Το Σάββατο ξεκίνησε με εμένα να παρατηρώ τον ήλιο να ανατέλλει, τα χρώματα του ουρανού διαφορετικά από κάθε άλλοτε. Ροζ, μωβ, γαλάζιο και πορτοκαλί. Συνειδητοποίησα πως ποτέ στη ζωή μου δεν είχα παρατηρήσει ξανά την ομορφιά αυτής της ώρας, όπως και οποιοσδήποτε άλλος έφηβος υποθέτω, η ώρα ήταν πέντε και μισή το χάραμα, και είχα μόλις ξυπνήσει λόγω της άκρως θεαματικής πτώσης μου απ' το κρεβάτι. Όλοι μιλούν για το ηλιοβασίλεμα, και η ανατολή δεν αναφέρεται πουθενά, η ομορφιά της χαραυγής, οι πρώτες ηλιαχτίδες φωτός της ημέρας που φωτίζουν προκειμένου να συνεχίσουμε δημιουργικά και παραγωγικά την μέρα μας, κάτι που δεν έκανα εγώ. Σοβαρά πάντως, όλοι θαυμάζουμε την ωραιότητα της ημέρας που τελειώνει και λησμονούμε παντελώς το ξεκίνημα της, τις πρώτες μαγικές και ασυναγώνιστες λάμψεις που ξεπροβάλλουν μέσα απ' τα σύννεφα, πολλές φορές μας ενοχλούν κιόλας, μας ξυπνάνε θυμίζοντας μας για άλλη μία φορά πως πρέπει να ξυπνήσουμε και να φέρουμε σε πέρας την συχνά, όχι δύσκολη, μα βαρετή και μηχανική μας καθημερινότητα. Το όνειρο μου πάντα ήταν και θα συνεχίσει να είναι μέχρι να το υλοποιήσω, να βρω να κάνω κάτι που πραγματικά δε θα βαρυγκομάω κάθε πρωί που θα σηκώνομαι για δουλειά, αν όλοι οι άνθρωποι έψαχναν να το κάνουν αυτό, τώρα η ανθρωπότητα θα ήταν ευτυχισμένη και προς θεού δε θα μας ενοχλούσε τόσο το πρωινό ξύπνημα.
Απρόσμενο το γεγονός πως δεν είχα περαιτέρω όρεξη για ύπνο. Προσπάθησα άλλες δύο φορές να πλαγιάσω και να κλείσω τα μάτια μου ωστόσο δεν κατάφερα τίποτα παραπάνω απ' το να ζαλιστώ και να κάνω το πίσω μέρος του κρανίου μου να πονάει από τα βαρελάκια στο κρεβάτι. Τα ξυπόλυτα μου πόδια άγγιξαν τα κρύα πλακάκια του δαπέδου, και αφού το ένα μου χέρι άρπαξε από το ντουλάπι μια λευκή πετσέτα κατευθύνθηκα προς το ντουζ για να πλυθώ, όπως και στην πορεία έκανα.
Το σπίτι ήταν παραδοσιακά διακοσμημένο, με εμφανώς ακριβοπληρωμένα για την εποχή τους , ξύλινα έπιπλα, το υποκίτρινο χρώμα στους τοίχους όχι ξεβαμμένο. Κορνίζες διακοσμούσαν κάθε τοίχο, κομμωδίνο, ή τραπεζάκι πάνω απ' τα χειροποίητα κατάλευκα σεμέν της γιαγιάς μου. Κορνίζες με εικόνες ανθρώπων που ανήκαν στην οικογένεια μου, αλλά πλέον δεν βρίσκονταν μαζί μας. Ένας θείος, αν δεν κάνω λάθος, του παππού μου, έμοιαζε εξευτελιστικά πολύ σε εμένα, τόσο πολύ, που την πρώτη φορά που είχα δει τη φωτογραφία εξεπλάγην κι εγώ ο ίδιος. Εικόνες, επιπρόσθετα ζευγαριών, σε ένα κομωδίνο, η αδελφή του μπαμπά μου, με τον άνδρα της, που αν και νέος, έφυγε από κρίση μέσα στον ύπνο του πριν λίγα χρόνια. Δεν περιγράφεται εύκολα το πόσο ευτυχισμένοι έδειχναν οι δύο τους σε εκείνη την φωτογραφία. Τραγικό, τη μια στιγμή, είναι δίπλα σου και σφίζει από ζωή, κάνετε σχέδια για το μέλλον, την αγάπη, τον κοινό σαν δρόμο, και την άλλη μέρα ξυπνάς, και πρέπει να δεχθείς πως δε θα πιάσει ποτέ ξανά το χέρι σου, δε θα ακούσεις ποτέ ξανά τη φωνή του να ψιθυρίζει στο αυτί σου, δε θα τον δεις να γελάει ξανά. Μακάβριο, περίεργο, αν το σκεφτείς. Πολλές φωτογραφίες πήγαιναν δεκαετίες πριν, έφταναν έως το χίλια εννιακόσια σαράντα, με κάποιες ατομικές φωτογραφίες των γονιών του παππού μου, δίπλα δίπλα, η μία στην άλλη.
YOU ARE READING
Πάνω Κάτω Και Μεταξύ Άλλων
Teen FictionΌταν θα αρχίσει να σου λείπει ο καύσωνας, τα βότσαλα και το φλερτ του ηλιοβασιλέματος με τα κύματα λίγο πριν το λυκόφως, όταν πια δε θα είναι δίπλα σου οι προβλήτες, οι πάγκοι των πανηγυριών ή η γιορτή του κρασιού, όταν το ραδιόφωνο δε θα παίζει πλέ...