Αποχαιρετισμός.

99 3 0
                                    

17 Αυγούστου. 

Το καλοκαίρι τελειώνει, ο χρόνος μου στην Αθήνα λιγοστεύει. Μου μένουν 7 μέρες πριν φύγω μόνιμα. Θα μείνω μαζί με την θεία μου, τον θείο μου, και τα ξαδέλφια μου, σε μια γειτονιά του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Η αλήθεια είναι ότι το άγχος μου έχει αρχίσει να με κυριεύει. Όλα θα είναι καινούρια για μένα, νέο σπίτι, νέο περιβάλλον, νέο σχολείο, νέες γνωριμίες. Έχω πακετάρει όσα χρειάζομαι, ρούχα κυρίως, φωτογραφίες, και άλλα προσωπικά αντικείμενα.


23 Αυγούστου

Τελευταία μέρα. Ανάμεικτα συναισθήματα. Κυρίως ενθουσιασμός, αλλά παράλληλα στεναχωριέμαι για όσους θα αφήσω πίσω μου.

Είναι βράδυ, έχουμε μαζευτεί σχεδόν όλοι στο σπίτι μου για τελευταία φορά, κάτι σαν αποχαιρετιστήριο πάρτυ, μουσική, φίλοι, οικογένεια. Οι φίλοι μου συζητούν για τα όνειρα που κάναμε μαζί για την πρώτη λυκείου και οι γονείς μου με συμβουλεύουν για την νέα μου αρχή στο Μόντρεαλ. Η γιαγιά μου δακρύζει με την σκέψη ότι φεύγω και ο παππούς μου λέει αστεία για να την παρηγορήσει κυρίως. Η κολλητή μου, η Σοφία, παραπονιέται οτι θα την ξεχάσω, θα την αντικαταστήσω, και μετά από λίγο δακρύζει κι εκείνη, ενώ είχαμε υποσχεθεί οτι θα είμαστε δυνατές σε αυτή τη φάση. Το αγόρι μου, ο Μιχάλης δεν μιλάει και πολύ σήμερα. στο τέλος της βραδιάς με αποχαιρετά, μου λέει ότι θα του λείψω, και μου δίνει ένα κολιέ, για να τον θυμάμαι.

Άδειασε το σπίτι, προσπάθησα να κοιμηθώ, όμως οι αντιδράσεις και τα λόγια όλων δεν με αφήνουν να ηρεμίσω. 04:23 στο ρολόι. Σε μιάμιση ώρα πρέπει να σηκωθώ για να με πάνε οι γονείς μου στο αεροδρόμιο.

24 Αυγούστου 

Μόλις έφτασα στο αεροδρόμιο, δεν αντέχω άλλο και κλαίω στην αγκαλιά των γονιών μου, μαζί τους. Η Σοφία και ο Μιχάλης ήρθαν να με χαιρετήσουν για μια τελευταία φορά, και η Σοφία μου έδωσε ένα πρόχειρο άλπουμ που έφτιαξε μόνη της με φωτογραφίες μας από όταν ήμασταν παιδιά ακόμη, μέχρι και σήμερα.

Μπαίνω μέσα στο αεροπλάνο και προσπαθώ να βρω την θέση μου. Μόλις κάθησα ακούω την αεροσυνοδό να βοηθά κάποιον, ο οποίος τελικά έκατσε ακριβώς δίπλα μου. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, σαν να με εξετάζει.

"Θέλεις κάτι?" τον ρωτάω ενοχλημένη

"Σορρυ, απλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι κάπου σε έχω ξαναδεί, με λένε Νόελ, χάρηκα"

"Βίβιαν. Μάλλον κάνεις λάθος"

Τις επόμενες 2 ώρες δεν μίλησε κανείς μέχρι που άρχισε να με ρωτάει τι θα κάνω στο Μόντρεαλ, αν είμαι απο εκεί, με ποιούς θα μένω κλπ. Εγώ ήθελα απλά να ηρεμίσω, και αφού δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου, απαντούσα απότομα ώστε να αποφύγω την συζήτηση.  Μετά απο λίγες ακομα ερωτήσεις σταμάτησε, ελπίζω να κατάλαβε οτι δεν είχα όρεξη για την ανάκριση του.

Οι ώρες περνούσαν και εγώ συνέχισα να αποφεύγω κάθε επαφή μαζί του, είχα κιόλας ξεχάσει το ονομά του. Με νευρίαζε κάθε φορά που ένιωθα οτι με κοιτούσε.

Φτάσαμε. Ο θείος μου με περίμενε στην έξοδο και πήγαμε προς το σπίτι.

Σε θέλω εδώ, μαζί μου.Where stories live. Discover now