Κάποια στιγμή συνειδητοποιώ ότι έχω κλειστά τα μάτια μου. Για μερικά δευτερόλεπτα προσπαθώ να θυμηθώ τι συνέβη. Και μου ήρθαν οι τελευταίες μου εικόνες στο μυαλό, ή τουλάχιστον αυτές που εγώ νόμιζα ότι θα ήταν οι τελευταίες μου. Δεν είναι δυνατόν να είμαι νεκρός και να έχω αισθήσεις.
"Νομίζω πως συνέρχεται.", ακούω μια εξασθενημένη γυναικεία φωνή δίπλα μου. "Πήγαινε να ειδοποιήσεις τους γονείς του, θα μείνω εγώ μαζί του."
Και μετά άκουσα κάποια βήματα να απομακρύνονται. Που βρίσκομαι; Και ποιοι είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι που στέκονται δίπλα μου;
Ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθω. Μεμιάς, ανοίγω τα μάτια μου και δίπλα μου αντικρίζω μια γυναίκα, ντυμένη στα λευκά. Είναι νέα, μάλλον λίγο μεγαλύτερη από την αδερφή μου. Με τις άκρες των χειλιών της σχηματίζεται ένα ντροπαλό, αλλά θερμό χαμόγελο. Τα καστανά μάτια της λάμπουν, ενώ τα μαύρα της μαλλιά είναι πιασμένα σε μια αλογοουρά.
"Πως είσαι;", με ρωτάει φιλικά.
Εγώ είμαι τρομαγμένος. Ξαφνικά καταλαβαίνω ότι είμαι σε ένα κρύο δωμάτιο, με άσπρα φώτα, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, ντυμένος με ένα γαλαζοπράσινο ρούχο. Στον αέρα μυρίζω μια παράξενη οσμή. "Ιώδιο", σκέφτομαι.
Δεν προλαβαίνω να συνεχίσω τις σκέψεις μου, καθώς η οικογένεια μου μπαίνει μέσα. Ακολουθεί μια αναστάτωση, τουλάχιστον όμως δεν κλαίνε. Αυτό δεν θα το άντεχα με τίποτα.
"Ανησυχησαμε πολύ για σένα. Είσαι πολύ τυχερός που σε βρήκε η αδερφή σου. Ούτε που θέλω να σκεφτώ τι θα είχε συμβεί αν σηκωνόταν λίγο αργότερα...", λέει ο πατέρας μου. Δεν τον έχω δει ποτέ ξανά τόσο λυπημένο.
Η μητέρα μου φαίνεται εξίσου και παρόμοια συναισθηματικά φορτισμένη.
"Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να φτάσεις σε τέτοιο σημείο; Πως πήρες μια τόσο καταστροφική απόφαση;", ρωτάει σε πλήρη απόγνωση.
Δεν μπορώ να απαντήσω. Δεν μπορώ. Είναι αδύνατον. Ένας κόμπος παγιδεύεται στο λαιμό μου, κάνοντας με να μην μπορώ να μιλήσω. Ίσως είναι για καλό, ίσως πάλι όχι.
"Μάλλον θα πρέπει να σας αφήσω μόνους για λίγο.", λέει πιο ψυχρά από όσο θα έπρεπε η νοσοκόμα, η οποία στεκόταν δίπλα μου μέχρι εκείνη την στιγμή. Αμέσως βγαίνει από το δωμάτιο.
"Γιατί είμαστε εδώ;", λέω μόλις κλείνει η πόρτα πίσω μας. Ουσιαστικά δεν έχω τραυματιστεί, ούτε πονάω κάπου, οπότε δεν βρίσκω και το λόγο που είμαι στο νοσοκομείο.
Ο πατέρας μου κάτι πήγε να πει απότομα, όμως τελικά χαλάρωσε, πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε. "Βασικά ήρθαμε καθαρά για προληπτικούς λόγους. Όταν σε βρήκαμε αναίσθητο, νομίζαμε ότι δεν... προλάβαμε. Καταλαβαίνεις.", λέει με μισοσβησμενη φωνή.
"Ευτυχώς οι γιατροί μας επιβεβαίωσαν ότι είσαι ζωντανός, απλά είχες λιποθυμήσει. Πιθανόν από την μεγάλη συγκίνηση.", συνέχισε η Ιόλη, που δεν είχε βγάλει άχνα μέχρι τώρα.
"Πόσες ώρες ήμουν αναίσθητος;"
"Περίπου τρεις. Αν όλα πάνε καλά, θα είμαστε στο σπίτι πριν τις 10 το πρωί. Και ούτε να σκεφτείς το ενδεχόμενο να πας στο σχολείο σήμερα.", επισήμανε η μητέρα μου. Αυτό ας πούμε ότι το θεωρούσα δεδομένο. Από την μια ευχομουν να μπορούσα να πάω, μόνο και μόνο για να καθυστερήσω το δράμα που θα ζούσα στο σπίτι. Πόσο δειλός είμαι! Από την άλλη όμως, ούτε στο σχολείο θα ήταν καλύτερα. Όλοι θα μας κοιτούσαν με μισό μάτι. Σκέφτηκα τον Γιούρι. Τι θα κάνει άραγε; Σίγουρα θα ανησυχήσει. Δεν θέλω να τον αφήσω μόνο του, δεν έχω όμως κι άλλη επιλογή.
"Δεν μου απάντησες όμως. Τι σε οδήγησε στην απόπειρα αυτοκτονίας καλέ μου; Προσπάθησε κάποιος να σε βλάψει; Και αν ναι, γιατί δεν μας μίλησες; Έπρεπε να φτάσεις ως εδώ;"
Ξαφνικά η Ιόλη πετάγεται. "Ηρακλή πρέπει να μιλήσουμε. Μόνοι μας.", τονίζει τα λόγια της με αποφασιστικότητα.
Οι γονείς μάς κοιτούν γεμάτοι απορία.
"Υπάρχει κάτι που πρέπει να γνωρίζουμε;", ρωτάει ο πατέρας μου με σοβαρότητα.
"Μπαμπά άσε με να το χειριστώ εγώ αυτό σε παρακαλώ."
Μη έχοντες άλλη επιλογή, έφυγαν βιαστικά από το δωμάτιο.
Για λίγες στιγμές δεν μιλάμε. Μονάχα κοιταζομαστε, ή μάλλον, με κοιτάει. Δείχνει πολύ θυμωμένη.
"Περιμένω μια εξήγηση.", αρχίζει με υψωμένο τον τόνο της φωνής της. "Είναι αυτό που νομίζω, ή όχι;"
Ξεφυσαω. "Εντάξει, θα σου πω τα πάντα."
Κι έτσι της είπα ότι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Με άκουγε με προσήλωση.
"Έτσι και τον πιάσω στα χέρια μου αυτόν τον μαλακα, δεν θα δείξω έλεος.", φωνάζει έξω φρενών.
Παύση. Αυτή η ησυχία με τρομάζει.
"Πρέπει όμως να συζητήσουμε και κάτι ακόμη.", λέει, έχοντας ηρεμήσει.
"Τι;"
"Σίγουρα κατάλαβες ότι οι γονείς μας είναι γεμάτοι ερωτήματα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να κρύβεσαι άλλο."
Όσο τραγικό κι αν ακούγεται, έχει απόλυτο δίκιο. Δεν γίνεται να πω ψέματα. Ούτε είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω αυτή την κατάσταση. Είμαι σε αδιέξοδο.
"Ιόλη"
"Τι είναι;"
"Δεν θέλω να το πω, δεν νιώθω έτοιμος ακόμα. Φοβάμαι."
Με αγκάλιασε σφιχτά. "Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Σίγουρα βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση. Πες μου όμως, μπορείς και να τους το κρατήσεις κρυφό; Ή μήπως γίνεται να πεις ψέματα για κάτι τόσο σοβαρό; Και να ξέρεις ότι, δεν θέλω να σε πιέσω, απλά σου εξηγώ πως έχει η κατάσταση."
"Εντάξει. Δεν μου αρέσει που ήρθαν έτσι τα πράγματα, όμως είναι πλέον αναπόφευκτο. Μόνο που...", λέω, χωρίς να ολοκληρώσω την φράση μου.
"Τι θέλεις;"
"Πιστεύεις ότι θα ήταν σωστό αν τους έλεγες εσύ κάτι για αρχή; Εννοώ, τώρα που θα πάς έξω, θα αρχίσουν τις ερωτήσεις, οπότε μίλησε τους. Βέβαια, εξήγησε τους ότι καλύτερα θα ήταν να γίνει στο σπίτι αυτή η κουβέντα. Εσύ πες τους μόνο αυτό. Τα υπόλοιπα άστα επάνω μου."
"Ωραία"
"Και κάτι τελευταίο. Στείλε αν μπορείς ένα μύνημα στον Γιούρι. Και πες του να μην το μάθει κανένας απολύτως."
Δεν μίλησε, παρά μόνο εγνεψε καταφατικά.
BẠN ĐANG ĐỌC
Love wins
Teen FictionΟ Ηρακλής είναι ένα αγόρι 15 ετών που ζει στην Αθήνα και που μόλις έχει αρχίσει το λύκειο. Την πρώτη μέρα στο σχολείο γνωρίζει τον Γιούρι, έναν συνομήλικο του από την Ουκρανία. Τα δύο αγόρια αναπτύσσουν μια καλή φιλία που θα εξελιχθεί σε έναν μεγάλο...