Να έχεις δίπλα σου εκείνον τον άνθρωπο ή εκείνη τη ζωή . Να είναι εκείνη την ώρα μαζί σου, μέσα σου , να γελάτε, να μιλάτε σα να είναι η οποιαδήποτε ώρα και να αφήσεις το ρολόι. Πόσο αργά νόμιζες θα περάσει ο χρόνος. Μέχρι που άκουσες τα φουγάρα και την κάπνα να βάζει μπρος . Και τα πλοία ξεφυσανε καμία φορά. Σου έλεγα πως ο καπνός ο μαύρος που βγάζουν όταν ετοιμάζονται είναι οι ψυχές που έμειναν από το προηγούμενο ταξίδι. Που δεν έφτασαν ποτέ γιατί αλλού πήγε η καρδιά αλλού το ποτέ γιατί αλλού πήγε η κάρδια αλλού το σώμα. Σώματα χωρίς καρδιά, χωρίς κεφαλιά ή μαλλιά. Τρέχουν να πιάσουν θέση μπροστά. Έχεις μακρύ ταξίδι. Έχουμε μισή ώρα γιατί βιάζεστε; Έχουμε 5 λεπτά. Γιατί βιάζεστε. Στην πόρτα περιμένουν τα εισιτήρια σου. Να σφραγίζουν και επίσημα τη φυγή σου, γιατί φυγή ελεύθερη χωρίς εισιτήρια χωρίς βαλίτσες δεν υπάρχει. Και εσύ περιμένεις να σταματήσει η ώρα μα ο χρόνος πέρασε. Γαμωτο. Ο χρόνος γιατρός είναι. Μα ξέρει καλά να δολοφονεί ότι δημιουργεί. Φίλα με . Πιο πολύ, πιο αργά, μη κοιτάς την ώρα μην κοιτάς του γύρω, μη μου σκουπίζεις τα δάκρυα, δε κλαίω, σφυξε με και άλλο ίσως έτσι καλύψουμε ένα μέρος της απόστασης. Μη μου λες ότι τελειώσε μη μου λες ότι θα με αγαπάς για πάντα. Θα με αγαπάς μέχρι να ανοίξουμε τα πάντα και μετά όπου φταίξει αέρας θα πάρει και εμένα και εσένα άλλο λόγο πιο μακριά. Φίλα με ξανά . Γιατί σε φιλαγα πάντα τόσο τοπικά; Τότε είχα χρόνο δεν φαντάστηκα δεν σε κράτησα αρκετά. Μετάνιωνεις όταν αργά είναι. Φίλα με ξανά πρέπει να φύγω. Πέταξε το δαχτυλίδι μου στα θολά μου νερα. Κανείς να μην το βρει να μην χαθεί σε συρτάρια και σε δάχτυλα. Να χαθεί εκεί που χαθήκαμε και εμείς. Εκεί που χαθήκανε όλα. Στα λιμάνια, στα αεροδρόμια στις στάσεις. Εκεί που η ώρα γίνεται τιμωρός. Το πέταξες εγώ με την σειρά μου. Και βουλιάξε στα Λασπωμένα νερά. Και για πάντα εκεί έμεινε. Και σε άφησα και έκλεισαν οι πόρτες. Και στα κατάστρωμα βγήκα. Να αυτό, πόνεσε παραπάνω. Το πλοίο δεν ξεκινούσε ακόμα. Ήθελε μάλλον να κοιτάξουμε λίγο ακόμα αυτό που σε λίγες ώρες πίσω θα αφήσουμε. Και στεκοσουν εκεί . Είχες καθίσει στις κίτρινες γραμμές και έπινες κάτι. Σε πήρα τηλέφωνο. Από πάνω σε κοιτούσα. Μη πίνεις πολύ. Εκείνα τα 5 λεπτά που μιλάγαμε για σα μια ζωή. Ξεκινάει το πλοίο, μην χάνεσαι. Χάνεσαι. Σε βλέπω στο βάθος. Ακόμα φαίνεσαι ακόμα νιώθω την τελευταία σου αγκαλιά . Τώρα όμως δεν σε βλέπω. Καληνύχτα. Δεν σε ακούω καλά. Δεν ξέρω αν με άκουσες και ποτέ Αλαλ άκουσα μόνο ένα. Τη φωνή σου να σπάει. Και το τηλέφωνο να κλείνει. Το δαχτυλίδι σου που πέταξες. Και εγώ με την σειρά μου έκανα πως πέταξα το δικό μου. Δεν το πέταξα ποτέ. Έμεινε για πάντα γύρω από τον δείκτη μου. Γιατί οπότε δείχνω τον δρόμο εσύ θα με σφραγίσεις. Να μου θυμίσεις πως πήρα λάθος δρόμο εκείνο το απόγευμα . Και τελικά ξανά γύρισα χρόνια μετά. Και ξέχασα τη φωνή σου. Τη θυμάμαι όμως να σπάει . Με θυμάσαι να σπάω. Δεν την βρήκα ποτέ. Δεν με βρήκε ποτέ. Και ήταν τόσο απλά όλα.