9

20 5 1
                                    

 “Το σπίτι των παππούδων μου δεν είναι πολύ μεγάλο… εκτός από τις αυλές. Η μία στο πίσω μέρος του σπιτιού είχε ακόμη και ένα μικρό θερμοκήπιο όπου καλλιεργούσαν τα δικά τους λαχανικά. Πίσω από το σπίτι ήταν ένα χωράφι με αγαυή φυτά το οποίο περιποιόταν ο παππούς μου και στο πίσω μέρος του χωραφιού ήταν μια παλιά τουαλέτα που έριχνε νερά στο ποτάμι.

Μια φορά, καθώς έπαιζα με τα ξαδέρφια και τα αδέρφια μου στο χωράφι, αποφάσισα να πάω στην παλιά αυτή τουαλέτα. Η πόρτα δεν έκλεινε καλά, γι’αυτό χρειάστηκα δύο ξαδέρφια μου να μου κρατάνε την πόρτα όσο ήμουν στην τουαλέτα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, άκουσα μια ανατριχιαστική κραυγή και τον ήχο όλων των ξαδερφιών μου να τρέχουν μακριά από την τουαλέτα.

Προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα και να τρέξω, αλλά είχε κολλήσει, παρ’όλο που δεν είχε κλειδαριά. Η φωνή συνέχισε να διαπερνά τον αέρα και ανατρίχιασα ολόκληρος. Έσπρωξα και χτύπησα την πόρτα, χωρίς καθόλου τύχη. Νόμιζα ότι θα πέθαινα σε αυτή την παλιά τουαλέτα.”

“Όταν τελικά άνοιξε η πόρτα, έτρεξα έξω και κάλυψα τη απόσταση από το χωράφι μέχρι την αυλή σε δευτερόλεπτα. Όλοι με περίμεναν, ήταν χλωμοί και έκλαιγαν. Η κραυγή είχε σβήσει, αλλά όταν κοιτάξαμε το χωράφι, είδαμε μια λευκή μορφή με το σώμα γυναίκα να περνά πάνω από το ποτάμι πίσω από την παλιά τουαλέτα, ακολουθώντας την ροή του ποταμού.”

“Ο παππούς μας αργότερα μας είπε ότι ήταν η ‘Γυναίκα που φωνάζει’ και ότι την είχε δει και ακούσει ξανά. Μας προειδοποίησε να μην την αφήσουμε να μας ξαναδεί, γιατί αν την βλέπαμε ποτέ από κοντά, θα πεθαίναμε από τον φόβο. Δεν ξαναπαίξαμε στα χωράφια του ποτέ.”

Αντέχεις Where stories live. Discover now