"Στο πα ότι θα σε αναγνωρίσω" ακουσα εκείνη τη φωνή από το τηλέφωνο παλι μέσα στο αυτί μου. Αυτή τη φορά όμως ένιωσα την ανάσα του στο λαιμό μου και ανατρίχιασα.
"Γεια σουυυ" του είπα κάνοντας ότι και καλά τώρα τον παρατήρησα.
"Δε σε περιμενα τόσο όμορφη" μου είπε και χαμογελασε. Οχι ότι άλλαξα ενενήντα χρώματα με αυτό που άκουσα. Ουτε ότι ξέχασα μέχρι και να μιλαω με αυτό το χαμόγελο που είδαν τα ματάκια μου. Είχε και λακάκια τρομάρα του. Τον κοιταγα σαν χαζη και απλά ειχα ένα ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη χωρίς να ξέρω τι να πω.
"Αα έχεις και πανεμορφο χαμόγελο." προσθεσε. Αγάπη μου γλυκιά έτσι δε με βγάζεις από την δυσκολη θεση αντίθετως με βάζεις σε δυσκολότερη. Και τι του άρεσε σε αυτό τι ηλίθιο γέλιο ας πουμε;
"Εσυ να δεις. " του πα αυθόρμητα.
"Θα μας γνωρίσεις στους φίλους σου;" μου πε η Άννα-Μαρία.
"Ναι φυσικά, από 'δω η Άννα-Μαρία και ο Σπυρος." και από κει; Ουτε το όνομα του δεν ήξερα.
"Χάρηκα, Νίκος και από δω ο Χρήστος." είπε αυτός. Ο Χρήστος χαμογέλασε ευγενικά χωρίς να πει κάτι.
"Από Ρωσία είσαι εσυ;" είπα στον Χρήστο μπας και τον γνωρίσω γιατί δε μιλουσε καθόλου.
"Ναι που το κατάλαβες;"είπε. Καλε μιλάει.
" Από το πρόσωπο, τώρα και από τη προφορα" του απάντησα. Ωραίο παιδι και ο Χρήστος.
"Εσένα πως σε λένε;'' μου πε ο Νίκος παλι με αυτό το χαμόγελο. Σταματα να χαμογελάς. Να τώρα ξέχασα πως με λένε.
" Άντζελα την λένε" απάντησε ο Σπυρος για μένα.
"Τι ομορφο όνομα." είπε χαμογελώντας ακόμα πιο πολυ. Να με πεθανει θέλει.
"Σε ευχαριστώ πολυ" κατάφερα και του είπα και σίγουρα θα χα γίνει κατακοκκινη."Θέλετε να κάτσουμε;" προτινε ο Χρήστος.
Εμείς συμφωνήσαμε. Πήγε στο μοναδικό τραπέζι που είχε μείνει και καθισε σε μια καρεκλα. Πήγε ο Σπυρος με την Άννα-Μαρία και κάθισαν από την απέναντι μεριά και ο Νίκος έκατσε δίπλα στον Χρήστο. Τότε είδα ότι δεν υπήρχε πέμπτη καρεκλα για εμενα.
"Εμεινα στην απ'εξω" γελασα.
"Δες αν υπάρχει καμία άδεια καρέκλα σε κανένα άλλο τραπέζι" μου πε ο Σπυρος.
"Δεν υπάρχει τίποτα είναι όλα γεμάτα." είπε ο Χρήστος.
"Δε πειράζει, ελα εδώ." μου είπε ο Νίκος και μου κανε νόημα να παω κοντά του. Εγω τον πλησιασα. Με τράβηξε και με έβαλε να κάτσω στα πόδια του. Δεν ένιωθα πλεον την καρδιά μου να χτυπάει. Εβαλε το χέρι του στην μέση μου και με κρατουσε. Γιατί μου τα κάνεις αυτά;;
"Αχου τα" είπε η Άννα-Μαρία και χαμογέλασε πονηρα. Εντομεταξύ εγώ από το κόμπλεξ κοιτουσα συνέχεια τον Χρήστο και στο τέλος θα νομίζει ότι τον θέλω.
YOU ARE READING
Same Place
General Fiction"Ολοι είχαν φυγει... Και απλά καθόμουν μονη μου στο παγκακι μας... Το μόνο δικο μας πλεον..."