7

94 8 0
                                    

   Μια, όχι και πολλά υποσχόμενη, Κυριακή, ξημέρωσε αργότερα από τις δώδεκα το μεσημέρι για εμένα, αφού ο πονοκέφαλος, που προφανώς ήρθε ως επακόλουθο των χθεσινών γεγονότων. Περίμενα να μη θυμάμαι πολλά, προς έκπληξη μου όμως, θυμόμουν και την παραμικρή στιγμή. Γύρισα πλευρό και το κινητό μου, αφημένο στο πάτωμα, δονούταν, με το όνομα του Πέτρου να αναβοσβήνει στην οθόνη. Το μάζεψα καταβάλλοντας, για τα δικά μου δεδομένα εκείνη τη στιγμή, τη μέγιστη δυνατή, ομολογουμένως εξαντλητική προσπάθεια. Αποδέχτηκα την κλήση και έβαλα το ακουστικό στο αυτί μου.

"Έλα ρε.",άκουσα από την άλλη άκρη της γραμμής να λέει ο κολλητός μου. Μούγκρισα και έλαβε την απάντηση μου.

"Μας είπε ο Αχιλλέας για χθες. Είσαι καλά.",ελπίζω να μην τους τα είχε πει όλα, Θεέ μου, αν το είχε κάνει τώρα θα με έβριζε και θα είχα ήδη πολλές αναπάντητες από την Άμι.
Μούγκρισα ξανά.

"Καταλαβαίνω πως τώρα ξύπνησες κολλητέ, αλλά εμείς σε καμιά ώρα θα μαζευτούμε σπίτι μου για μπάρμπεκιου.",μούγκρισα για τελευταία φορά.

"Ωραία, τα λέμε κατά τις μία.",είπε εύθυμα και έκλεισε. Έπρεπε να σηκωθώ απ' το κρεβάτι, να πλυθώ, μα ντυθώ και να περπατήσω γύρω στο ένα χιλιόμετρο για το σπίτι του Πέτρου, Γολγοθάς, και επιεικής που είμαι, δεδομένης της παρούσας κατάστασης μου. Ωστόσο, έτσι έγινε, γιατί δε τους είχα στήσει ούτε μια φορά στη ζωή μου, και δε θα το έκανα τώρα.

Αφού πέρασα περίπου ακόμη ένα τέταρτο κοιτώντας το ταβάνι του δωματίου, σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο του ισογείου. Άνοιξα την βρύση από το γαλάζιο ρομπινέ για να τρέξει όσο πιο παγωμένο νερό γινόταν. Η αίσθηση του κρύου νερού στο πρόσωπο μου ήταν αναζωογονητική, σα να μου είχε προσθέσει άλλες δύο ώρες ύπνου και τώρα να μπορούσα να δω την ίδια τη ζωή με άλλη ματιά, πράγμα που είχε καταφέρει να κάνει μόνο καφές.

Ανέβηκα πάνω, οι γονείς μου δεν βρίσκονταν σπίτι. Άνοιξα το ψυγείο και πήρα λίγο ψωμί του τοστ, γιατί κρίμα είναι να φάω για πρωινό λουκάνικα με πάπρικα. Πήγα προς το δωμάτιο μου και ντύθηκα. Πήρα την σχολική μου τσάντα, στην οποία έβαλα τα ακουστικά, τον φορτιστή μου, ένα μαγιό, και το τετράδιο που συνήθως ζωγράφιζα. Κατέβηκα και μετά από λίγο περπάτημα, κάτω πότε απ' το απόλυτο λιοπύρι, πότε από κάποια σκιά μπαλκονιού ή τέντας μαγαζιού, βρισκόμουν στη μονοκατοικία του κολλητού μου.

Το σπίτι του είναι πραγματικά επιβλητικό. Ήδη, κάτω από το στέγαστρο στον κήπο, στο ξύλινο τραπέζι, η Άμι και τα ξαδέλφια του Πέτρου. Φωτάκια, όχι αναμμένα, κρέμονταν στον σκελετό του στεγάστρου, ενώ στο τραπέζι σβησμένα κεριά, σίγουρα αρωματικά, κάτι τέτοια είναι του γούστου της μαμάς του Πέτρου, διαφόρων χρωμάτων. Τρεις καρέκλες ήταν ακόμη άδειες. Γιατί τρεις; Ποιούς περιμέναμε ακόμη; Θα έρχονταν οι γονείς του; Αυτοί ήταν πάντα μέχρι αργά στη θάλασσα. Χαιρέτησα και αφού βοήθησα λίγο τον Πέτρο με τα σουβλάκια, τα λουκάνικα, και λίγα ψωμάκια, που ψήνονταν στη σχάρα και μου έσπαγαν τη μύτη, καθώς η Αμαρυλλίς πήγε στην κουζίνα να φέρει μια, ήδη έτοιμη, προφανώς απ' τη μαμά του Πέτρου, σαλάτα και λίγο ψωμί, καθίσαμε όλοι.

Πάνω Κάτω Και Μεταξύ ΆλλωνWhere stories live. Discover now