Κεφάλαιο 1ο: "Μπορώ να καθίσω μαζί σου;"

619 33 65
                                    

Πρώτη μέρα στο σχολείο. Δεν είναι και η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Ειδικά τώρα που αρχίζω το λύκειο.
Έχω υπερβολικό στρες, μόνο που δεν καταλαβαίνω γιατί. Ή μάλλον, ένα προαίσθημα, δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν είναι καλό ή κακό. Πάντως είμαι βέβαιος ότι κάτι θα γίνει σήμερα, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή μου.
Κάθομαι στο προαύλιο, με την πλάτη κόντρα σε έναν τοίχο και παρατηρώ ποιοι μπαίνουν. Βασικά περιμένω τον κολλητό μου, τον Χάρη, που με έχει στήσει εδώ και δέκα λεπτά. Επιτέλους, τον βλέπω να πλησιάζει.
"Μια φορά να έρθεις στην ώρα σου όταν κανονίζουμε και τι στον κόσμο!", του λέω μόλις φτάνει, σε τόνο διαμαρτυρίας.
"Ήθελα να ήξερα που την βρίσκεις την όρεξη για γκρίνια πρωινιατικα. Απλά άργησα να ξυπνήσω.", μου απαντάει και προσπαθεί να πάρει το πιο αθώο ύφος που μπορεί. Ξέρει πως να με κάνει να ηρεμώ.
"Καλά σόρρυ, ίσως να είμαι λίγο στην τσίτα σήμερα.", λέω, έχοντας ήδη χαλαρώσει. Όταν παίρνει αυτό το βλέμμα δεν μπορώ να του κρατάω μούτρα για κάποιο λόγο. Με τόν Χάρη γνωριζόμαστε από τον παιδικό σταθμό, με ξέρει και τον ξέρω σαν αδερφό μου. Μπορούμε ο ένας να κάνουμε τον άλλο να χαμογελάσει σε δευτερόλεπτα, ακόμη και στις χειρότερες στιγμές. Φυσικά είχε καταλάβει ότι ήμουν νευρικός από την πρώτη στιγμή που με ειδε.
Τέλος πάντων, έπειτα από μια αιωνιότητα και αφού έχουμε μιλήσει για διάφορες βλακείες, χτυπάει το κουδούνι και μαζευόμαστε μπροστά από το κτήριο για τον αγιασμό. Ουφ, βλακείες! Παρότι προέρχομαι από θρησκευόμενους γονείς, δεν πιστεύω ούτε μια απο αυτές τις βλακείες των θρησκειών. Πιστεύω μόνο ότι είναι λογικό, εφικτό και αποδεδειγμένο από την επιστήμη. Μου αρέσει πάρα πολύ να διαβάζω επιστημονικά βιβλία, αλλά αν υπάρχει κάτι στο οποίο είμαι πραγματικά καλός, αυτό είναι ο προγραμματισμός.
Κι ενώ άλλα δέκα πολύτιμα λεπτά της ζωής μου χαραμιστηκαν, ήρθε η ώρα που θα μαθαίναμε πως θα χωριστούν τα τμήματα της πρώτης τάξης. Ένας ηλικιωμένος άνδρας, μάλλον ο διευθυντής, έλεγε τα ονόματα των μαθητών του κάθε τμήματος. Εγώ ήμουν στο δεύτερο. Ο Χάρης δεν ήταν μαζί μου και είναι κρίμα, γιατί βασικά δεν γνωρίζω κανέναν άλλον από το τμήμα μου. "Θα βαρεθω τη ζωή μου εκεί μέσα", σκέφτηκα, ενώ ανέβαινα τις σκάλες για τον πρώτο όροφο, που βρισκόταν το τμήμα μου. Εκεί θα παίρναμε παρουσίες και μετά θα κατεβαίναμε πάλι στο ισόγειο για να πάρουμε τα βιβλία.
Κι ενώ έχω μπει στην αίθουσα και έχω ήδη βρει θρανίο δίπλα στο παράθυρο της τάξης, έχω αρχίσει να σχηματίζω την εντύπωση ότι μάλλον θα κάθομαι μόνος μου για όλη την χρονιά. Ώσπου ξαφνικά...
"Γεια", ακούω από δίπλα μου, ενώ πραγματικά ξαφνιαζομαι γιατί δεν τον είχα δει να έρχεται, αφου χαζευα έξω από το παράθυρο. Γυρνάω απότομα και βλέπω μπροστά μου ένα αγόρι. Είναι αρκετά ψηλός, μάλλον ψηλότερος από εμένα και είναι πολύ γεροδεμένος. Έχει πράσινα σμαραγδένια μάτια και ξανθά μαλλιά, ενώ ένα ντροπαλό χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη του.
"Γεια", καταφέρνω να πω έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, με έναν μάλλον νευρικό τρόπο.
"Μπορώ να καθίσω μαζί σου; Ή μήπως περιμένεις κάποιον;", ρωτάει, ενώ έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να ακούσω καλύτερα την φωνή του, η οποία φτάνει στα αυτιά μου βαθιά, γαλήνια, κρυστάλλινη και ευγενική. Παρατηρώ όμως κάτι ασυνήθιστο στην προφορά του, κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω.
Φυσικά δεν χρειάζεται να σκεφτώ και πολύ την απάντηση. "Ναι, κάθισε δεν περιμένω κανέναν", αποκρινομαι και χαμογελώ ασυνείδητα αλλά διακριτικά.
Απλώνει το χέρι του και ταυτόχρονα λέει: "Με λένε Γιούρι. Χάρηκα για την γνωριμία."
"Εμένα με λένε Ηρακλή, χάρηκα.", απαντώ και του σφίγγω το χέρι. Για κάποιο πολύ παράξενο λόγο, μόλις το κάνω αυτό, η καρδιά μου φτερουγίζει και νιώθω πεταλούδες στο στομάχι. Είναι κάτι αληθινά πρωτόγνωρο, δεν το έχω αισθανθεί ποτέ ξανά στην ζωή μου με κανέναν άλλον άνθρωπο.
Γιούρι. Ώστε αυτό είναι το όνομά του. Έτσι εξηγείται η ασυνήθιστη προφορά του, στην ξένη καταγωγή του. "Άραγε από ποια χώρα να είναι; Να τον ρωτήσω, ή μήπως θα του φανώ έτσι καχύποπτος και ρατσιστικός;", σκέφτομαι. Πραγματικά δεν θέλω να νομίσει κάτι τέτοιο, γιατί βασικά δεν ισχύει για εμένα. Το αντίθετο θα έλεγα, μισώ τους ρατσιστές και τις πράξεις τους.
Τελικά η περιέργεια κερδίζει μέσα μου και ξεστομιζω ένα: "Δεν είσαι Έλληνας, έτσι δεν είναι;", που, εμένα τουλάχιστον, μου ακούστηκε φυσικό, σαν από ενδιαφέρον. Και ο ίδιος δηλαδή έτσι το έλαβε, ακριβώς όπως το έθεσα, χωρίς καχυποψία.
"Νομίζω ότι το όνομα μου τα λέει όλα", είπε και χαμογέλασε πλατιά, σαν να με ήξερε από χρόνια. "Όχι, δεν είμαι Έλληνας. Γεννήθηκα στην Ουκρανία και μεγάλωσα εκεί, αλλά ζω στην Ελλάδα τους τελευταίους έξι μήνες. Βλέπεις, στην χώρα μου έχει ξεσπάσει πόλεμος και επειδή τα πράγματα ήταν πολύ επικίνδυνα, η οικογένεια μου ήρθε εδώ"
Τον άκουγα σοκαρισμένος. Πολύ θλιβερό να αναγκάζεσαι να αφήνεις το σπίτι σου λόγω κινδύνου."Πραγματικά λυπάμαι", είπα, μην ξέροντας τι άλλο να πω.
Δυστυχώς η συζήτηση μας διακόπηκε πολύ γρήγορα, αφού μέσα στην αίθουσα μπήκε μία καθηγήτρια. Ήταν πολύ νέα, γύρω στα τριάντα και φαινόταν πολύ ντελικάτη. Είχε έρθει να πάρει παρουσίες.
"Καλημέρα παιδιά", είπε απευθυνόμενη προς όλη την τάξη και έπειτα μας συστήθηκε,"ονομάζομαι Παπαντωνίου Στέλλα και φέτος θα είμαι η υπεύθυνη του τμήματος σας, αλλά μαζί θα κάνουμε και το μάθημα της άλγεβρας."
"Φαίνεται πολύ καλή", σχολίασε ο Γιούρι.
"Μην κρίνεις με την πρώτη ματιά. Όλοι έτσι φαίνονται, για τον πρώτο καιρό τουλάχιστον, αλλά μετά βγάζουν το θηρίο από μέσα τους", του απαντώ, ενώ δεν δείχνει να καταλαβαίνει τι λέω και χαμογελάει αμήχανα.
"Τι είναι το θηρίο;", ρωτάει.
"Είναι μια άλλη λέξη για το τέρας", του λέω και έτσι κατάλαβε τι εννοούσα, κάνοντας τον έτσι να γελάσει σιγανα.
"Λοιπόν", λέει, "είμαι σίγουρος ότι εμείς οι δυο θα τα πάμε πολύ καλά"
"Κι εγώ αυτό πιστεύω. Και....", κόβω τη φράση μου στη μέση. Μέχρι σήμερα δεν έχω ξαναπάθει ποτέ κάτι τέτοιο. Ξέχασα τι ήθελα να πω. Ο τρόπος με τον οποίο με κοιτάζει με "αποσυντονιζει". Από την άλλη όμως νιώθω πως αυτό είναι κάτι ωραίο, μου αρέσει πολύ. Η καρδιά μου χτυπάει ολοένα και γρηγορότερα, νομίζω πως σε λίγο θα αρχίσει να ακούγεται σε όλο το χώρο.
"Τι είναι;", απορεί και εξακολουθεί να έχει το βλέμμα του πάνω μου.
"Αν έχεις οποιαδήποτε άλλη απορία για τα ελληνικά, ρώτα με.", επιτέλους θυμάμαι τι ήθελα να πω." Πάντως για το χρόνο που βρίσκεσαι εδώ μιλάς πολύ καλά, δεν είναι και εύκολη γλώσσα."
"Δεν είσαι ο πρώτος που μου το λέει, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί. Εμένα μου φαίνεται πολύ εύκολη γλώσσα, σαν τα ουκρανικά είναι, ίσως λίγο πιο δύσκολα. Βέβαια, είμαι και πολυ καλός στις ξένες γλώσσες."
"Αυτό είναι πολύ καλό", του λέω.
Στο μεταξύ η καθηγήτρια έχει πει τα ονόματα όλων των μαθητών, μαζί και τα δικά μας. Όλοι μέσα στην τάξη συνομιλούν με τον διπλανό τους ή με τους πίσω. Περιμένουμε να μας πουν ποτέ θα κατέβουμε να πάρουμε τα βιβλία μας. Συνεχίζουμε κι εμείς να συζητάμε.
"Έχεις αδέρφια;", με ρωτάει.
"Ναι, εναν αδερφό και μια αδερφή. Εσύ;"
"Εγώ έχω άλλα τρία.", μου λέει και εγώ εντυπωσιάζομαι.
"Είναι πολλά!", λέω και εκείνος γελάει δειλά. Αυτή τη φορά η καρδιά μου πραγματικά θα εκραγεί. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι είναι πολύ όμορφος.
Μερικές στιγμές αργότερα βρισκόμαστε στο ισόγειο και παίρνουμε τεράστιες σακούλες με βιβλία. Μόλις βγαίνω από την αίθουσα που μοιράζονται τα σχολικά βιβλία, βλέπω τον Χάρη.
"Ευτυχώς σε βρήκα.", μου λέει καθώς με πλησιάζει. "Πάμε να αφήσουμε τα βιβλία σπίτι και μετά λέω να πάμε για καφέ. Ψήνεσαι;"
Στο μεταξύ πίσω μου είναι ο Γιούρι και κοιταζει εμάς. Εννοείται πως τον έχει ακούσει.
"Γιούρι, μήπως θες να έρθεις και εσύ μαζί μας;", του προτείνω, ενώ αμέσως απευθύνομαι στον Χάρη λέγοντας: "Δεν σε πειράζει έτσι;"
"Φυσικά και δεν με πειράζει", απαντάει εκείνος.
"Ε όχι, αφήστε το, ίσως κάποια άλλη φορά.", μας λέει τελικά ο Γιούρι. Φαίνεται πως νιώθει άβολα να έρθει μαζί μας.
"Εντάξει, όπως θέλεις. Λοιπόν, χάρηκα για τη γνωριμία και πάλι και θα τα πούμε αύριο."
"Εντάξει, γεια.", μας χαιρετάει και φεύγει.
Εμείς πηγαίνουμε στα σπίτια μας, αφήνουμε τις σακούλες και παίρνουμε το λεωφορείο για να πάμε βόλτα στο κέντρο.
                                               
                                             ***************

Love wins Where stories live. Discover now