🌹👑κεφάλαιο 6🌹👑

53 11 0
                                    

Ο Suga έμεινε καθιστός στον καναπέ σκεπτόμενος πως θα έπρεπε να ενεργήσει από εδώ και πέρα .
Σηκώθηκε από τον καναπέ, ανέβηκε τα ξυλινα που οδηγουσαν στο δωμάτιο του , αφού μπήκε μέσα άνοιξε το συρτάρι που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του , εκεί υπήρχε το γράμμα του. Είχε να το διαβάσει πάνω από ένα χρόνο , το συναίσθημα ήταν το ίδιο με τότε . Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά όταν το έπιασε στα χέρια του. Κάθισε στο κρεβάτι και άνοιξε το γράμμα

Αγαπητε μου γιε .
Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα θα είναι γιατί θα είμαι νεκρός .
Ξέρω ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που σε αποκαλώ έτσι. Φαντάζομαι πως ξέρεις ότι δεν έχω το δικαίωμα να σε θεωρώ γιο μου και δεν περιμένω να με θεωρήσεις και εσύ πατέρα σου. Δεν σου έκανα λίγα , σε χτύπαγα μέχρι να λυποθημισεις , έμενες νηστικός για μέρες. Τα βάσανα σου ήταν πολλά . Όμως δεν μετανιώνω για αυτό , σε εφτιαξα ακριβώς για αυτή την θέση.
Είσαι ο μοναδικός διάδοχος, οπότε ενέργησε κατάλληλα .

Δεν είμαι ο μοναδικός διάδοχος , δεν υπολόγισες ούτε την κόρη ούτε τον αδελφό σου . Σκέφτηκε ο Suga και τσαλακώσε το χαρτί .

Είχαν περάσει δύο βδομάδες από την μέρα που έμαθε τα νέα για τον Στέφανο. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για την μέρα που θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει, αυτό που τον ενοχλούσε ήταν η ύπαρξη της Λίζας.
Οι συνεχείς σκέψεις του ήταν δύο . Αν ήξερε την αλήθεια και αν θα ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα της όπως είναι και η παράδοση σε αυτόν τον κόσμο

Μέσα σε αυτές τις δύο εβδομάδες ο Νίκος είχε μάθει τα πάντα για αυτήν.
Το νέο της όνομα ήταν Τζένη Σαρρή.

*********

Η ημέρα ήταν ζεστή, ηλιόλουστη. Έμοιαζε σαν κάποιος ταλαντούχος πίνακας να είχε ζωντανέψει . Κοιτούσε τους περαστικούς που περνούσαν βιαστηκα έξω από το μαγαζί προσπαθώντας να προλάβουν τις δουλειές τους. Σκυθρωπα πρόσωπα, τα κεφάλια χαμηλωμένα βυθισμένοι στις σκέψεις των προβλήματων τους .
Κοίταξε τον χώρο στον οποίο βρισκόταν, ένας μεγάλος άδειος χώρος που πριν τρία χρόνια ήταν γεμάτος κόσμο . Οικογένειες ερχόντουσαν και γέμιζαν τον χώρο με τις φωνές και τα γέλια τους, οι σερβιτόροι δεν χωρούσαν για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες ενώ τώρα τα πράγματα ήταν δύσκολα , οι υπάλληλοι ήταν 5 , η πελατεία είχε μειωθεί δραματικά.
Καθόταν μόνη της σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο ενώ χαζευε τον κόσμο που περνούσε. <Τζένη > άκουσε την φωνή της Ελπίδας που την φώναξε,<ορίστε; >είπε η Τζένη ενώ πλησίασε την ξανθιά γαλανομάτα κοπέλα .
<Ο Γιάννης είπε ότι αν μέχρι τις εφτα δεν έχει έρθει κανένας ,να κλείσουμε το μαγαζί και ότι μπορεί να περάσει κατά τις εξι> ,η Τζένη εγνεψε . Δίπλα στην Ελπίδα καθόταν η Τασία αμίλητη , ήταν ψηλή με γυμνασμενο σώμα με μακριά μαύρα μαλλιά και μάτια. Η Τζένη ένιωθε άσχημη μπροστά τους σε αντίθεση με αυτές η Τζένη ήταν μέτρια στο ύψος, με λίγα παραπάνω κιλά που δεν μπορούσε να φορέσει προκλητικά ρούχα καστανά μαλλιά και μάτια .
Αυτές οι τρεις κοπέλες είχαν δεθεί αρκετά τα τελευταία δύο χρόνια όχι μόνο λόγο του ότι δούλευαν μαζί, απλά μόνο αυτές είχαν. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αναγκάζονταν να δουλεύουν τις περισσότερες ώρες της μέρας με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χρόνος για την κοινωνική τους ζωή.
Η ώρα είχε φτάσει πέντε το απόγευμα όταν ήρθαν δύο παρέες . Η Τασία πηγε για να στρώσει τα τραπέζια τους ενώ η Τζένη ετοίμασε τα ποτήρια και μια κανάτα νερό. Λίγα λεπτά μετά πήραν τις παραγγελίες τους. Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν ήρθε και ο Γιάννης .
Ο Γιάννης ήταν το αφεντικό αυτής της ταβέρνας, ήταν πολύ ψηλός ,λεπτος με ομορφα γαλάζια μάτια. Τον τελευταίο καιρό ο Γιάννης είχε σταματήσει να είναι ο εαυτός του . Είχε σταματήσει να είναι ο καλός ευγενικός και χαμογελαστός Γιάννης που όλοι ήξεραν . Τους τελευταίους δύο μήνες είχε γίνει ένας σοβαρός και ανέκφραστος άνθρωπος.
Χαιρέτησε τα κορίτσια και πήγε πίσω στην κουζίνα , καθόταν σε μια καρέκλα που βρίσκονταν μέσα στην κουζίνα και κοίταγε τους μάγειρες .
Τα κορίτσια ήξεραν ότι είχε αλλάξει γιατί το μαγαζί δεν πήγαινε καλά και ότι η ώρα που θα τις απέλυε πλησίαζε.
<Μάλλον θα τελειώσουμε νωρίς σήμερα > είπε η Τασία <ναι μακάρι , θέλω να πάω σπίτι να ξεκουραστώ > είπε η Τζένη . Οι δύο παρέες έφυγαν και τα κορίτσια είχαν αρχίσει να μαζεύουν όταν άκουσαν τον ήχο της πόρτας που άνοιξε. Η Τασία τους κοίταξε με ένα δολοφονικό βλέμμα <ήθελα να σχολασω τόσο πολύ > είπε στην Τζένη , η Τζένη χαμογέλασε
<δύο άτομα > είπε στην Τζένη ενώ πηγενε στο τραπέζι τους για να στρώσει το τραπεζομάντηλο, ενώ η Τζένη ετοίμασε τα ποτήρια και το νερό. Εφτασε στο τραπέζι και τους σέρβιρε το νερό <είστε έτοιμοι ;> ρώτησε η Τζένη <ναι > της απάντησαν, έβγαλε το μπλοκακι της για να σημειώσει την παραγγελία , τότε κοίταξε τους πελάτες ο ένας φαινόταν μεγάλος σε ηλικία , ήταν καραφλος με άγρια χαρακτηριστικά . Αφού τις έδωσε την παραγγελία του κοίταξε τον διπλανό του περιμενοτας για την δικιά του παραγγελία . Ο δεύτερος άνδρας σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε . Ήταν νέος Ασιάτης που εκπέμπει μια αύρα φόβου στους γύρω του.
Η Τζένη σημείωσε και την δικιά του παραγγελία και έφυγε από το τραπέζι . Όταν η παραγγελίες τους ήταν έτοιμες η Τζένη πήγε ξανά στο τραπέζι τους και με τρεμάμενα χέρια άφησε τα πιάτα στο τραπέζι τους , αυτή τους χαμογέλασε αλλά κανένας δεν ανταποκρίθηκε.
<Κορίτσια είναι η ιδέα μου ή είναι πολύ τρομακτικοί και οι δύο ;> είπε η Τασία <εμένα μου φαίνεται ο νέος πολύ τρομακτικός , νιώθω ότι θα βγάλει ένα μαχαίρι για να με μαχαιρώσει > είπε η Τζένη <εμένα κανένας από τους δύο δεν μου αρέσει , με τρομάζουν . . > δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση της η Ελπίδα όταν ο πιο μεγάλος σε ηλικία άνδρας φώναξε την Τζένη . Η Τζένη πλησίασε
<πείτε μου είναι όλα εντάξει ; >
<ναι όλα μια χαρά , θα μας φέρεις άλλο ενα από αυτό το ποτό ;>
<ναι αμέ> είπε η Τζένη και έφυγε. Αυτή η συζήτηση είχε γίνει πάνω από τρεις φορές . Είχαν περάσει δύο ώρες και κάθε μισή ώρα φώναζε την Τζένη για να τους φέρει να πιουν.
Ο νέος δεν είχε σηκώσει τα μάτια του από το πιάτο και δεν είχε μιλήσει καθόλου.
Η Τζένη είχε κουραστεί από την συνεχή διαδρομή όταν ο Γιάννης βγήκε από την κουζίνα <τι έγινε;> ρώτησε <αυτοί εκεί την έχουν πάνω κάτω την Τζένη ούτε επίτηδες να το έκαναν > είπε η Ελπίδα , ο Γιάννης κοίταξε την παρέα ξαφνικά ασπρισε.
<Φίλε μου Γιάννη,έλα εδώ > είπε ο πιο μεγάλος άνδρας . Ο Γιάννης με τρεμάμενα πόδια τους πλησίασε και έκατσε απέναντι τους.
Κοίταξε και τους δύο ο νέος εξακολουθούσε να τρώει κοιτοντας το πιάτο του .
<Πλήρωσα πριν τρεις μέρες ....>
<τι σκουπίδια ταιζεις τον κόσμο ;>είπε με ένα απαίσιο απότομο ύφος ο νέος .
Ο Γιάννης σαστισε , τον κοίταξε έκπληκτος
<εε....δεν....ήξε..δεν ήξερα...>
<πόσα δίνεις στην μικρη; > είπε με το ίδιο ύφος δείχνοντας την Τζένη.
<Δυστυχώς ... Ψίχουλα ... Δεν μπορώ να δώσω παραπάνω > .
Ο νέος ήπιε μια γουλια από το ποτό του και κοίταξε τον τοίχο πίσω από τον Γιάννη . Ο Γιάννης κοιτάξε την Τζένη που συζητούσε με τα κορίτσια ανέμελη χωρίς να γνωρίζει την συζήτηση που γινόταν για αυτήν λίγα μέτρα μακριά της, ξανά κοίταξε τους δύο άνδρες .
Εκείνη την στιγμή κατάλαβε ότι την είχαν βάλει στο μάτι. Δεν ήξερε τι ήθελαν από αυτήν και ενδιαφέρθηκαν ξαφνικά για την Τζένη αλλά αυτό που ήξερε με σιγουριά ήταν ότι η ζωή της κινδύνευε .
Ήθελε να την βοηθήσει αλλά δεν μπορούσε.

The Story Of Lancia Where stories live. Discover now