Κεφάλαιο 10ο: Και ο νικητής είναι...

348 17 15
                                    

15 χρόνια αργότερα

Κοπεγχάγη, Δανία

Επιτέλους έφτασαν τα Χριστούγεννα. Στην πρωτεύουσα της Δανίας οι άνθρωποι ετοιμάζονται πυρετωδώς για την μεγάλη γιορτή. Δώρα αγοράζονται από τα πολυκαταστήματα, στολισμοί κάνουν πιο λαμπερά τα παράθυρα των σπιτιών και τις βιτρίνες των μαγαζιών, ενώ κάθε βράδυ, μυρωδιές από τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα ξετρυπωνουν από τα διαμερίσματα και πλημμυρίζουν τις πολυκατοικίες.
Κάποιο από αυτά τα βράδυα, μέσα σε ένα από τα άπειρα διαμερίσματα των υπεράριθμων πολυκατοικιών της Κοπεγχάγης, ένα μικρό, βελούδινο και χαριτωμένο χεράκι αγγίζει ένα διακοσμητικό αστέρι. Ανήκει σε ένα μωρό, του οποίου τα γκρίζα μάτια επεξεργάζονται την παραμικρή λεπτομέρεια πάνω σε αυτό το πρωτόγνωρο, γυαλιστερό αντικείμενο. Βρίσκεται πάνω στους ώμους του ενός από τους πατέρες του.
"Έλα Felix, βάλε το αστεράκι στην κορυφή του δέντρου", λέει ενθαρρυντικά εκείνος, προσπαθώντας να εξηγήσει στο παιδί του τι πρέπει να κάνει. Συγχρόνως, κρατάει μια βιντεοκάμερα με το άλλο του χέρι.
Εκείνο τον κοιτάει περίεργα.
"Ακόμη αυτό παλεύεις; Γιατί δεν τον βοηθάς;", ρωτάει ο άλλος γονιός, μπαίνοντας στο σαλόνι και χαμογελώντας στον σύζυγό του.
"Δεν μπορώ, θέλω να τον τραβήξω βίντεο. Είναι τα πρώτα του Χριστούγεννα με εμάς και θέλω να καταγραψω κάθε όμορφη ανάμνηση.", απαντάει εκείνος.
"Ηρακλή!", γκρινιάζει. "Καταρχάς το παιδί είναι μόλις δύο χρόνων. Άρα, χρειάζεται την βοήθεια μας. Και δεύτερον, οι καλύτερες αναμνήσεις μένουν στο μυαλό μας και όχι σε μια κάρτα μνήμης."
Πιάνει το παιδί στα χέρια του και μαζί κρατάνε το αστέρι, τοποθετώντας το στην κορυφή του βαρυφορτωμενου χριστουγεννιάτικου δέντρου. Ο ενθουσιασμός φαίνεται τυπωμένος στο πρόσωπο του μικρούλη Felix, προπαντός την στιγμή που ο ένας μπαμπάς του χειροκροτεί και ο άλλος του δίνει ένα φιλί στο παχουλό του μάγουλο.
Έπειτα αφήνουν το αγοράκι στο χαλί του σαλονιού, για να παίξει με τα σφηνοτουβλακια του. Εκείνοι ξαπλώνουν στον καναπέ και αγκαλιάζονται. Παρατηρούν τον γιο τους που δείχνει ιδιαίτερα απασχολημένος με τα παιχνίδια του.
"Το πιστεύεις ότι τελικά αυτό το κεφτεδακι είναι δικό μας;", ρωτάει ο ένας από τους δύο.
"Μην το λες κεφτεδακι!", αντιδρά ο άλλος.
"Συγγνώμη, ξέχασα ότι μιλάμε για το παιδί σου. κοροϊδεύει ο πρώτος.
"Το οποίο παρεπιπτόντως είναι και παιδί σου. Ή μήπως πρέπει να...", δεν προλαβαίνει να τελειώσει την φράση του και δέχεται ένα φιλί στο στόμα από τον άντρα του.
"Μιλάς πολύ. Μπορείς να μου πεις γιατί παντρεύτηκα έναν γκρινιάρη σαν εσένα;"
"Γιατί πεθαίνεις για μένα και δεν αντέχεις μακριά μου.", του αποκρίνεται προκλητικά.
"Αλήθεια εεε; Τι μας λες! Ε, λοιπόν ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο. Σε λατρεύω. Είσαι τα πάντα για εμένα.", λέει με χαριτωμένο ύφος. "Εσύ με αγαπάς;"
"Σε ανέχομαι από τότε που ήμασταν 15, είναι δυνατόν να μην λιώνω για σένα;", απαντάει.
"Σιγά μην σε πιέσαμε κιόλας!", φωνάζει ο σύντροφός του ειρωνικά. "Που αν δεν σε είχα φιλήσει εκείνο το βράδυ..."
"Σςςς, παψε! Σου έχω πει δεν θέλω να συζητάμε τέτοια πράγματα μπροστά στο παιδί."
"Κατά φωνή.", σχολιάζει, βλέποντας το μωρό να τους πλησιάζει με γρήγορο βήμα. Προσπαθεί να ανέβει στον καναπέ και να μπει κι αυτός στην αγκαλιά τους.
"Είσαι πολύ ζηλιάρης, μικρέ, το ξέρεις;"
"Κοίτα ποιος μιλάει! Ξεχνάς πως έκανες εσύ όταν έβλεπες την Ναυσικά δίπλα μου;"
"Γιούρι! Άλλο αυτό!", λέει, γυρίζοντας την πλάτη του.
"Όταν θυμώνεις, μου φαίνεσαι πιο γλυκούλης από ότι είσαι συνήθως. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν μπορείς να μου θυμώσεις.", του λέει.
"Κι εσύ πως το καταλαβαίνεις;"
"Εεμ, ψυχολογία έχω σπουδάσει γλυκέ μου.", του απαντάει και του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο, ενώ κατεβάζει τον μικρό από τον καναπέ. "Κι εσύ άντε να παίξεις, που θες να τα μαθαίνεις όλα. Περίεργο πλάσμα."
Ο μικρός τρέχει πίσω στα παιχνίδια του.
"Αύριο κλείνουν τα σχολεία.", λέει ο Ηρακλής.
"Ναι. Χαίρομαι να βλέπω τους μαθητές να χαμογελάνε για τις διακοπές. Χθές, σήμερα και αύριο, όλοι έρχονται να μου πουν που θα πάνε διακοπές και πως θα τις περάσουν.", απαντάει ο Γιούρι και σηκώνεται για να πιεί μια γουλια από τον καφέ του.
"Τουλάχιστον σου λένε ευχάριστα πράγματα, δεν είναι αγχωμενοι για κάτι."
"Ναι. Οι περισσότεροι θα πάνε σε σπίτια συγγενών, άλλοι θα φύγουν από την πόλη, ενώ η Anemone Knudsen, εκείνη η κοπέλα που είναι μαθήτρια σου στο πρότζεκτ για την φωτογραφία, θα πάει στην Ισλανδία, στους παππούδες της.", λέει ο Γιούρι, ενώ δείχνει σκεπτικός.
"Ναι μου το είπε την Τρίτη που είχαμε μάθημα. Θα φέρει πίσω πολλές φωτογραφίες, για να εμπλουτίσει το PowerPoint της που θα παρουσιάσει στο τέλος της χρονιάς. Λέει ότι στο Κεφλαβικ, την πόλη καταγωγής της μητέρας της, κάνουν πολλά έθιμα, ενώ θα βγάλει και φωτογραφίες από τις ισλανδικές ακτές και δάση."
Ο Γιούρι δεν μιλάει αρχικά. Αναστεναζει.
"Τι έπαθες;", αναρωτιέται ο Ηρακλής.
"Κατά βάθος στεναχωριέμαι που οι δικοί μου δεν μου στέλνουν ούτε ένα μύνημα για τις γιορτές. Είναι λες και τα τελευταία επτά χρόνια που ξέρουν ότι είμαι γκέι και μου έκλεισαν την πόρτα, έχω πεθάνει για αυτούς. Ούτε καν που τόλμησαν να με αναζητήσουν. Εσένα όμως σε αποδέχτηκαν. Δεν ζηλεύω αυτό, απεναντίας χαίρομαι που έχεις καλή σχέση με την οικογένειά σου. Αλλά...", σταματάει, καθώς ένα δάκρυ φεύγει από το μάτι του. Ο Ηρακλής του δίνει αμέσως ένα χαρτομάντιλο. "Αλλά, δεν άξιζα τέτοια απόρριψη. Ούτε καν τα αδέρφια μου δεν θέλουν να με δουν. Γιατί;"
Κάθε χρόνο, από τότε που είχαν μετακομίσει στη Δανία, ο Γιούρι είχε αυτό το παράπονο. Χαιρόταν να ακούει τους μαθητές στο σχολείο όπου δούλευε ως ψυχολόγος να του μιλάνε για τις διακοπές τους με τις οικογένειές τους, κάθε φορά όμως ένα μικρό κομματάκι της καρδιάς του έσπαγε. Και ξανακολλουσε, όταν ξεχνούσε αυτό το παράπονο.
Κι ο Ηρακλής δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι. Είχε κάνει κάποιες προσπάθειες να τον ενώσει με την οικογένεια του, που δυστυχώς όλες κατέληξαν στο κενό. Φέτος όμως, κάτι ήταν διαφορετικό. Μονο που ο Ηρακλής δεν μπορούσε, ή μάλλον δεν ήθελε να του πει κάτι, καθώς του το κρατούσε για έκπληξη.
"Κι εγώ λυπάμαι που δεν είναι αλλιώς τα πράγματα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπούν. Σίγουρα τους πονάει, δεν είναι δυνατόν να μην νιώθουν το παραμικρό για αυτή την κατάσταση.", τον παρηγορεί.
Ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι. Ο Ηρακλής επιτέλους ανακουφίζεται. "Ήρθαν", σκέφτεται.
"Πήγαινε να ανοίξεις.", λέει στον Γιούρι, ο οποιος σηκώνεται και κατευθύνεται στην πόρτα.
Μόλις την ανοίγει, δεν πιστεύει σε αυτό που αντικρίζει. Αρχικά δεν τους αναγνωρίζει, μόλις όμως καταλαβαίνει ότι είναι τα αδέρφια του, σοκάρεται.
"Γεια", κάνει την πρώτη κίνηση η μικρή του αδερφή, η Βαλεντίνα. Η αμηχανία όλων είναι αισθητή και ολοφάνερη.
Ο Γιούρι σπάει επιτέλους τον πάγο, αγκαλιάζοντας την. Δεν μπορεί να κρύψει την συγκίνηση του. Νιώθει ότι ένα θαύμα μόλις έγινε. Αμέσως αγκαλιάζει και τα υπόλοιπα αδέρφια του, την Νατάσα και τον Ιβάν.
"Ας μην στεκόμαστε εδώ έξω, ελάτε να καθίσουμε.", λέει το αυτονόητο ο Ηρακλής, που στο μεταξύ έχει ήδη φτάσει κι αυτός στην είσοδο του σπιτιού, ακολουθούμενος από τον Felix, ο οποίος, γνωστός για την περιέργεια του, έχει καταλάβει ότι κάποιος έχει φτάσει.
Λίγο αργότερα, όλοι βρίσκονται στο καθιστικό. Αν και η ατμόσφαιρα έχει ζεσταθεί αρκετά μεταξύ τους, υπάρχει ακόμη μια ψύχρα στην ατμόσφαιρα.
"Μου λείψατε όλοι σας τόσο πολύ.", αρχίζει ο Γιούρι, ακόμα έκπληκτος.
"Κι εμάς μας έλειψες αδερφούλη. Κι ας είχαμε χαθεί. Να ξέρεις δεν το θέλαμε καθόλου. Απλά... Το στερηθηκαμε για ανόητους λόγους.", μιλάει η Νατάσα αυτή την φορά.
"Τι θες να πεις;"
"Στην αρχή, εννοώ όταν μας μίλησες για εσένα, ήμασταν όλοι στην οικογένεια τρομαγμένοι. Έπειτα όμως, εμείς αποφασίσαμε να σταθούμε με το μέρος σου. Αλλά η μαμά και ο μπαμπάς, είχαν διαφορετική άποψη.", συνεχίζει η αδερφή του.
"Είχαν θυμώσει πάρα πολύ που τους εκρυψες κάτι τόσο σημαντικό για τόσα πολλά χρόνια. Ειδικά ο μπαμπάς είχε γίνει έξω φρενών. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι είσαι διαφορετικός με αυτόν τον τρόπο.", παίρνει το λόγο ο Ιβάν, ο οποίος ως τώρα φαινόταν να έχει την μεγαλύτερη δυσκολία να εκφραστεί.
"Και εσείς, πως πήρατε την απόφαση να έρθετε στην Κοπεγχάγη να με δείτε; Βασικά, πως μάθατε που ακριβώς μένουμε;", απορεί ο Γιούρι. Μια ματιά στον Ηρακλή όμως, αρκεί για να καταλάβει πολλά.
"Αυτό ήταν εν μέρει δική μου παρέμβαση.", του απαντάει κοιτώντας τον κατάματα, πιο ειλικρινής από ποτέ.
"Και θέλαμε να σου κάνουμε έκπληξη. Γι'αυτό δεν έπρεπε να μάθεις απολύτως τίποτα.", συμπληρώνει η Βαλεντίνα τα λόγια του Ηρακλή.
"Πραγματικά δεν εχω τι να πω. Ήταν ο, τι καλύτερο μπορούσατε να κάνετε για μένα. Και για την οικογένεια μας. Αλήθεια, τι κάνουν η μαμά και ο μπαμπάς; Το ξέρουν ότι είστε εδώ;"
"Μα φυσικά και το ξέρουν!", αποκρίνεται η Νατάσα.
"Και δεν αντέδρασαν καν;", αναρωτιέται έκπληκτος ο Γιούρι.
"Γιατί να αντιδράσουν; Δεν είμαστε μωρα πια.", απαντάει ξανά η Νατάσα, με απόλυτη φυσικότητα.
"Βασικά ο μπαμπάς το πήρε λίγο στραβά στην αρχή. Όμως η μαμά τον μαλάκωσε. Όπως και αν το κάνουμε, δεν γινόταν να μην το ξέρουν.", προσθέτει ο Ιβάν.
"Μου λείπουν. Όσο και αν πονάω που μου φέρθηκαν τόσο άδικα, θέλω πολύ να τους δω."
"Μην ανησυχείς. Θα γίνει κι αυτό.", του λέει ο Ιβάν χαμογελώντας. "Η μαμά είπε ότι και εκείνης της έχεις λείψει. Θέλει κι εκείνη να σε ξαναδεί."
"Το έχει μετανιώσει παρά πολύ αυτό που έκανε. Μέχρι και ο μπαμπάς μας είπε να σου ζητήσουμε εκ μέρους του μια τεράστια συγγνώμη για όλα όσα έγιναν.", λέει η Βαλεντίνα και τα μάτια της λάμπουν από συγκίνηση.
Ησυχία. Ο Felix πλησιάζει τον Ηρακλή και του δίνει ένα λούτρινο αρκουδάκι πάντα για να παίξουν.
"Αυτός είναι ο γιος σας;", ρωτάει η Νατάσα με ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπο της.
"Ναι", απαντά ο Ηρακλής και χαϊδεύει τα μαλλιά του μωρού.
"Και πως τον λένε;", ζητά να μάθει η Βαλεντίνα.
"Felix", λέει ο Γιούρι.
"Είναι πολύ όμορφος. Μπορώ να τον κρατήσω για λίγο;", ζητά ο Ιβάν.
"Έννοειται πως μπορείς." Συγχρόνως ο Ηρακλής πιάνει το παιδί του και του το δίνει.
Ο μικρός κοιτάζει καλύτερα τα πρωτόγνωρα για αυτόν πρόσωπα.
"Άραγε πως θα το πάρουν οι γονείς μας αν μάθουν ότι έγιναν παππούδες;", ρωτάει ο Γιούρι γελώντας.
"Ας πούμε ότι έχουν ήδη εμπειρία.", λέει η Νατάσα, ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
"Τι εννοείς;"
"Εννοώ ότι είσαι θείος. Έχω κι εγώ ένα παιδί. Μια κόρη.", του απαντάει η αδερφή του.
"Και που είναι;"
"Μα στην Ελλάδα φυσικά. Είναι όμως σε καλά χέρια. Ο πατέρας της και οι παππούδες της σίγουρα την προσέχουν. Κι ας είναι μακριά απο την μαμά."
Χαμόγελα ευτυχίας βρίσκονται στα πρόσωπα όλων.
"Είσαι χαρούμενος;", ρωτάει ο Ηρακλής τον Γιούρι, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του.
"Είναι το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ."
"Εγώ λέω, μιας και είμαστε όλοι μαζί εδώ πέρα, να δώσουμε μια υπόσχεση.", προτείνει ο Ηρακλής.
"Τι υπόσχεση μωρό μου;"
"Ότι του χρόνου τέτοια εποχή θα είμαστε στην Ελλάδα. Και θα περάσουμε τις γιορτές στο σπίτι σου, με την οικογένειά σου και την δική μου. Αν δηλαδή συμφωνήσουν όλοι. Λοιπόν, τι λέτε;"
"Υπέροχη ιδέα. Εμείς είμαστε σύμφωνοι.", δηλώνει η Βαλεντίνα, ενώ οι υπόλοιποι δεν δείχνουν να έχουν αντιρρήσεις.
Ο Γιούρι πλησιάζει τον Ηρακλή και του δίνει ένα φιλί στα χείλη.
"Φέτος τα Χριστούγεννα θα είναι όμορφα, του χρόνου όμως θα είναι καλύτερα. Κι όλα αυτά χάρη σε εσένα. Γι'αυτό σ'αγαπώ."
"Κι εγώ σ'αγαπώ γλυκέ μου. Και ξέρεις πότε όλα γίνονται όμορφα;
"Πότε;"
"Όταν η αγάπη νικάει. Δηλαδή πάντα. Γιατί στο τέλος, πάντα η αγάπη νικάει."
                                                     Τέλος

Love wins Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang