Η κοπέλα μου απαντάει στα μυνήματα. Μου κλείνει το τηλέφωνο. Σπάω το κεφάλι να βρω που έφτιαξα. Πετυχαίνω την μάμα της στον δρόμο. Κάπνιζε. Μα η μαμά της δεν καπνίζει. Καλώ την κοπέλα μου στο κινητό της το πρωί. Πρέπει να ξύπνησει για τις εξετάσεις της. Με βρίζει. Μου λέει ότι δεν την αγαπάω. Πηγαίνω στο σπίτι της. Η κοπέλα μου δεν φεύγει από πάνω μου, την κρατάω σφιχτά και η ζακέτα μου υγρή από τα δάκρυα της. Η κοπέλα μου με κοιτάει ντροπιασμένη. Σου είπα ότι θα συνεχίσει να είσαι πανέμορφη και έτσι της λέω. Μα εκείνη κοιτάει αμίλητη τον καθρέφτη της και παρατήρει το ξυρισμένο κεφάλι της. Η κοπέλα μου το βράδυ σηκώθηκε. Έφτυσε αίμα στο μπάνιο. Τα νοσοκομεία με φόβιζαν όσο με φοβίζε και η ζωή. Η ζωή μακριά της. Κοιτάω έξω από το παράθυρο της. Βάζω στην τσέπη μου τα μπλε χαπακια που είχα πάρει από έναν φίλο. Ίσως τα δοκιμάσω το βράδυ. Το βράδυ που η κοπέλα μου θα κοιμάται. Και θεέ μου απλά να κοιμάται. Τα αστεία μας ήταν ευχάριστα. Παράτηρω το χαμόγελο της. Να σε βγάλω μια φωτογραφία ; μου γνέφει καταφατικά. Αποχαιρετώ την κοπέλα μου. Το κρύο της χέρι κρατάει σφιχτά το μεγαλύτερο κομμάτι μου . Θα το έχει εκεί για πάντα μαζί της. Κρατάω εκείνη την τελευταία της φωτογραφία θα μπορούσα να δώσω όλη την ζωή που μου απέμεινε μονάχα για να ξανά ζούσα εκείνη την στιγμή. Διακρίνω ένα δάκρυ στο μάγουλο της. Δεν το είχα παρατηρήσει ποτέ αυτό αυτά τα τρία χρόνια. Ήταν εκεί. Σιωπηλό. Σαν τον θάνατο. Και περίμενε. Να γίνει βροχή. Έως ότου το ρέμα την παρέσυρε. Ήταν μια στιγμή γέλιου που λουστηκε με μαύρα. Και άφησε νεκρό πίσω της. Εμένα.