Σημείωση: Μην αρχίσετε το τραγούδι τώρα, αλλά στο σημείο του κεφαλαίου που θα σας υποδειχθεί παρακάτω
*********
Γυρίζω πίσω στο σπίτι. Κοιτάζω το κινητό μου και συνειδητοποιώ ότι με το ζόρι έχει περάσει μια ώρα από την στιγμή που έφυγα.
Οι γονείς μου μόλις που με παρατηρούν και η αδερφή μου λείπει.
"Αγάπη μου τι έγινε, γύρισες κιόλας;", ρωτάει η μητέρα μου.
"Ναι. Για λίγο ήταν άλλωστε.", αποκρίνομαι, προσπαθώντας να φαίνομαι φυσικός. Και που να ήξερε τι είχε συμβεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
"Εγώ πάω στο δωμάτιο μου να ξεκουραστώ.", συνεχίζω, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
"Από την ξεκούραση;", λέει ο πατέρας μου. Δεν έχω καμία όρεξη για αστεία. Χαμογελάω όμως.
Κλείνω πίσω την πόρτα του δωματίου μου. Βγάζω τα παπούτσια μου και ξαπλώνω κατευθείαν στο κρεβάτι. Μέσα μου νιώθω λες και γίνεται πόλεμος. Μικρές, αλλά τρομακτικές σκέψεις πετούν μέσα στο μυαλό μου σαν πολεμικά αεροπλάνα, ρίχνοντας βόμβες πανικού. Απαίσιο αίσθημα. Η κυριότερη σκέψη μου είναι η κοροϊδία που θα αντιμετωπίσουμε αν, ή μάλλον όταν μαθευτεί στο σχολείο ότι είμαστε ζευγάρι. Θα μας γδάρουν. Δεν θέλω να το ζήσω αυτό, φοβάμαι. Δεν έχω την ψυχική δύναμη να κάνω κάτι τέτοιο.
(Να αρχίσει η μουσική)
Κλείνω τα μάτια μου και μόλις τα ανοίγω, επιπλέω μέσα στο νερό. Γύρω μου επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι. Δεν βλέπω ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Είμαι παγιδευμένος, ενώ νιώθω την ανάγκη να αναπνεύσω. Κοιτάζω επάνω, πολύ ψηλά και βλεπω μια λάμψη. Αρχίζω να κολυμπώ προς τα εκεί και βλεπω μπροστά μου τον Γιούρι. Δεν μιλάει και είναι εντελώς ανέκφραστος, σαν νεκρός. Μου κάνει νεύμα να τον πλησιάσω, όσο κι αν προσπαθώ όμως, δεν φτάνω. Είναι σαν να μην κινούμαι. Φωνάζω, αλλά δεν μου μιλάει. Αρχίζω να βυθίζομαι, όμως δεν το βάζω κάτω. Επιμένω να σπρώχνω με μανία το νερό πίσω μου, αλλα κάτι φαίνεται να με τραβάει στον πυθμένα. Δεν υπάρχει τίποτα όμως, πέρα από το τεράστιο χάσμα νερού. Όλες μου οι απόπειρες να φτάσω στην επιφάνεια πέφτουν στο κενό. Εκείνος είναι ακόμη εκεί, αλλά όταν τελικά, εξουθενωμένος, εγκαταλείπω την προσπάθεια, παίρνει ένα θλιμμένο βλέμμα. Δεν αντέχω να τον κοιτάω, αισθάνομαι τύψεις. Βάζω τα χέρια μου μπροστά στο πρόσωπο μου. Μου κόβεται η ανάσα, ανοίγω τα μάτια μου και... Ξυπνάω. Στο δωμάτιο μου, μόνο που έχει σκοτεινιάσει εντελώς. Το ψηφιακό ξυπνητήρι στο γραφείο μου λέει 02:17. Τα μάτια μου είναι υγρά και πρησμένα, που σημαίνει ότι έκλαιγα στον ύπνο μου. Φοράω ακόμη τα ρούχα μου. "Ήταν ένα όνειρο. Τίποτα παραπάνω.", σκέφτομαι.
Σηκώνομαι και ανάβω το φως του δωματίου μου. Κάθομαι πάνω στο κρεβάτι, με τα πόδια στο πάτωμα. Νιώθω άρρωστος. Τρέμω ολόκληρος και η καρδιά μου κοντεύει να σκάσει. Δεν αντέχω άλλο αυτή την παράνοια, νιώθω ότι θα τρελαθώ. Για κάποιο λόγο έχω μια τάση για εμετό, ενώ αρχίζω να βήχω. Κάνεις δεν με ακούει, προφανώς όλοι κοιμούνται. Μια τρελή σκέψη αρχίζει να κυριεύει το μυαλό μου. Μπροστά μου βλεπω μια ζώνη, αυτή από το μπουρνούζι μου. Όχι, αποκλείεται. Δεν θα μου το κάνω αυτό. Από την άλλη όμως, τι σημασία έχει; Ποιος θα ενδιαφερθεί αν πεθάνω; Κάνεις. Είμαι ένα τίποτα, ένας πουστης. Αυτό θα πιστεύουν όλοι για εμένα. Ακόμη και αν αυτοκτονήσω, όλοι θα πουν ότι ένα σκουπίδι έφυγε και καθάρισε ο τόπος.
Με τρεμάμενα χέρια, τραβάω την καρέκλα του γραφείου μου προς το κέντρο του δωματίου, κάτω από το φωτιστικό. Φτιάχνω μια θηλιά, όσο καλύτερα γίνεται. Όσο την φτιάχνω, σκέφτομαι κάτι κακό: τι θα κάνει ο Γιούρι, αν εγώ φύγω; Πως θα το πάρει; Είναι σωστό να του κάνω κάτι τόσο σκληρό, ειδικά τώρα, στα κρύα του λουτρού; Οι τύψεις με καταρρακώνουν; Τα δάκρυα έχουν στερέψει, εγώ όμως κλαίω και χωρίς αυτά. "Τώρα που έφτασα ως εδώ, δεν έχει επιστροφή", πείθω τελικά τον εαυτό μου. Ανεβαίνω στην καρέκλα και περνάω την άκρη της θηλιας στο χείλος του φωτιστικού.
Έφτασε λοιπόν η κρίσιμη στιγμή. Ποτέ δεν περίμενα να τελειώσει τόσο άδοξα. Τελικά αυτό που λένε ότι λίγο πριν πεθάνεις, περνάει μπροστά από τα μάτια σου όλη σου η ζωή σαν ταινία, ισχύει. Πέρασα την θηλιά γύρω από τον λαιμό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κλώτσησα την καρέκλα προς τα πίσω. Όπως είναι λογικό, πνιγομαι. Δεν μπορώ να εκπνεύσω και πανικοβαλλομαι. Μέχρι που κάνω ένα τραγικό λάθος. Ή μάλλον δυο. Το πρώτο είναι ότι δεν συγκρατώ τον βήχα μου, ο οποίος βγαίνει πολύ δυνατός από τα πνευμόνια μου, ηχωντας σε όλο το δωμάτιο. Το δεύτερο το κατάλαβα αφού ένιωσα κάτι να ταλαντώνεται πάνω από το κεφάλι μου, προφανώς το καλώδιο της λάμπας. Και θυμάμαι ότι δεν έχω κλείσει το φως. Κι αν κοπεί; Ο κίνδυνος είναι πολύ μεγαλος.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ακούω μια πόρτα να ανοίγει, ακριβώς στο διπλανό δωμάτιο. "Η Ιόλη", σκέφτομαι. Μακάρι να μην ακούσει κανένα θόρυβο, ή να μην έχει ήδη ακούσει τίποτα. Το στομάχι μου σφίγγεται. Μάταια όμως. Προφανώς ο βήχας μου είναι πολύ πιο δυνατός από ότι φαντάζομουν.
"Ηρακλή, είσαι καλά;", λέει σιγανά πίσω από την πόρτα. Νιώθω σταγόνες κρύου ιδρώτα να τρέχουν στο μέτωπο μου και η καρδιά μου πάει να σπάσει.
Φυσικά δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Πασχίζω να πάρω ανάσα.
"Γιατί δεν μιλάς; Έγινε τίποτα; Κοιμάσαι ή μήπως όχι;" Οι ερωτήσεις της με ταράζουν χειρότερα και το αποτέλεσμα είναι να χτυπήσω το πόδι μου με υπερβολική δύναμη στην άκρη του γραφείου μου. Τώρα την έχω πατήσει.
"Τι κάνεις εκεί μέσα; Και τι θόρυβος είναι αυτός;", ρωταει έντρομη, πεπεισμένη πως κάτι δεν πάει καλά.
Μόνο μην ανοίξει την πόρτα. Αν και πλέον είμαι σίγουρος ότι θα το κάνει. Ας τελειώσει τώρα, ας πεθάνω πρώτα και μετά να την ανοίξει. Όσο κι αν ζαλίζομαι και παρά τον ασφυκτικό πνιγμό στο λαιμό, ακόμη είμαι ζωντανός. Πολύ βασανιστικός θάνατος και υπερβολικά αργός.
"Ηρακλή, σταμάτα την πλάκα, σε ικετεύω! Άνοιξε την πόρτα, ή έστω μιλά μου! Αποκλείεται να κοιμάσαι και να κάνεις τόση φασαρία!", λέει, ενώ νομίζω ότι έχει βάλει τα κλάματα. Πιστεύει ότι της κάνω πλάκα. Που να ήξερε την αλήθεια όμως...
"Θα μετρήσω ως το τρία. Εάν δεν απαντήσεις, θα ανοίξω την πόρτα του δωματίου σου, ο,τι και να κάνεις εκεί μέσα!", μουρμουριζει δυνατά, ενώ είναι σίγουρο ότι έχει θυμώσει και σίγουρα δεν αστειεύεται. Το εννοεί. Θα ανοίξει την πόρτα. Θα μπει στο δωμάτιο. Θα με δει σε αυτό το χάλι. Έχω τρία δευτερόλεπτα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα. Φτάνουν και περισσεύουν για να αλλάξουν όλα σε μια στιγμή. Δεν θα προλάβει, αποκλείεται.
"Ένα..." Στο μεταξύ νιώθω να παίρνω λιγότερο οξυγόνο. Άρα πετυχαίνει. Επιτέλους. Έχω ολοένα και περισσότερες ελπίδες να μην προλάβει. Το καλώδιο όμως δείχνει πως πιέζεται αρκετά. Το καταλαβαίνω από τις επικίνδυνες ταλαντώσεις που πραγματοποιεί. Θα αντέξει ως το τέλος;
"Δύο..." Η φωνή της ακούγεται σαν να έρχεται από το υπερπέραν. Βασικά, μετά βίας φτάνει στα αυτιά μου. Όμως, από πάνω μου, ακούγεται κάτι σαν να σκίζεται. Ή μάλλον, να κόβεται. Το καλώδιο. Εκατοντάδες σπινθήρες τινάζονται πάνω από το κεφάλι μου, προκαλώντας ένα τεράστιο κρότο και βυθίζοντας το δωμάτιο στο απόλυτο σκοτάδι, ενώ από θαύμα δεν παθαίνω ηλεκτροσόκ. Θαύμα είναι επίσης το γεγονός ότι ακόμη ζω. Πέφτω στο κενό, ουσιαστικά όμως, αισθάνομαι πως αιωρούμαι. Όπως ακριβώς και στον εφιάλτη που είδα πριν λίγη ώρα. Γύρω από το λαιμό μου υπάρχει ακόμη η θηλιά.
Μόλις άκουσε τον πάταγο της πτώσης μου και πριν προλάβει να προφέρει ολόκληρη την λέξη "τρία", η Ιόλη εισβάλλει στο δωμάτιο μου. Μπροστά από το κεφάλι μου πέφτει το φωτιστικό, μαζί με την λάμπα, η οποία χαλαρώνει, φεύγει στον αέρα και σπάει σε χίλια κομμάτια. Το μισό κομμάτι από το καλώδιο λυγίζει και νιώθω το λαιμό μου απελευθερωμένο. Αυτή είναι και η τελευταία εικόνα που πιάνουν τα μάτια μου πριν χάσω τις αισθήσεις μου, σε συνδυασμό με τις φωνές της αδερφής μου, η οποία ουρλιάζει σαν να την μαχαίρωσαν στην καρδιά.
YOU ARE READING
Love wins
Teen FictionΟ Ηρακλής είναι ένα αγόρι 15 ετών που ζει στην Αθήνα και που μόλις έχει αρχίσει το λύκειο. Την πρώτη μέρα στο σχολείο γνωρίζει τον Γιούρι, έναν συνομήλικο του από την Ουκρανία. Τα δύο αγόρια αναπτύσσουν μια καλή φιλία που θα εξελιχθεί σε έναν μεγάλο...