέση και κάτω μωβ ενώ από την μέση και πάνω κιτρινος . Κοίταξε μετά τα θρανία όλοι καθοντουσαν με κάποιον , αναστέναξε και έκατσε μονος του σε ένα θρανίο .
Η δασκάλα κοίταξε αν τα παιδιά είχαν κάτσει όλα . < Καλημέρα παιδιά είμαι η κύρια Αντιγόνη και θα είμαι η δασκάλα σας ,θα μου πείτε τα δικά σας ονόματα ;> . Δεν άκουγε τι ελεγαν τα άλλα παιδιά , αυτός παρατηρούσε την δασκάλα , ήταν ψηλή λεπτή με κάστανα μαλλιά μέχρι τον ώμο και χαμογελαστή , πολύ ωραίο χαμόγελο σκέφτηκε . Από τις σκέψεις του τον έβγαλε το παιδί που καθόταν μια θέση δίπλα του , πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε η δασκάλα του τον πλησίασε <εσένα πως σε λένε;> ,αυτός δείλιασε στην αρχή αλλά κοίταξε την δασκάλα του και πήρε θάρρος <min yoongi > <πολύ ωραίο όνομα > είπε και προχώρησε στο επόμενο παιδί <ωραία τώρα που έμαθα τα ονόματά σας θέλω να μου πείτε λίγα πράγματα για εσάς , όπως αν έχετε αδέλφια , τι κάνατε το καλοκαίρι .. ποιος θα ξεκινήσει ; Ναι Ελένη πες μου > . Πριν προλάβει η Ελένη να απαντήσει κάποιος χτύπησε την πόρτα , όλοι κοίταξαν ποιος μπήκε μέσα ήταν η διευθύντρια <σας έφερα τα βιβλία σας > είπε <αα τι ωραία .... Ευχαριστούμε πολύ > απάντησε η κυρία Αντιγόνη. Αφού πήραν τα βιβλία τους βγήκαν έξω . Όλα τα παιδιά βγήκαν από τις τάξεις τους έτρεξαν με ενθουσιασμό προς τους γονείς τους , ο μικρός βγήκε περπατόντας έξω , βρήκε την μητέρα του να κάθεται μόνη της σε ένα παγκάκι στην αυλή , την πλησίασε με το που τον είδε χαμογέλασε <πως ήταν;> <Καλά > είπε , <θα μας τα πεις όλα σε λίγο για να ακούσει και ο μπαμπάς ναι; > <Ναι > η μητέρα του πήρε τα βιβλία και τα μετέφερε στο αμάξι . Μπήκαν στο αμάξι <λοιπόν ; Πως σου φάνηκε η πρώτη μέρα στο σχολείο ;>ρώτησε ο πατέρας του αφού ξεκίνησε το αμάξι < ωραία ήταν , η δασκάλα μου είναι πολύ καλή όλο χαμογελάει είναι και όμορφη > <ωραία χαίρομαι > <ναι μας έδωσαν και βιβλία είδες πόσα πολλά είναι ; > Είπε με ενθουσιασμό και έδειξε τα βιβλία δίπλα του . Οι γονείς του χαμογέλασαν <ναι είναι πάρα πολλά , θα τα διαβάσεις όλα αυτά ; > Ρώτησε ο πατέρας του <ναι όλα > είπε ο μικρός και κοίταξε έξω από το παράθυρο του αμαξιού .
Θα γίνω και εγώ ένας καλός δάσκαλος σαν αυτήν
*************
<Γρήγορα μπαμπά θα αργήσω πάλι > φώναζε ο μικρός την επόμενη μέρα το πρωί στον πατέρα του < δεν θα αργήσεις μην φοβάσαι > < γρήγορα > φώναζε ο μικρός και μισό χοροπήδαγε από την ανυπομονησία του , όταν επιτέλους φτάσανε έτρεξε με όλη του την δύναμη προς την τάξη , χτύπησε την πόρτα και μπήκε
<Ααα min yoongi έλα μόλις μπήκαμε για μάθημα > αυτός δεν είπε τίποτα ,απλά πήγε σιωπηλός στην θέση του. Το μάθημα ξεκίνησε και του μικρού του άρεσε πολύ μετά από αρκετή ώρα ήρθε η ώρα του διαλείμματος . Ο μικρός δίχως να γνωρίζει κανεναν για να περάσει το διάλειμμα έκατσε σε ένα σκαλί μπροστά απο την τάξη του και κοίταγε τα άλλα παιδιά που έπαιζαν κυνηγητό. <Γιατί είσαι μόνος σου ;> ρώτησε μια γυναικεία φωνή δίπλα του , γύρισε να κοιτάξει ποιος ήταν , ήταν η δασκάλα <δεν έχω φίλους> <ακόμα > είπε η δασκάλα του καθώς έκατσε δίπλα του <εσείς γιατί είστε μόνη σας ; Δεν έχετε φίλους ; > <Όχι ακόμα > είπε , ο μικρός συνέχισε να κοιτάει τα παιδιά που έπαιζαν <ξέρεις θα ήταν πολύ καλό να πας να ρωτήσεις τα παιδιά από την τάξη σου αν θέλουν να παίξεις μαζί τους , είμαι σίγουρη ότι θα πουν ναι > < ναι ;> Αυτή εγνεψε, ο μικρός σηκώθηκε και έτρεξε προς τα παιδιά < Βαγγέλη μπορώ να παίξω μαζί σας ;> Ρώτησε τον συμμαθητή του <ναι θες ;> <Ναι πολύ > <όχι > είπε ο Θανάσης <δεν θα παίξει μαζί μας > <γιατί ; > Ρώτησε ο Βαγγέλης <δεν είναι σαν εμάς, η μαμά μου λέει ότι οι Κινέζοι τρώνε κατσαρίδες και γάτες και σκύλους > <κορεατης > τον κοίταξαν <δεν είμαι Κινέζος είμαι Κορεάτης και τρώω κανονικό φαγητό , τρώω και πίτσα και σουβλάκι και παγωτά και σοκολάτες > <και πάλι τα μάτια σου δεν είναι όπως τα δικά μας > είπε ο Θανάσης και έφυγε με τον Βαγγέλη . Ήθελε να κλάψει ένιωθε πως τον χτύπησαν στο στομάχι , πήγε στις αγορίστικες τουαλέτες και έκλαψε , το κουδούνι χτύπησε για να μπουν στην τάξη . Το μάθημα έγινε παλι κανονικά , και ήρθε πάλι η ώρα για το διάλειμμα καθως ο μικρός εβγενε κάποιος τον εσπρωξε και έπεσε κάτω με το πρόσωπο, όλοι γύρω του γελαγαν , δεν σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει ποιος ήταν αυτός που τον έσπρωξε <τι έγινε εδώ ; Ποιος τον έριξε ; Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε , θα σας άρεσε να σας έριχναν ; > Άκουσε την δασκάλα του να φωνάζει στα παιδιά <min yoongi είσαι καλά ; Χτύπησες πουθενά ; > Ρώτησε η δασκάλα του ενώ τον έπιασε από τον αγκώνα προσπαθώντας να τον σηκώσει , <κανένας δεν με έσπρωξε μόνος μου γλίστρησα > <μου λες αλήθεια ;>αυτός εγνεψε <είσαι καλά ; Πονάς πουθενά ;> <Όχι > <Αντιγόνη > ακούστηκε η διευθύντρια από μακριά <έρχομαι ... Θα έρθω σε λίγο > είπε και έφυγε.
Μα δεν έκανα κάτι , απλά προσπάθησα να κάνω φίλους .
Σκεφτόταν συνέχεια καθώς πήγαινε στην τουαλέτα ξανά . Η υπόλοιπη μέρα πέρασε ήσυχα χωρίς άλλα επεισόδια όμως ήξερε πολύ καλά μέσα του ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή .
Ο φόβος του επιβεβαιώθηκε την επόμενη μέρα όταν έμπαιναν την δεύτερη ώρα για μάθημα .
Άνοιξε την τσάντα του και βρήκε τα βιβλία του να λείπουν , κοίταγε με ανοιχτό το στόμα την τσάντα του .
Τα έβαλα μέσα το θυμάμαι , δεν γινεται να τα ξέχασα αφού πριν τα είχα .
Κοιταξε τα παιδιά στην τάξη που γελαγαν ενώ τον κοιτούσαν , σήκωσε το χέρι του <κύρια > <ναι; ><Εεεε... Έχα.... Έχασα... Τα .βιβλία μου > <τα έχασες; Ή σου τα πήραν ;> <τα έχασα>
<σίγουρα ;> <ναι > <θα κοιτάξω στο διάλειμμα στην βιβλιοθήκη αν υπάρχουν βιβλία να σου δώσω > <ευχαριστώ > είπε και έσκυψε το κεφάλι του , προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μην κλάψει . Όταν μπήκαν για μάθημα την τρίτη ώρα είδε ότι η τσάντα του έσταζε , όταν την άνοιξε για να δει είδε ότι κάποιος του είχε πατήσει το φαγητό και το χυμό , δεν μίλησε τα ξανά έβαλε στην τσάντα ακούμπησε το κεφάλι του στο θρανίο , και κοίταζε το πάτωμα έτσι έμεινε όλες τις ώρες του μαθήματος είχε ζητήσει και από την δασκάλα του να τον αφήνει να κάθεται μέσα μόνος του , αυτή φοβούμενη για χειρότερα επεισόδια απέναντι του συμφώνησε , τον κλείδωνε μέσα στην τάξη μόνο του στα διαλείμματα.
Τέσσερις μήνες πέρασαν σε αυτόν τον ρυθμό . Ο min yoongi ήταν πρώτος στη τάξη του αλλά και μόνος του , έφτασε επιτέλους ο Δεκέμβρης μήνας θα έκλεινε το σχολείο για της χριστουγεννιάτικες διακοπές .
Ήταν 23-12-1999 είχαν βγει οικογενειακά για φαγητό , είχαν περάσει πολύ ωραία οι τρεις τους , έφαγαν, γέλασαν , τώρα θα πήγαιναν στο κινηματογράφο να δουν καμία παιδική ταινία . Την ώρα που έμπαιναν στο αμάξι πέρασε μια μηχανή , τότε ακούστηκαν δύο πυροβολησμοι ο μικρός σήκωσε τα μάτια του και είδε τον πατέρα του και την μητέρα του να είναι κάτω στον δρόμο ξαπλωμένοι , είχε μείνει εκεί να τους κοιτάζει καθώς δίπλα τους έτρεχε ένα κόκκινο ποτάμι <μαμά; μπαμπά;> είπε και έσκυψε δίπλα τους έπιασε το χέρι του πατέρα του και της μητέρας του <σηκώθητε> είπε , δεν αντέδρασαν ένιωθε την καρδιά του να σπάει σε χίλια κομμάτια , να χάνει την γη κάτω από τα πόδια του , ξαφνικά ο καιρός έγινε πιο κρύος , πολύ πιο κρύος . <Μπράβο άχρηστε τι έκανες εκεί; Μας είπαν όταν θα είναι μόνος του > <θα τον πάρω εγώ <τι θα κάνεις ;> <αυτό που άκουσες > είπε ο ένας από τους δύο , πλησίασαν τον min yoongi <αυτό είναι ασχημο ... Πολύ άσχημο > έλεγε ο ένας , ο δεύτερος άνδρας δεν απάντησε, κοίταξε αν υπήρχε κόσμος εκεί κοντά , δεν υπήρχε ψυχή , τότε με το ένα του χέρι εκλεισε το στόμα του min yoongi αυτός προσπαθούσε να ξεφύγει ενώ ο άνδρας τον έβαλε στο αμαξι που είχε ξεκλειδώσει ο πρώτος , τον έβαλε μέσα , μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν τον δρόμο αφήνοντας τους γονείς του , μόνους στο δρόμο μέσα στο αίμα χωρίς καμία βοήθεια χωρίς κανέναν να τους κλάψει

The Story Of Lancia Where stories live. Discover now