Κεφάλαιο 7ο: Οι πληγές της προδοσίας

299 16 8
                                    

Σημείωση: Μην αρχίσετε το τραγούδι τώρα, αλλά στο σημείο του κεφαλαίου που θα σας υποδειχθεί παρακάτω

***********

Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι έκανα έρωτα μαζί του, παρότι έχουν περάσει δύο μέρες. Το σκέφτομαι ακόμη και ανατριχιαζω και μόνο στη σκέψη της απόλαυσης που είχε αυτή η εμπειρία.
Έχω λίγο στρες για το αυριανό τεστ. Όχι για εμένα, αλλά για εκείνον. Θα τα πάει καλά; Κι αν χρειαστεί βοήθεια, θα μπορέσω να του την δώσω χωρίς να μας καταλάβουν;
Με τρόμο σκέφτομαι επίσης και την επιστροφή στο σχολείο γενικότερα. Όλοι θα είχαν μάθει μέχρι τώρα τα γεγονότα πριν την αργία. Ο Φώτης μπορεί βέβαια να είναι αντιπαθητικός και σκληρός χαρακτήρας, όμως έτσι έχει καταλήξει να είναι πολύ δημοφιλής στο σχολείο για αυτό το λόγο, προπαντός ανάμεσα στα κορίτσια. Φοβάμαι ότι θα μας ρίξουν ευθύνες. Ή, ακόμη χειρότερα, μπορεί να μας κοροϊδέψουν κιόλας, αν καταλάβουν ότι εγώ και ο Γιούρι είμαστε γκέι. Γιατί όμως να το κάνουν αυτό; Σε τι φταιξαμε; Τι λάθος κάνουμε για να αξίζουμε τέτοια συμπεριφορά;
Ίσως βέβαια να μην γίνει τίποτα από όσα σκέφτομαι και απλά να υποβάλλω τον εαυτό μου σε μια διαδικασία φαύλου κύκλου σκέψεων και φόβου που απλά δεν έχει νόημα.
Βασικά με όλο αυτό το άγχος, ξεραίνεται ο λαιμός μου. Πηγαίνω στην κουζίνα για να πιω λίγο νερό. Φτάνοντας όμως, με περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη.
"Μήπως να τον πηγαίναμε σε ψυχολόγο;", ακούω την φωνή της μητέρας μου. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για να καταλάβω σε ποιον αναφέρεται.
"Δεν ξέρω. Θα ήταν μια καλή ιδέα. Θα τον ξεμπερδέψει αρκετά και θα τον βοηθήσει να βρει την αληθινή του ταυτότητα.", απαντάει ο πατέρας μου. Δεν έχω κρυφακούσει ποτέ καμία από τις συζητήσεις τους, όμως αυτή την φορά υπάρχει σοβαρός λόγος.
"Βέβαια, ίσως και να μπορέσω κι εγώ να του μιλήσω.", συνεχίζει.
"Στο κάτω κάτω, άντρας είμαι, σίγουρα θα του είναι πιο εύκολο να το συζητήσουμε μαζί."
"Αν είναι όπως λες, γιατί δεν σου έχει πει τίποτα τόσο καιρό;" ρωτάει η μητέρα μου. Καμία απάντηση.
"Γιατί απλά κάτι κρύβει. Δεν είναι δυνατόν σε αυτή την ηλικία να μην του αρέσει κανένα κορίτσι. Θυμάσαι πολύ καλά την αντίδραση του τις προάλλες, όταν είπες..."
"Μην το πεις!", την διέκοψε απότομα "δεν θέλω ούτε να το σκεφτώ! Ο γιός μας δεν είναι τέτοιος! Κι αν είναι, τέλος πάντων, θα τον βοηθήσουμε να το ξεπεράσει. Μια φάση εφηβείας είναι όλη κι όλη. Πρέπει απλά να τον απομακρύνουμε από αυτόν τον Γιούρι."
"Σωστά. Ο Χάρης μας το είπε ξεκάθαρα. Κρύβονται διαρκώς πίσω από το σχολείο. Κι ο Θεός μόνο ξέρει τι κάνουν εκεί πέρα.", ψιθυρίζει η μάνα μου.
Κι όμως, εμένα τα λόγια αυτά ηχούν στο μυαλό μου σαν καμπάνες. Ο προδότης! Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι ο "κολλητός" μου θα με έδινε έτσι στεγνά. Χωρίς καμία προειδοποίηση. Ούτε καν που μίλησε με εμένα. Δεν είχε καν στοιχεία. Και γιατί; Τι του έκανα τέλος πάντων; Ζήλεψε; Θύμωσε; Ένιωσε ότι τον αγνοούμε ή ότι τον απορρίπτουμε; Κι αν όντως συνέβη κάτι που τον έθιξε, γιατί δεν ήρθε να μου το πει κατάμουτρα;
"Μην φοβάσαι. Ο γιος μας θα γίνει κανονικός. Θα γίνει καλά. Απλά έχει μπερδευτεί λίγο. Όλο αυτό ανήκει στο υποσυνείδητο του.", την καθησυχάζει ο πατέρας μου.
"Έχεις δίκιο. Είναι στην ηλικία που θέλει να ακολουθεί διάφορες μόδες. Άλλωστε, αν ήταν, ξέρεις τι, δεν θα είχε τρίχες στο πρόσωπο και η φωνή του θα ήταν λεπτή, γυναικεία."
Τα λόγια τους και μόνο με αηδιάζουν. Πόσο προκατειλημμένοι!
Προσπαθούν να παρηγορηθούν με ψεύτικες ασφάλειες. Νιώθω προδομένος από όλους. Επιστρέφω ήσυχα στο δωμάτιο μου. Παίρνω το κινητό μου και τον καλώ.
"Έλα αγάπη μου, τι κάνεις;" Και μόνο η φωνή του με χαλαρώνει.
"Που είσαι;", τον ρωτάω, ενώ η φωνή μου κοντεύει να σπάσει.
"Σπίτι. Έχει γίνει κάτι;", λέει ανήσυχα.
"Θέλω να σε δω. Τώρα."
"Σε πέντε λεπτά στο σπίτι σου;", ρωτάει ξανά στα γρήγορα.
"Όχι σπίτι. Κάπου που να είμαστε μόνοι μας.", απαντάω και ο κόμπος στον λαιμό μου σφίγγεται περισσότερο.
"Στην πλατεία πίσω από το σπίτι μου τότε; Εκεί δεν θα μας ενοχλήσει κανείς.", λέει, σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου.
"Εντάξει. Περίμενε με."
"Οκ, τα λέμε εκεί."
***********
(Να αρχίσει το τραγούδι)
Μόλις τον βλέπω, πέφτω μέσα στην αγκαλιά του. Δεν μπορώ να συγκρατήσω άλλο τα δάκρυα μου. Ακουμπάω το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του.
"Μωρό μου τι έχει συμβεί; Με έχεις κατατρομάξει.", μου λέει σοκαρισμένος.
Αφού σκουπίζω τα μάτια μου, του απαντώ. "Φοβάμαι. Μας έχουν καταλάβει."
"Τι εννοείς;", ρωτάει ψύχραιμα.
"Πάμε να περπατήσουμε λίγο και θα σου πω."
Κι έτσι του εξήγησα ό, τι είχα ακούσει. Ένιωθα να φεύγει ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου. Περπατώντας, φτάνουμε μέχρι το σχολείο. Εκεί τελειώνω όλα όσα είχα να πω. Για κάποιο λόγο νιώθω ξαφνικά πως κάποιος μας παρακολουθεί. Εκείνος με σφίγγει στην αγκαλιά του και μου λέει ένα ψυθιριστο "όλα θα πάνε καλά. Εγώ είμαι εδώ."
Νιώθω τόση ασφάλεια. Ξεχνιέμαι για λίγο. Ώσπου κάτι περνάει ξυστά πίσω από την πλάτη μου. Πρέπει να είναι βαρύ, γιατί πέφτει με πάταγο στο έδαφος. Γυρνάω το βλέμμα μου και βλέπω μια πέτρα πεταμενη δίπλα μου. Ανατριχιαζω ολόκληρος. Μαζί με τον Γιούρι μαρμαρωνουμε και οι δύο. Τα βλέμματα μας διασταυρώνονται.
"Ουστ ρε αδερφές! Εδώ πατάνε μόνο αληθινοί άντρες!", ακούμε μια πολύ γνωστή φωνή πίσω από την μάντρα.
Ο Γιούρι, στο άκουσμα αυτής της φωνής, πετάει την πέτρα πίσω στην κατεύθυνση από όπου ήρθε. Από την κρυψώνα βγαίνει ο ηλίθιος ο Φώτης.
"Για έλα εδώ μωρη πουστρα αν φοράς παντελόνια. Αλλά, μια κυρία σαν εσένα μόνο φουστάνια φοράει.", λέει και γελάει προκλητικά, ενώ πλησιάζει απειλητικά.
Για τα επόμενα δευτερόλεπτα δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Δεν ξέρω αν πετάω ή περπατάω, ή ποιος μου κρατάει το χέρι. Αργότερα, συνειδητοποιώ ότι τρέχω και ότι ο Γιούρι μου έχει αρπάξει το χέρι. Τρέχουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ σχεδόν δεν νιώθω τα βήματα μου στο έδαφος.
Κάποια στιγμή στρίβουμε δεξιά σε ένα στενό. Εκεί μπαίνουμε στο πάρκινγκ μιας πολυκατοικίας. Είναι πολύ σκοτεινά, ευτυχώς υπάρχουν μερικά αυτοκίνητα, τα οποία αποτελούν την ιδανική κρυψώνα.
"Κάνε απόλυτη ησυχία.", μου είπε ο Γιούρι τόσο χαμηλόφωνα που σχεδόν δεν τον άκουσα. Το να κάνω αυτό που μου είπε εκείνη την στιγμή το είχα ήδη σκεφτεί. Όπως και σκεφτόμουν βασικά να μην πλησιάζω την πόρτα του αυτοκινήτου πίσω από το οποίο είχαμε κρυφτεί, γιατί μπορεί να είχε συναγερμό.
Ξαφνικά ένιωσα μια ανθρώπινη παρουσία. Ήμουν σίγουρος ότι κάποιος άλλος βρισκόταν εκεί, μέσα στο σκοτάδι, κοντά μας. Τώρα ακούω τα βήματα του. Αυτός είναι. Δεν τον βλέπω, αλλά ποιος άλλος μπορεί να περπατάει τόσο αργά στο συγκεκριμένο μέρος; Σίγουρα δεν είναι σύμπτωση.
Έχω παγώσει ολόκληρος. Όλη την ώρα σκέφτομαι ότι είμαστε χαμένοι. Άραγε τι σκοπεύει να κάνει για να πάρει την εκδίκηση του; Βέβαια αν υπάρχει κάποιος που πρέπει να πάρει εκδίκηση, τότε σίγουρα δεν είναι αυτός. Αφού άλλωστε ο οκάλεσε όλα. Και η Βαρβάρα. Αυτή έφταιγε για όλα. Είχε πληγωθεί από.... από εμένα βασικά. Εγώ δηλαδή προκάλεσα αυτή την αλυσιδωτή αντίδραση. Για να κάνω κάτι που εγώ ήθελα. Και τώρα όλο αυτό μου γύρισε μπούμερανγκ. Όλες αυτές οι σκέψεις στριφογυριζαν στο κεφάλι μου, όση ώρα ήμουν κολλημένος με το δεξί μου γόνατο στο πάτωμα. Τώρα τα βήματα που άκουγα πριν λίγο πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο κοντά μας. Κοιτάζω τον Γιούρι. Μου κάνει νόημα να σηκωθώ αργά και σταθερά, προφανώς για να ξεφύγουμε. Ακριβώς την στιγμή που ακούγεται μια σειρήνα τόσο κοντά μου, που νομίζω ότι θα μου σπάσει τα τύμπανα. Αμέσως ακούω τον Φώτη να τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση. Περιμένουμε για λίγο, ώσπου πια δεν ακούγονται τα βήματα του, από όσο καταλαβαίνω μέσα στο χαλασμό που κάνει η σειρήνα, ή μάλλον ο συναγερμός του αυτοκινήτου. Τώρα κατάλαβα το σωτήριο -για εμάς τουλάχιστον- λάθος που έκανε. Ακούμπησε το χερούλι της πόρτας, ενεργοποιώντας έτσι το σύστημα ασφαλείας. Αυτό δηλαδή που εγώ ευτυχώς σκέφτηκα να προσέξω. Τώρα έτρεχε, πιθανόν φοβούμενος μην τον περάσουν για κλέφτη. Το ίδιο κάναμε και εμείς. Φτάσαμε σε ένα φράχτη λίγα μέτρα πιο δίπλα από εμάς. Σκαρφάλωσα σχετικά γρήγορα, αν και έκανα ένα μικρό σκίσιμο στο τζίν μου. Πήδηξα στην άλλη μεριά και κατάλαβα ότι αυτή ήταν η πολυκατοικία που έμενε ο Γιούρι. Τουλάχιστον βρεθήκαμε σε ένα οικείο μέρος.
"Ουφ, φθηνά την γλιτώσαμε!", λέει ο Γιούρι, λαχανιασμένος.
Δεν δίνω καμία απάντηση. Πως θα μπορούσα άλλωστε; Μόλις τώρα καταφέραμε να αποφύγουμε από την ομοφοβική επίθεση ενός τύπου. Ο οποίος παρεπιπτόντως το είχε ξανακάνει και ήταν το τσιράκι της κοπέλας που είχα απορρίψει. Πόσο πολύ είχαν μπερδευτεί τα πράγματα; Και που θα οδηγούσε όλο αυτό; Στιγμιαία έκανα μια άσχημη σκέψη: Κι αν η σχέση μου με τον Γιούρι είναι τελικά ένα τεράστιο λάθος;
"Τι έχεις πάθει; Μοιάζεις λες και κοντεύεις να πάθεις νευρικό κλονισμό!"
Η φωνή του ηχεί στα αυτιά μου σαν ξυπνητήρι. Πως να του πω την σκέψη που μόλις πέρασε από το μυαλό μου;
"Λίγο νομίζεις ήταν αυτό;", φωνάζω θυμωμένος. Κάθομαι σε ένα πεζούλι, κάτω από τα γυμνά κλαδιά ενός μικρού δέντρου. Δεν ξέρω όμως με τι είμαι θυμωμένος. Με αυτόν, με εμένα, με τον Φώτη; Με όλους. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, βρίσκομαι σε μια κατάσταση που θέλω να ρίξω ευθύνες σε όλους. Δεν αντέχω άλλο αυτή την ζωή, δεν έχω ζωή! Θέλω να είμαι ελεύθερος! Γιατί να μην μπορώ να φιλήσω και να αγκαλιάσω το αγόρι μου δημόσια; Τι κακό έχω κάνει και πρέπει να ζω σαν κλέφτης; Γιατί οι γονείς μου φοβούνται το ότι έχω διαφορετικές προτιμήσεις από ότι οι περισσότεροι άνθρωποι; Ως πότε θα κρύβομαι;
"Συγγνώμη. Αλήθεια, δεν... δεν το ήθελα, ή μάλλον, δεν το εννοούσα. Ξέρω ότι ήταν χαζό εκ μέρους μου. Απλά κι εγώ φοβάμαι. Άνθρωπος είμαι άλλωστε. Και νοιάζομαι για εσένα.", είπε και με χάιδεψε στο μάγουλο. Αυτή τη φορά όμως δεν μπορώ να αντιδράσω. Ούτε καν να χαμογελάσω. Νιώθω... Ή μάλλον δεν νιώθω τίποτα. Ίσως μονάχα ένα πράγμα. Δεν είναι συναίσθημα, είναι επιθυμία.
"Θέλω να πάω σπίτι.", έσπασα επιτέλους αυτή την ενοχλητική, αποπνικτική σιωπή. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν ήξερα τι έλεγα, τι ήθελα. Αυτό όμως επιθυμούσα πραγματικά.
"Εντάξει, έχεις δίκιο. Θα πας μόνος;"
Δεν μίλησα, παρά μόνο κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Σηκώθηκα και έφυγα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν του έριξα ούτε μια ματιά. Ούτε που τον χαιρέτησα. Κι αισθάνθηκα ότι αυτή πιθανόν να ήταν και η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Σαν μια ιστορία που φτάνει στο τέλος. Ήταν ένα πολύ ανατριχιαστικό αίσθημα, σαν μια κρύα ανάσα στον αυχένα μου.

Love wins Onde histórias criam vida. Descubra agora