«Χρήστο! Σήκω ρε μαλάκα! Μεσημέριασε!» η ηρεμία του μικρού διαμερίσματος στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Καλιδρομίου και Κουντουριώτου γωνία, στα Εξάρχεια, χάλασε ξαφνικά από τα επίμονα χτυπήματα στην πόρτα.
«Ρε Χρήστο! Άνοιξε τη πόρτα!» οι φωνές συνεχίστηκαν χωρίς να ακούγεται ο παραμικρός ήχος από την εσωτερική πλευρά του διαμερίσματος.
«Αν δεν ανοίξεις σε τριάντα δευτερόλεπτα θα την σπάσω την γαμημένη!»Θόρυβος και σιγανές βρισιές ακούστηκαν από την άλλη πλευρά της ξύλινης πόρτας και σχεδόν αμέσως το τρίξιμο της, κάλυψε την γκρίνια του νεαρού άνδρα.
«Τι στο διάβολο, ρε Άλκη, τι θέλεις τέτοια ώρα;» η φωνή του βραχνή και η όρασή του ακόμα θολή από τον ύπνο, εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο τον μεσημεριανό επισκέπτη.
«Κοίτα τι ώρα είναι ρε μαλάκα! Είχαμε πει στους υπόλοιπους ότι θα είμαστε εκεί για τον αγώνα!» του φώναξε μόλις μπήκε μέσα και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Χωρίς να περιμένει απάντηση, και με ύφος θυμωμένο προχώρησε στο μικρό σαλόνι και θρονιάστηκε στον άνετο καναπέ.
Ο Χρήστος ξεφυσώντας βαριεστημένα, κοίταξε αδιάφορα το ρολόι του, φόρεσε ένα μπλουζάκι και χώθηκε στην κουζίνα ετοιμάζοντας βιαστικά τον καφέ του. Πάλι είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, και το κεφάλι του ήταν ακόμα βαρύ από το αλκοόλ που είχε καταναλώσει.
«Τι τρέχει και ήρθες λες και σου έβαλαν φωτιά; Κόντεψες να ρίξεις την πόρτα, κι ο αγώνας δεν ξεκινάει πριν τις έντεκα το βράδυ» ρώτησε εκνευρισμένος τον φίλο του που έπαιζε με το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης στα χέρια.«Βαριόμουν σπίτι» είπε ο Άλκης αδιάφορα και πέταξε το κοντρόλ στην άκρη του καναπέ. Ο Χρήστος γέλασε κοφτά και ήπιε μια γερή γουλιά από τον κρύο καφέ του. «Μάλιστα... είμαι σίγουρος ρε φίλε, γι' αυτό ήρθες φουριόζος μέχρι εδώ»
Ο Άλκης του έριξε μια άγρια ματιά και έβγαλε το κινητό από την τσέπη χαζεύοντας την οθόνη του.
«Η κυρά Μαίρη ξεκίνησε τον εξάψαλμο έτσι;» τον ρώτησε ο Χρήστος γελώντας, και ο φίλος του στριφογύρισε τα μάτια απελπισμένος. «Τις τελευταίες εβδομάδες δεν υποφέρεται. Λες και το έχει βάλει σκοπό να με τρελάνει! Βρες δουλειά, συμμαζέψου, βρες μια κοπέλα να τακτοποιηθείς!» συνέχισε έντονα κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν τολμώ να γυρίσω σπίτι εάν ξέρω ότι είναι ξύπνια σου λέω!» συνέχισε και η δυσανασχέτηση διακρίνονταν στην φωνή του. «Σήμερα μου ανακοίνωσε ότι θα φέρει μια γυναίκα να την βοηθάει στις δουλειές και θέλει να της βρω διαμέρισμα κοντά στο σπίτι!» συνέχισε με την απελπισία να ζωγραφίζει και πάλι την φωνή του.
«Τι γελάς; Που είναι το αστείο;» Ο Άλκης άλλαξε ξαφνικά έκφραση και κοίταξε στα μάτια τον κολλητό του που φαινόταν να τον κοροϊδεύει φανερά.
«Τι σου φαίνεται παράξενο ρε συ; Είσαι τριανταπέντε χρονών γαϊδούρι και μένεις στην μάνα σου, δουλειά δεν έχεις και σε χαρτζιλικώνει ακόμα! Τι διάβολο θέλεις... να σε ενθαρρύνει κιόλας στις αλητείες σου;» δικαιολογήθηκε ο Χρήστος με το χαμόγελο ακόμα κολλημένο στο πρόσωπό του.
«Παράτα μας ρε φίλε! Δεν ήρθα για δεύτερο γύρο! Και τι νομίζεις, εσύ είσαι σε καλύτερη μοίρα; Επειδή νοικιάζεις αυτήν την τρύπα, και πληρώνεις νοίκι όποτε το θυμηθείς, είσαι τακτοποιημένος;»
Ο Χρήστος έκανε μια γκριμάτσα διαμαρτυρίας «Μένω μόνος μου! Κύριος του εαυτού μου! Και αφού η κυρά Λένα δεν έχει πρόβλημα για το πότε παίρνει το νοίκι της, εγώ γιατί να σκοτιστώ;» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ του σχεδόν τελειώνοντάς τον, και άναψε το τελευταίο του τσιγάρο.
«Και συνέχισε να μου λες μαλακίες και θα δεις πότε θα σε ξαναφήσω να φέρεις γκόμενα εδώ! Να κλείνεις ξενοδοχείο, ή να τις πηγαίνεις σπίτι σου παρέα στην κυρά Μαίρη!» συνέχισε ο Χρήστος απλώνοντας τα πόδια στο γεμάτο στάχτες τραπεζάκι μπροστά του. Ρούφηξε βαθιά το τσιγάρο του κι ένα σύννεφο καπνού απλώθηκε στο δωμάτιο. «Είσαι έτοιμος για το βράδυ;» τον ρώτησε ο Άλκης αλλάζοντας βιαστικά θέμα συζήτησης αφού είδε ότι το δίκιο του δεν θα το έβρισκε εκεί. Ο Χρήστος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους, «τι ετοιμασία να κάνω; Το μωρό είναι κάτω και με περιμένει» απάντησε λακωνικά και άφησε το άδειο ποτήρι στο πλάι.
Ο φίλος του σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, «θα σε δω στην πίστα, φρόντισε να είσαι στην ώρα σου εκεί, άκουσα ότι θα πέσει αρκετό χρήμα απόψε!»
«Θα έρθω» αποκρίθηκε κοφτά ο Χρήστος λίγο πριν κλείσει η πόρτα.
Η γνώριμη πια ηρεμία κάλυψε και πάλι το μικρό του διαμέρισμα. Ρούφηξε την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του και άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει μέχρι το παράθυρο. Το Φθινόπωρο είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του, μα το καλοκαίρι καλά κρατούσε ακόμα. Που και που έκαναν την εμφάνισή τους μαύρα σύννεφα στον ουρανό, και τα πρωτοβρόχια είχαν ήδη μουσκέψει τους δρόμους της πρωτεύουσας, μα η ζέστη δεν έλεγε να φύγει.Με αργές κινήσεις ο νεαρός άνδρας σηκώθηκε από τον καναπέ του και στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Απέναντί του το νεοκλασικό Αίολος ρημαγμένο πια από τον χρόνο και τους ανέμους, έστεκε περήφανο και ομόρφαινε την γειτονιά και την θέα του, παρόλη την φθορά του. Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε το κομμάτι του ουρανού που του αναλογούσε. «Σίγουρα θα το γυρίσει σε βροχή αργότερα», σκέφτηκε σιωπηλά και μια γλυκιά μελαγχολία τον πλημμύρισε. Δεν του συνέβαινε συχνά του Χρήστου. Δεν ήταν τύπος που επηρεαζόταν από τον καιρό ή οτιδήποτε άλλο. Φαινόταν μονίμως θυμωμένος με κάτι, ανικανοποίητος και το μυαλό του δεν ηρεμούσε ποτέ. Αλήτευε και γύριζε παντού με το "μωρό" του, ελεύθερος, μόνος, περήφανος. Δουλειά δεν είχε, τουλάχιστον όχι κάτι μόνιμο, και ότι κέρδιζε ήταν κυρίως από τα στοιχήματα των παράνομων αγώνων με μηχανές που έπαιρνε τακτικά μέρος. Του άρεσε η ταχύτητα, του άρεσε το αίσθημα της ελευθερίας, του άρεσε η αδρεναλίνη του που χτυπούσε κόκκινο κάθε φορά που καβαλούσε το πολύτιμο μωρό του.
Βυθισμένος στις σκέψεις του και με βήματα βαριά ξεκίνησε να ετοιμάζεται για τον αγώνα. «Χρήστο!» άκουσε την γνώριμη φωνή της ιδιοκτήτριας την στιγμή που έκλεισε πίσω του την πόρτα και το κορμί του πάγωσε στιγμιαία. "Με παρακολουθεί η κάργια", σκέφτηκε σιωπηλά, κι αφού σχημάτισε το πιο γοητευτικό του χαμόγελο γύρισε προς το μέρος της. «Καλημέρα κυρία Λένα» της είπε με φωνή σταθερή και τα μάτια του γυάλισαν επικίνδυνα στο μισοσκόταδο της πολυκατοικίας. «Άσε τα "κυρία Λένα" βρε Χρήστο, αφού τα έχουμε πει αυτά!» του αποκρίθηκε με νάζι στην φωνή της, και τα κατακόκκινα χείλη της σχημάτισαν ένα πονηρό χαμόγελο. «Ξέρεις ότι δεν θέλω να σε πιέζω, μα να... και 'γω χήρα γυναίκα είμαι και μόνο το εισόδημα από αυτό το διαμέρισμα έχω Χρήστο μου» ξεκίνησε πάλι το ίδιο τροπάριο, με μοναδικό αποδέκτη τον νοικάρη της. «Ναι Λένα, το ξέρω, και συγνώμη που το καθυστερώ πάλι το νοίκι σου, μα θα τα έχω σύντομα, στο υπόσχομαι!» της αποκρίθηκε βιαστικά και κίνησε προς την σκάλα. Το χέρι της για άλλη μια φορά, στάθηκε στο μπράτσο του, και τον ανάγκασε να σταματήσει. Το βλέμμα του Χρήστου κινήθηκε από την λαβή της, στα μάτια της και με δυσκολία κατάφερε να κρύψει την αηδία που ανέβηκε ξαφνικά στον λαιμό του. «Μου υποσχέθηκες ότι θα μπεις για καφέ μια μέρα» του είπε κοιτώντας τον με νόημα και το κόκκινο κραγιόν είχε αρχίσει ήδη να χάνεται στις γωνίες των χειλιών της. Ο Χρήστος έκλεισε για λίγο τα μάτια του καταπίνοντας με κόπο. «Αφού στο υποσχέθηκα θα γίνει Λένα... Θα γίνει» της είπε ήρεμα και κατευθύνθηκε σχεδόν τρέχοντας προς τις σκάλες.
«Την πουτάνα!» μονολόγησε την στιγμή που καθόταν πάνω στην μηχανή του. Φόρεσε το κράνος του, κούμπωσε το μπουφάν του, κι έριξε μια ματιά στο φωτισμένο μπαλκόνι της σπιτονοικοκυράς του. «Στο διάβολο» έφτυσε τις λέξεις με αηδία και γκάζωσε απότομα κατηφορίζοντας στην Καλλιδρομίου.
![](https://img.wattpad.com/cover/213270741-288-k726120.jpg)
YOU ARE READING
Το κορίτσι του ημερολογίου
RomanceΗ τρέλα μιας νύχτας οδηγεί τον Χρήστο στην απόγνωση. Τι συμβαίνει με εκείνο το κορίτσι; Πως μπορεί να την βρει; Θα καταφέρει να την εντοπίσει με μόνη βοήθεια το ημέρολόγιό της;