Άνοιξα την πόρτα και έβγαλα με αδέξιο τρόπο τα παπούτσια μου, πετώντας τα πάνω στο μπεζ χαλί του σαλονιού. «Μαμά, γύρισα», ανακοίνωσα αδιάφορα και ξεκίνησα τον γνωστό δρόμο για το δωμάτιό μου.
Έκανα μερικά βήματα και παρατήρησα τον χώρο γύρω μου. Περίεργο. Θα έπρεπε να είχε απαντήσει μέχρι τώρα. «Μαμά;», φώναξα πλέον ανήσυχη.
«Μπορεί να είναι στην κουζίνα», σκέφτηκα και άλλαξα την διαδρομή μου. Με μια γρήγορη ματιά, εντόπισα δύο ακόμη φιγούρες μαζί με τη μητέρα μου να κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν κατάλαβα ποιοι ήταν, όμως ήταν φανερό πως δεν είχαν έρθει για καλό. Τα μάτια της μαμάς ήταν κατακόκκινα και πρησμένα από τα δάκρυα. Το βλέμμα της ήταν κολλημένο στο πάτωμα και προσπαθούσε να σταθεροποιήσει τον ρυθμό των αναπνοών της.
Η καρδιά μου σταμάτησε για λίγο και ένιωθα μια αδυναμία στα γόνατά μου. Οι ερωτήσεις που σχηματίζονταν στο μυαλό μου πολλαπλασιάζονταν όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα και το σώμα μου είχε παγώσει. Η τσάντα που ήταν στον ώμο μου άρχισε να γλιστράει και - πριν προλάβω να την μαζέψω - έπεσε με δύναμη στο πάτωμα, τραβώντας όλη την προσοχή πάνω μου.
Τρία, πλέον, ζευγάρια μάτια είχαν στραμμένη την προσοχή τους σε εμένα και αμέσως αναγνώρισα τα πρόσωπα των ανδρών που κάθονταν απέναντι από εκείνη. Ο μπαμπάς και ο μεγάλος μου αδερφός, ο Νίκος. Αν και έλαβα απάντηση σε μερικά απο τα ερωτήματά μου, δημιουργήθηκαν ακόμη περισσότερα. Γιατί δεν είναι ο Νίκος στην Αγγλία; Μήπως έγινε κάτι στη σχολή; Γιατί ο μπαμπάς γύρισε μετά από έξι χρόνια; Γιατί κλαίει η μαμά;
Το μόνο που μπορούσα, λοιπόν, να κάνω ήταν να κάθομαι να κοιτάω. Σε απόλυτη αδράνεια.
«Γειά σου, Δέσποινα, πάει καιρός», χαιρέτησε ο μπαμπάς, με ένα τελείως υποτονικό ύφος και παντελή έλλειψη φωτός στα μάτια του. Σαν να είχε «ρουφήξει» καποιος όλη τη ζωή από μέσα του. Ο Νίκος καθόταν δίπλα του, σιωπηλός. Τα μάτια του ταξίδευαν γρήγορα ανάμεσα σε εμένα και τη μαμά.
«Τι κάνεις εδώ;», είπα αρκετά δυνατά. Το απότομο και κοφτό ύφος μου τον ξάφνιασε, αφού όταν με άφησε ήμουν ένα μικρό εντεκάχρονο κορίτσι, ανίκανο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Τώρα όμως έχω εξελιχθεί σε ένα τελείως διαφορετικό άτομο. Δεν είμαι η κόρη που θυμόταν ότι είχε. Θα μπορούσε, εννοείται, να το είχε αποτρέψει αυτό, εάν έμενε μαζί μας. Προφανώς, όμως δεν ήμασταν τόσο σημαντικοί όσο η «δουλειά» και τα «επαγγελματικά ταξίδια». Δεν θα συγχωρήσω ποτέ αυτόν τον άνθρωπο.
«Ήρθα να σας δω», απάντησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, δίνοντάς μου χρόνο για να συλλέξω τις σκέψεις μου. «Καλύτερα να μην ερχόσουν ποτέ», είπα, αυτή τη φορά πιο χαμηλόφωνα. Τα συναισθήματά μου άρχισαν να κάνουν την παρουσία τους αισθητή. «Δεν έχεις το δικαίωμα να μου αντιμιλάς!», φώναξε, σαν να με προστάζει. «Χαίρομαι που βλέπω ότι δεν έχεις αλλάξει καθόλου», είπα με ένα χαμόγελο που έσταζε από ειρωνία.
Σηκώθηκε, πιθανότατα για να με αγκαλιάσει. Δεν θα δεχόμουν ποτέ να πάω κοντά του. Αντίθετα, έτρεξα στη μαμά και την αγκάλιασα σφιχτά. Έκλεισε τα μάτια της και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Ο Νίκος με χαιρέτησε - με τον δικο του τρόπο. Απλά με κοίταξε βαθιά στα μάτια, διαβεβαιώνοντάς με ότι όλα θα είναι εντάξει, όπως κάνει πάντα. Δεν μπορούσα, λοιπόν, να μην τον πιστέψω.
«Τι γίνεται;», ρώτησα επιτέλους. Δεν μπορούσα να ζω έτσι, έπρεπε να ξέρω. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, αποπνικτική θα ελεγα, και οι παλμοί της καρδιάς μου αυξάνονταν σημαντικά.
«Ο πατέρας σας επιμένει να πάτε μαζί του στο Dubai και να μείνετε εκεί μόνιμα. Δεν δέχεται αντιρρήσεις», ανακοίνωσε η μαμά, και άρχισε πάλι να κλαίει με λυγμούς. Ήρθε πιο κοντά στο αυτί μου και άρχισε να ψυθιριζει. «Ο Νίκος είναι ενήλικας, επομένως μπορεί να μείνει εδώ. Εσυ είσαι ακόμα δεκαεπτά, και πρέπει να κανεις ο,τι σου λέει», ανακοίνωσε και ένιωθα την καρδιά μου να βουλιάζει.
Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που συνέβαινε μόλις τώρα. Όλα συνέβησαν τόσο ξαφνικά, δεν περίμενα ποτέ ότι η μέρα μου θα είχε τέτοια εξέλιξη. Όμως, αυτή ήταν η πραγματικότητα και δεν μπορούσα να το χωνέψω.
«Όχι!», φώναξα με όλη μου τη δύναμη. Ο μπαμπάς ξαφνιάστηκε και γύρισε απότομα προς το μέρος μου. «Δεν μπορείτε να ζήσετε εδώ με τη μητέρα σας. Δεν μπορεί να σας φροντίζει πια. Η ζωή μας στο Dubai θα είναι πολύ καλύτερη», είπε με ένα πιο ήπιο τόνο στη φωνή του. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο τα έκανε όλα αυτά.
«Δεν θέλω», τον κοίταξα άγρια. «Δέσποινα, λυπάμαι αλλά δεν έχεις άλλη επιλογή», ανακοίνωσε και άφησε στο τραπέζι ένα χαρτί με ένα μεγάλο σημάδι από σφραγίδα πάνω από μια υπογραφή. Μάλλον ήταν από το δικαστήριο.
«Γιατί μετά από τόσα χρονια;», ρώτησα αγανακτισμένη. «Γιατί τώρα κέρδισα», απάντησε αμέσως στην ερώτησή μου, με ένα τεράστιο χαμογελο στα χείλη του. «Δέσποινα, δεν θα σε παρακαλέσω να με συγχωρήσεις. Απλά θα σου πω κάποια πράγματα, τα ίδια με αυτά που είπα και στον αδερφό σου. Και εσυ στο τέλος θα αποφασίσεις τι θέλεις να κανεις», είπε, αυτή τη φορά πιο ήρεμος.
Αυτή η ιδέα μου φάνηκε καλύτερη, γιατί θα μπορούσα να την απορρίψω ευκολότερα.
Έριξα μια τελευταία ματιά στη μαμά και στον Νίκο και κοίταξα τον μπαμπά. «Στις 7 στην καφετέρια στην πλατεία, θα έχεις μόνο μισή ώρα, κανε τη να μετρήσει», ανακοίνωσα. Ήθελα απλά να ξεμπερδεψω από αυτή την κατάσταση και να συνεχίσουμε και οι δυο τις ζωές μας, μακριά ο ένας από τον άλλο.
![](https://img.wattpad.com/cover/174047713-288-k878828.jpg)
ESTÁS LEYENDO
come out and play
Novela JuvenilΗ Δέσποινα είναι μια δεκαεπτάχρονη μαθήτρια, που θέλει να αλλάξει τον κόσμο με την τέχνη της. Την κρατάνε όμως πίσω ο φόβος της για το αύριο και οι υπαρξιακές της ανησυχίες. Τι θα γίνει όταν γνωρίσει το άτομο που θα αλλάξει τα πάντα στη ζωή της; ·Τη...