Chapter 6

129 11 7
                                    

Vade Mecum


Το τραίνο σταμάτησε με θόρυβο στη μέση μιας ανοιχτής κοιλάδας. Γύρω τους δεν υπήρχε ψυχή, μονάχα ένα ατελείωτο λιβάδι με ολάνθιστα ανακατεμένα λουλούδια, που λικνίζονταν αρμονικά στον ζέφυρο, και πολλά ψηλά έλατα σε μεγάλη απόσταση, φυτρωμένα γύρω από την κοιλάδα σαν να την περιφρουρούσαν. Η σιγαλιά της νύχτας ήταν απέραντη. Η ευωδιά των ανθών, κυρίως των νυχτολούλουδων, πλημμύριζε τον αέρα μεθυστικά, και τα σιγανά κρωξίματα των νυχτόβιων πουλιών που έβγαιναν να κυνηγήσουν πνίγονταν από τις πνοές του ανέμου. Κάτω από τον σκούρο μπλε ουρανό, η πανάρχαια κοιλάδα έλαμπε γαλήνια, αντανακλώντας θαρρείς το πλούσιο φεγγαρόφωτο. Κοντά στα δέντρα, μια ομάδα από μικρά φώτα χόρευε γοργά και άρχισε να ταξιδεύει προς τα λουλούδια. Πυγολαμπίδες.

Η Άλις Ντόρμουντ, που βρισκόταν ακόμη στην οροφή του τραίνου, ξυλιασμένη από το κρύο αλλά σώα, κοίταξε τα φώτα και χαμογέλασε. Πάντα της άρεσαν οι πυγολαμπίδες, της θύμιζαν τα φώτα των πόλεων που έβλεπε πάντα από απόσταση τα βράδια που ταξίδευαν με την μητέρα της. Ελαφρώς συγκινημένη, χαμογέλασε στοργικά στα μικροσκοπικά ζωύφια και σύρθηκε ως την άκρη της οροφής του βαγονιού, κουβαλώντας στον ώμο της το ογκώδες πολυβόλο του Έντυ. Κοίταξε κάτω, και με ένα χαμόγελο αντίκρισε τον Μέιναρντ, που την περίμενε να κατέβει.

"Άντε, επιτέλους.", μίλησε πρώτος και άπλωσε τα χέρια για να υποδεχτεί το όπλο. Η γυναίκα το έριξε όσο πιο μαλακά μπορούσε στα μπράτσα του, που το άδραξαν κατευθείαν, και έπειτα κατέβηκε από την σκεπή πατώντας προσεκτικά στις μεταλλικές προεξοχές του τραίνου. 

Μπήκαν μαζί στο βαγόνι σε μια ατμόσφαιρα γενικής ευδαιμονίας και πανηγυρισμού. Όλοι οι επιβάτες είχαν σηκωθεί όρθιοι και φώναζαν χαρούμενα, χειροκροτούσαν και επαινούσαν την Άλις για τη γενναιότητά της.  Τα παιδιά χοροπηδούσαν ενθουσιασμένα, οι πιο καθώς πρέπει χειροκροτούσαν συγκρατημένα ενώ οι λιγότερο σοβαροφανείς σφύριζαν και κραύγαζαν πανηγυρικά, και μερικές γιαγιούλες της κουνούσαν τα χέρια χαμογελώντας γλυκά. Τυφλωμένη λιγάκι από τα έντονα φώτα του τραίνου, της πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε γίνει. Έπειτα, το χαμόγελό της έγινε πλατύ και έγειρε κουρασμένα να στηριχτεί στον συνεργάτη της, που καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι.

Ο Μέιναρντ την οδήγησε μέσα στον γενικό ενθουσιασμό, που είχε αρχίσει να καταλαγιάζει, σε μια θέση και την έβαλε να καθίσει. 

The Nest - Book 1: QuerenciaWhere stories live. Discover now