Η ζέστη πλέον ήταν ανυπόφορη. Αρχές Αυγούστου πλέον, και η θερμοκρασία μέρα μεσημέρι ήταν υψηλότερη από τριάντα πέντε βαθμούς. Η ατμόσφαιρα είχε ένα περίεργο κίτρινο χρώμα, "καλοκαιριά", όπως άρεσε στον Πέτρο να την αποκαλεί. Το μόνο που έδινε μια αίσθηση δροσιάς ήταν τα νερά του λιμανιού, και το κλιματιστικό που πλέον δούλευε στους δεκαοκτώ βαθμούς. Είχαμε κανονίσει με τα παιδιά να πάμε για φαγητό οπότε είχα ετοιμαστεί και θα πήγαινα να πάρω τον Πέτρο με τα ξαδέλφια του από το σπίτι του. Αυτό θα ήταν άβολο. Ο Πέτρος έμενε μέσα στο χωριό οπότε απόλαυσα την διαδρομή μου μέσα στα σοκάκια. Οι δρόμοι πολλοί και στενοί, πλατιοί και διασταυρώνονταν σε πολλά σημεία. Άνετα μπορούσες να χαθείς, αν είσαι νέος στον τόπο ή ακόμη κι αν, απλώς, δεν πρέσεχες.
Το σπίτι του θύμιζε αρκετά το δικό μου, παλιά κατασκευή, νεοκλασσικό διόροφο. Χτύπησα το κουδούνι. Ξεπρόβαλλαν στην πόρτα ο Πέτρος με τον Ηλία."Πάμε.",χαμογέλασε ο ένας απ' τους δυο.
"Η Φοίβη;",ρώτησα.
"Κάνει βιντεοκλήση με μια φίλη της, δεν θα έρθει.",απάντησε ο Ηλίας.
"Κανόνισα να είναι μαζί μας κάποια παιδιά, γνωστοί μου φοιτητές από Θεσσαλονίκη, τους πέτυχα χθες όταν γυρνούσα από το πάρτι και τους είπα πριν λίγο να έρθουν μαζί μας.",συνέχισε ο ξάδερφος του κολλητού μου, και του γνέψαμε καταφατικά.
Ξεκινήσαμε για την αγορά, για κάποιο απ' το εστιατόριο φτάσαμε πρώτοι και καθίσαμε σε ένα από τα πιο μεγάλα τραπέζια. Το τραπεζομάντηλο γαλάζιο καρό, ταίριαζε απόλυτα με τη θέα του λιμανιού και τη διακόσμηση από κοχύλια του μαγαζιού. Λίγο αργότερα έφτασαν τρία αγόρια. Μεγαλύτεροι από εμάς, και τότε θυμήθηκα. Πρέπει να είναι αυτοί που είδα πριν λίγες μέρες στην ταβέρνα του κυρίου Τάσου όταν καθόμασταν με τα παιδιά. Μόνο που εκείνοι ήταν τέσσερεις, έλλειπε ένας. Οι φίλοι του Ηλία κάθισαν.
"Λοιπόν παιδιά Πέτρος, ο ξάδελφος μου, και ο Ορέστης ο κολλητός του.",είπε και κάναμε χειραψία με τα παιδιά.
"Από εδώ ο Νίκος, ο Κώστας, ο Αλέξης και εκεί είναι...",είπε και αφού έδειξε ένα ένα τα παιδιά στα οποία μας σύστησε έδειξε προς ένα αγόρι με μια κιθάρα που τραγουδούσε στα έξω τραπέζια του μαγαζιού καθισμένος σε μια ξύλινη καρέκλα.
"Ο Αχιλλέας.",είπα χωρίς να το σκεφτώ. Ήταν σίγουρα εκεινος ο περίεργος τύπος που είχα γνωρίσει χθες στην παραλία. Θέλω να πω, πρέπει να είναι. Ακόμη και η φωνή του, έμοιαζε απίστευτα πολύ στην χροιά του αγοριού από χθες.
YOU ARE READING
Πάνω Κάτω Και Μεταξύ Άλλων
Teen FictionΌταν θα αρχίσει να σου λείπει ο καύσωνας, τα βότσαλα και το φλερτ του ηλιοβασιλέματος με τα κύματα λίγο πριν το λυκόφως, όταν πια δε θα είναι δίπλα σου οι προβλήτες, οι πάγκοι των πανηγυριών ή η γιορτή του κρασιού, όταν το ραδιόφωνο δε θα παίζει πλέ...