κεφάλαιο 3

643 79 7
                                    

Το μπαρ που βρέθηκαν οι δυο τους, λίγη ώρα αργότερα, ήταν σχεδόν γεμάτο. Σάββατο βράδυ, οι δρόμοι γύρω από τα Εξάρχεια ήταν γεμάτοι, νεολαία και όχι μόνο. Ο κόσμος διασκέδαζε, έπινε, ξεφάντωνε σαν να γιόρταζε την τελευταία μέρα του καλοκαιριού. «Πως και η παρέα σου δεν σε ακολούθησε εδώ;» αστειεύτηκε πίνοντας το τέταρτο ποτό του. Ο Άλκης τον κοίταξε κάνοντας μια γκριμάτσα «μόνο σε γάμο δεν με έχει ζητήσει ακόμα! Στενός κορσές μου έγινε, αλλά είναι ωραίο γκομενάκι, οπότε...» ανασήκωσε τους ώμους γελώντας δυνατά. «Τι περιμένεις λοιπόν; Θα χαρεί και η κυρά Μαίρη!» πρόσθεσε ο Χρήστος και σήκωσε το ποτήρι για πρόποση «άντε η ώρα η καλή ρε φίλε!». Το γέλιο του Άλκη κόπηκε στο λεπτό. «Σταμάτα τις σαχλαμάρες, θα σ' ακούσει καμιά ώρα και μετά ποιος την σταματά!»
«Μην ανησυχείς, εμένα δεν με συμπαθεί καθόλου! Θεωρεί ότι εγώ σε παρασέρνω και έχεις γίνει ένα ρεμάλι και μισό!» πρόσθεσε αδειάζοντας το ποτήρι με μιας. «Ναι... εσένα περίμενα... Έτσι κι αλλιώς δεν θέλει ούτε να δει καμία από τις γκόμενες που έχω... Κοπέλα από σπίτι θέλει για μένα, να είναι ικανή να ανοίξει σπιτικό, αυτό λέει στον εξάψαλμο κάθε φορά».
Τα γέλια των δύο φίλων συνεχίστηκαν μέχρι τα ξημερώματα. Το μαγαζί είχε σχεδόν αδειάσει την ώρα που αποφάσισαν να φύγουν. «Έχεις πιει πολύ ρε Χρήστο πως θα οδηγήσεις μέχρι το σπίτι;»
«Μην νοιάζεσαι για μένα, κοντά μένω» του αποκρίθηκε ανάβοντας ένα τσιγάρο πριν ανέβει στην μηχανή. «Έπρεπε να γιορτάσω την νίκη μου!» πρόσθεσε γελώντας. «Και τι νίκη! Την σκόνη σου έφαγαν όλοι ρε φίλε!» πρόσθεσε ο Άλκης φωνάζοντας δυνατά στην ησυχία του ξημερώματος και ακολούθησε τον φίλο του. «Γουστάρεις να κάνουμε κάτι τρελό απόψε; Για να κλείσει ωραία η βραδιά;» τον ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά με μάτια που γυάλιζαν από το αλκοόλ. Ο φίλος του δεν ρώτησε λεπτομέρειες. Ο Άλκης ανέβηκε στην μηχανή και χάθηκαν στα σκοτεινά στενάκια της περιοχής.
Σχεδόν ξημερώματα και ο ήρεμος θόρυβος της μηχανής με τους δύο μεθυσμένους επιβάτες που έκαναν βόλτες στα σοκάκια, έσπαγαν την απόλυτη σιωπή.
«Δες! Πως σου φαίνεται αυτή;» σταμάτησε την μηχανή στην άκρη του δρόμου και έδειξε στον Άλκη μια νεαρή γυναίκα που περπατούσε μόνη στο πεζοδρόμιο αρκετά μέτρα πιο μπροστά τους. Δεν μίλησε, κούνησε καταφατικά το κεφάλι, και αμέσως το μεθυσμένο γέλιο τους καλύφθηκε από τον σαματά της εξάτμισης και του γκαζιού.
Ανέπτυξε ταχύτητα, ο Άλκης άπλωσε το χέρι και η μηχανή όλο και πλησίαζε την κοπέλα, όλο και πλησίαζε...
Μια κραυγή τρόμου ακούστηκε μέσα στην ησυχία, και αμέσως μετά τα δυνατά γέλια από τους δύο αναβάτες.
«Έλα την πήραμε την τσαντούλα! Σφράγισες την νίκη σου γι' απόψε ρε φίλε!» του φώναξε ο Άλκης κρατώντας το λάφυρο γερά στα χέρια του. Σταμάτησε την μηχανή λίγα μέτρα πιο κάτω από την κοπέλα, και παρόλες τις διαμαρτυρίες του φίλου του, γύρισε και κοίταξε το θύμα τους. Στεκόταν εκεί, ακίνητη, σοκαρισμένη στο ίδιο σημείο, με τα ανακατεμένα μαύρα μαλλιά της να ανεμίζουν στο ελαφρύ αεράκι. Τα μάτια της... εκείνο το μπλε χρώμα τους μαγνήτισε τον Χρήστο, και αναρωτήθηκε πως έλαμπαν τόσο ζωηρά μέσα στην νύχτα.
«Πάμε ρε φίλε! Τι την κοιτάς; Θα αρχίσει τις φωνές!» τον παρότρυνε να φύγουν μα ο Χρήστος έμεινε στο ίδιο σημείο. Μάρσαρε την μηχανή, η εξάτμιση συνέχιζε το θόρυβο μα το κορμί του παρέμενε στραμμένο προς την πλευρά της. Εκείνη δεν φώναξε, δεν κάλεσε βοήθεια, την τύλιξε ο φόβος, γύρισε την πλάτη της και έφυγε τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Έτσι απλά.
«Στο διάβολο» έφτυσε τις λέξεις θυμωμένος και πάτησε γκάζι. Δεν έπρεπε να το είχε κάνει. Ένιωσε άσχημα, περίεργα, και αμέσως μετάνιωσε την πράξη του.
«Αυτό το ηλίθιο έθιμο, πρέπει να το κόψουμε! Ήταν η τελευταία φορά!» είπε εκνευρισμένος ο Χρήστος μόλις στάθμευσε έξω από το σπίτι του Άλκη και αμέσως μετά ένευσε στον συνεπιβάτη του να κατέβει. Του άρπαξε απότομα την τσάντα από τα χέρια πριν απομακρυνθεί, προσθέτοντας στεγνά «Δικό μου το λάφυρο», κι έπειτα πήρε τον δρόμο του γυρισμού βιαστικά, πατώντας τέρμα το γκάζι.

«Άλκη!» το πρώτο πράγμα που άκουσε μπαίνοντας στο σκοτεινό σπίτι ήταν η φωνή της κυρά Μαίρης να τον φωνάζει. Έβρισε σιγανά και αμέσως κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της μητέρας του ανάβοντας τα φώτα. «Γιατί δεν κοιμάσαι ρε μάνα τέτοια ώρα;» την ρώτησε σιγανά παρακαλώντας την σιωπηλά να μην αρχίσει την μουρμούρα. «Όπου να' ναι θα ξημερώσει, τέτοια ώρα ξυπνάει ο κόσμος να πάει στις δουλειές του και δεν ετοιμάζεται για ύπνο!» ξεκίνησε να του λέει μα γρήγορα άλλαξε θέμα. Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και έστρωσε προσεκτικά την νυχτικιά πάνω της. «Αύριο το πρωί... δηλαδή σε λίγες ώρες» είπε και τον κοίταξε αυστηρά και πάλι, «θα έρθει η γυναίκα που θα με βοηθάει στο σπίτι από 'δω και στο εξής. Θα κοιμάται στο δωμάτιό σου μέχρι να συμμαζέψεις το μικρό δωμάτιο μέσα, από την σαβούρα που έχεις μαζέψει».
«Τι λες ρε μάνα! Δεν έλεγες να της βρω διαμέρισμα;» πετάχτηκε ο Άλκης σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα, «εγώ θα την βγάζω στον καναπέ; Είναι δυνατόν;» συνέχισε εκνευρισμένος αγνοώντας το επικριτικό βλέμμα της μάνας του. «Σιγά τον ύπνο που κάνεις! Ξημερώματα μαζεύεσαι! Να κοιμάσαι στο σαλόνι μπας και αναγκαστείς να σηκωθείς νωρίτερα για να βρεις και καμιά δουλειά! Και σου είπα τα πόδια μου με πονάνε! Σε λίγο δεν θα μπορώ ούτε να σηκωθώ! Σπίτια δεν υπάρχουν εδώ κοντά, κοίταξα εγώ, δεν περίμενα εσένα!» συνέχισε η κυρά Μαίρη απτόητη. Ο Άλκης κούνησε εκνευρισμένος το κεφάλι, έκανε μεταβολή κι έφυγε με μεγάλα βήματα πριν πει κουβέντες που θα μετάνιωνε. Δεν του έφτανε η μάνα του θα είχε κι άλλη μια να του κάνει κουμάντο τώρα στο ίδιο του το σπίτι.

Το κορίτσι του ημερολογίουWhere stories live. Discover now