2

158 18 67
                                    

Τα πρωινά την εποχή του θέρους είναι πάντα διαφορετικά. Ξυπνάς ιδρωμένος ή αν είχες ανοιχτό το κλιματιστικό όλη νύχτα σχεδόν πιασμένος. Ρίχνεις πάνω σου κάτι ελαφρύ και δεν σε πειράζει να δεις τον γείτονα αναψοκοκκινισμένο, φορώντας μόνο ένα σορτσάκι να ποτίζει τις γλάστρες στη βεράντα του. Νιώθεις πιο ελεύθερος, λιγότερο δεσμευμένος και περισσότερο ξέγνοιαστος, σαν όλος ο κόσμος να σε καλεί να ζήσεις τώρα όσο περισσότερο μπορείς. Καλοκαιρινή ραστώνη.

Ο ήλιος καίει το πρόσωπο σου, ακόμη κι αν φοράς καπέλο, σου δημιουργεί μια τεμπέλικη διάθεση και βρίσκεσαι σε δίλημμα, να καθίσεις και να απολαύσεις την ηρεμία σου στον καναπέ του σπιτιού σου ή να πας μαζί με τους φίλους σου για μπάνιο. Φοράς νωχελικά ακόμη και το μαγιό σου. Η όραση, η ακοή και η αφή σου, όλες σου οι αισθήσεις γίνονται εντονότερες προκειμένου να σε βοηθήσουν να ζήσει σε αυτές τις ανέμελες στιγμές ακόμη περισσότερο.

Πολλές φορές ακόμη μπορεί να ταυτίσεις με αυτή την αίσθηση της ζέστης, απέραντης ανεμελιάς, ελευθερίας, χαλάρωσης και ηρεμίας μα και της ανεξήγητα αυξημένης ενέργειας και ευδιαθεσίας, με κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Και η θερινή ραστώνη με τα "κίτρινα", καυτά πρωινά, και τα ψυχρά δειλινά, σε σπρώχνει να περάσεις αυτό το καλοκαίρι μαζί του, ακόμη κι αν είναι μόνο ένα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η ώρα ήταν σχεδόν δύο το μεσημέρι, ο ήλιος έκαιγε, αγέρωχος και υπερήφανος ψηλά, καθώς βρισκόταν. Θέρμαινε, σα γκαζάκι τον ελληνικό καφέ, τα γαλήνια νερά της θάλασσας, και χάιδευε τα πλακόστρωτα πεζοδρόμια στα οποία μπορούσα να δω να τρέχουν κάποια παιδιά δημοτικού, κάποια άλλα να περνούν με τα ποδήλατα τους. Εγώ για άλλη μια φορά καθόμουν στη βεράντα, η ανακλινόμενη καρέκλα, είχε ρυθμιστεί από τον υποφαινόμενο, να βρίσκεται σχεδόν σε οριζόντια κατάσταση.

Το τετράδιο που συνήθως ζωγράφιζα, ή εν γένει μουτζούρωνα, βρισκόταν στο δωμάτιο μου, και σίγουρα θα ίδρωνα αν πήγαινα μέχρι εκεί για να το φέρω. Ένας παγωμένος φρέντο κι ένα μισοφαγωμένο ροδάκινο από αυτά που φέρνει κάθε εβδομάδα από τα δέντρα του σπιτιού του στο Ποτάμι ο παππούς Ορέστης, του οποίου το όνομα είχα πάρει, ο μπαμπάς δηλαδή του μπαμπά μου, βρίσκονταν στο τραπέζι δίπλα μου κι εγώ χάζευα τους τουρίστες κάτω απ' το μπαλκόνι μου, όντας σίγουρος πως η τέντα με προστάτευε από ανεπιθύμητες ακτίνες, καθώς φυσικά και πέρυσι είχα καεί καθισμένος στο μπαλκόνι μου, στη ίδια καρέκλα, επί πέντε ώρες σερί.

Πάνω Κάτω Και Μεταξύ ΆλλωνWhere stories live. Discover now