Η ώρα ήταν 6. Είχα βγάλει σχεδόν όλη τη ντουλάπα μου στο κρεβάτι και έψαχνα τι να φορέσω. Να βάλω φόρεμα; Όχι πάλι. Κολαν με τίποτα είναι πολύ πρόχειρο. Ούτε σορτσάκι θα ξεπαγιασω. Αχ τι θα βάλω. Αχ δεν έχω τίποτα να φορέσω.
"ΆΝΝΑ-ΜΑΡΊΑ ΤΡΕΧΑ ΘΈΛΩ ΒΟΉΘΕΙΑ." Εκείνη ήρθε αμέσως και με βρήκε ξάπλα κάτω με ένα σωρό ρούχα γύρω μου.
"Τι έπαθες καλέ;"
"ΔΕΝ ΈΧΩ ΤΊΠΟΤΑ ΝΑ ΦΟΡΈΣΩ."
"Αχ θεε μου." Αναστεναξε αυτή.
"Φόρεμα δεν θέλω πάλι φορούσα χτες. Κολαν όχι είναι πρόχειρο. Σορτσάκι όχι θα ξεπαγιασω. ΤΙ ΘΑ ΒΆΛΩ;"
"Γιατί όχι κολαν ρε;; Σου κάνουν ωραίο κωλό."
"ΔΕΝ ΘΈΛΩ ΝΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΩ ΔΊΝΟΝΤΑΣ ΚΩΛΌ. Δε θέλω να με θεωρήσει εύκολη και να με εκμετάλλευτει για one night stand η κατι σχετικό. Θέλω να γίνει μέρος της ζωής μου, της καθημερινοτητας μου"
"ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΕΊΣΑΙ ΠΑΝΈΜΟΡΦΗ. ΆΣΤΟ ΠΆΝΩ ΜΟΥ." Είπε και πήγε στον χαμό με τα ρούχα και άρχισε να τα πετάει ένα ένα και να ψάχνει.Μου πέταξε ένα παντελόνι στη μούρη. Ήταν η μαύρη τζιν καμπάνα μου ομγ το χα ξεχάσει αυτό το παντελόνι. Και μου δωσε και ένα άσπρο τοπακι.
"Ζακέτα θα σου δώσει αυτός. Έτσι κι αλλιώς ακόμα ζέστη κάνει."
Δοκίμασα τα ρούχα και νταξει την αγαπάω αυτή τη κοπελα, ήταν υπέροχα."ΤΙ ΏΡΑ ΕΊΝΑΙ;" την ρώτησα μετά από λίγο.
"7.30" μου απαντησε.
"ΤΙ ΏΡΑ ΕΊΝΑΙ; ΠΌΤΕ ΘΑ ΠΡΟΛΆΒΩ ΝΑ ΒΑΦΤΩ; ΔΕ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΣΤΉΣΩ. ΚΑΙ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΑΡΧΊΣΩ ΣΤΙΣ 8.30 ΏΣΤΕ ΝΑ ΕΊΜΑΙ ΕΚΕΊ ΣΤΙΣ 9 ΠΑΡΑ ΤΈΤΑΡΤΟ." Βρισκόμουν σε μια κατάσταση σοκ γενικά.
"Μη βαφτεις έντονα. Να είσαι φυσική." Μου είπε.
"Μωρε και χημεία θα είμαι." Απάντησα και πήρα τα βάφτικα μου.
"Βάλε μάσκαρα και μαύρο μολύβι κάτω από τα μάτια μόνο." Μου πρότεινε η Άννα-Μαρία.Πήρα το μολύβι και πήγα να βάλω κάτω από το μάτι. Έτρεμα τόσο πολύ να από την αγωνία που παραλίγο να μου βγάλω το μάτι. Με πολυ προσπάθεια μετά από μισή ώρα είχα καταφέρει και να βαφτω. Χτένισα τα μαλλιά μου και έβαλα παπούτσια.
"ΚΟΛΩΝΊΑ ΞΕΧΆΣΑΜΕ." ούρλιαξε η Άννα-Μαρία σαν να γινοταν ο τρίτος παγκόσμιος και έτρεξε με ένα μπουκάλι κολωνια και με ψεκάσε.
"Ωραία έχω το κινητό μου, αναπτήρα πήρα, λεφτά πήρα, τσιγάρα θα πάρω απτό περίπτερο." είπα ενώ έτρεμα ακόμα από το άγχος και βγήκα έξω.Άρχισα να περπατάω προς τη πλατεία. "Άντζελα ηρεμησε όλα καλά θα πάνε." έλεγα ξανά και ξανά από μέσα μου. Πήγαινα αργά αργά γιατί ήταν ακόμα 8.30 και η διαδρομή είναι ένα τέταρτο. Μετά από κάνα εικοσάλεπτο έφτασα στη πλατεία. Η καρδιά μου χτύπαγε τόσο δυνατά που θα πεταγόταν έξω. Η ώρα ήταν πάρα δέκα. Πήγα στο περίπτερο και πήρα τσιγάρα.
YOU ARE READING
Same Place
General Fiction"Ολοι είχαν φυγει... Και απλά καθόμουν μονη μου στο παγκακι μας... Το μόνο δικο μας πλεον..."