Δευτέρα πρωί. Ξύπνησα από ένα απαλό τσούξιμο στα μάτια. 6:20 στο ρολόι. Νωρίτερα για άλλη μια φορά. Έπιασα μια ψηλή, σφιχτή αλογοουρά τα μαλλιά μου, φόρεσα μια μαύρη φαρδιά μπλούζα και την έκανα κόμπο μπροστά, ένα στενό τζιν, και τα μποτάκια μου. Άρπαξα την τσάντα μου, πήρα την ζακέτα του Νόελ και κατέβηκα κάτω.
«Νάνσυ; Τι κάνεις ξύπνια τέτοια ώρα;»
«Ο Μάρκος και η Έφη έχουν φύγει για ταξίδι, καλά που έχεις το μυαλό σου; Σου φτιάχνω βάφλες» μου είπε και κατευθύνθηκα αμέσως στην καφετιέρα. Μόλις έφαγα, κάθισα να πιω τον καφέ μου.
«Πάμε;» άκουσα τον Κώστα να μου λέει καθώς κατέβαινε τις σκάλες
«Που πας; Δεν έφαγες» τον πρόλαβε η Νανσύ
«Θα πάρω λίγο κέικ για τον δρόμο, μην με πρήζεις σαν την μαμά» είπε και αμέσως εγώ σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα χωρίς να βγάλω μιλιά. Όσο περπατούσαμε, κοιτούσα κάτω, δεν μίλησα σχεδόν καθόλου
«Τι έχεις αγάπη μου;» με ρώτησε ο Νόελ και με πήρε αγκαλιά
«Ε, σκέφτομαι ακόμα όσα έγιναν το Σάββατο. Αν δεν έχουν ξεχαστεί; Αν όλοι τα συζητούν σήμερα τι θα γίνει;»
«όλα θα πάνε καλά αγάπη μου δεν χρειάζεται να ανησυχείς»
Μόλις φτάσαμε πήγαμε ο κάθε ένας στο ντουλαπάκι του. Καθώς ταχτοποιούσα τα βιβλία μου άκουσα κάτι ψιθύρους από πίσω μου
«Ναι αυτή είναι» γύρισα αμέσως να δω ποιοι ήταν, αλλά το μονό που πρόλαβα να δω, ήταν η Σίσι, να έρχεται οργισμένη κατά πάνω μου
«Εσύ τις κανείς τις μαλακίες, έμενα δείχνουν, θες να μου πεις πως γίνεται αυτό; Τι έκανες» φώναξε
«Δεν έκανε τίποτα απολύτως. Θα κάνει όμως ελπίζω, αν συνεχίσεις να ασχολείσαι με την ζωή της και όχι με την δική σου, αν έχεις βεβαία, βασική προϋπόθεση» είπε ο Μάλκομ ο οποίος εμφανίστηκε από το πουθενά «Γι αυτό μην ακούσω πάλι ότι χώνεσαι στις ζωές των άλλων»
«Δεν τελειώσαμε εδώ» είπε η Σίσι και έφυγε τσαντισμένη
«Την επομένη φορά, να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, μην αφήνεις άτομα σαν την Σίσι να σου κάνουν την ψυχολογία τόσο χαλιά, εντάξει» μου είπε ο Μάλκομ και εγώ απλά έγνεψα θετικά, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, είχα μείνει άφωνη. Και όντως τώρα, γιατί σχολιάζουν την Σίσι και όχι έμενα; Τι πάει λάθος πια.
Πήγα γρήγορα στην τάξη, είχα ιστορία, ευτυχώς κάθομαι μαζί με την Ειμί.
«Δεν πάει και άσχημα ε;» με ρώτησε και κάθισε δίπλα μου
ČTEŠ
Σε θέλω εδώ, μαζί μου.
TeenfikceΆλλοι αλλάζουν σχολεία. Εγώ άλλαξα ολόκληρη ήπειρο. Από Αθήνα βρέθηκα στο Μόντρεαλ του Καναδά. Μένω με τα ξαδέλφια μου και την θεια μου, και τον θείο μου. Μακριά από τα παλιά. Κι όμως δεν ξέφυγα από τις νέες γνωριμίες, νέες φιλίες, νέες ίντριγκες.