Μια εβδομάδα είχε περάσει από την μέρα που επισκέφθηκε ο Χρήστος στον γιατρό. Μια ολόκληρη εβδομάδα και όχι μόνο η κατάσταση της δεν είχε βελτιωθεί καθόλου, μα και ο ίδιος δεν είχε καταφέρει να της μιλήσει. Η Ζωή περνούσε την μέρα της στο κρεβάτι, είτε κοιμόταν, είτε κοιτούσε το κενό χαμένη στις σκέψεις της, είτε έκλαιγε. Δεν ήθελε να τρώει, να κάνει μπάνιο, να μιλάει μαζί του. Κλεισμένη μέσα στο δωμάτιο έλιωνε κάθε μέρα πιο πολύ. Απελπισία τον είχε πιάσει. Έπρεπε να πάρει μέρος και στον επόμενο αγώνα με τις μηχανές, τα χρήματα τελείωναν αλλά όχι και τα έξοδα. Η αμοιβή του γιατρού ήταν μεγάλη, μα θα πουλούσε τα πάντα προκειμένου η Ζωή του να γινόταν και πάλι καλά. Του έλειπε... του έλειπε και πονούσε μέσα του έτσι που την έβλεπε να υποφέρει.
«Πέρνα» άνοιξε την πόρτα στον Άλκη και για λίγα λεπτά ο ένας κοίταξε τον άλλο. «Τα χάλια σου έχεις» σχολίασε κοφτά και πέρασε στο μικρό σαλόνι.
«Εσύ πας πίσω νομίζεις; Πόσες μέρες έχεις να ξυριστείς;»
«Παράτα με! Αν θέλω κήρυγμα έχω την κυρά Μαίρη γι' αυτήν τη δουλειά.» αποκρίθηκε εκνευρισμένος κι στάθηκε για λίγο μπροστά στην κλειστή μπαλκονόπορτα. Ο καιρός μουντός και βροχερός, ταίριαζε γάντι στην διάθεση και των δυο. «Η Ζωή;» ρώτησε τον Χρήστο μα την απάντηση την ήξερε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
«Κοιμάται...» είπε σιγανά και έκατσε βαρύς στον καναπέ. Έφερε τα χέρια στο πρόσωπο και άφησε ένα ήσυχο μουγκρητό. «Γαμώτο θέλω να καπνίσω και να πιω μέχρι τελικής πτώσεως! Να με μαζεύουν απ' το δρόμο! Να γίνω λιώμα!» συνέχισε και ο φίλος του έμεινε να τον κοιτά κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. «Έρχομαι μαζί σου ευχαρίστως!» αστειεύτηκε μα μόνο ο ίδιος ήξερε πόσο πολύ το χρειαζόταν.
Έμειναν για λίγη ώρα σιωπηλοί χαμένοι ο καθένας στις δικές του σκέψεις, προσπαθώντας να βρουν λύση στα προβλήματά τους. Βουνό τους φαινόταν όλα. Βουνό!
«Της μίλησες καθόλου;»
Ο Άλκης κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ξεφύσηξε δυνατά. «Όχι δεν της μίλησα... Ένα βράδυ την πέτυχα στην κουζίνα... μόνο που δεν της όρμησα...την θέλω ρε πούστη μου...το καταλαβαίνεις;» η ένταση και η πίεση φαινόταν στο πρόσωπό του. «Έχουμε και την κυρά Μαίρη να πετάγεται μπροστά μας τις πιο ακατάλληλες στιγμές» συνέχισε και κάθισε κουρασμένα στην καρέκλα απέναντι του.
«Είσαι μαλάκας... τριάντα χρονών και μένεις ακόμα στην μάνα σου! Πως περιμένεις να βρεις γκόμενα έτσι;» τον τσίτωσε ακόμα περισσότερο ο Χρήστος και τον κοίταξε συνοφρυωμένος.
BẠN ĐANG ĐỌC
Το κορίτσι του ημερολογίου
Lãng mạnΗ τρέλα μιας νύχτας οδηγεί τον Χρήστο στην απόγνωση. Τι συμβαίνει με εκείνο το κορίτσι; Πως μπορεί να την βρει; Θα καταφέρει να την εντοπίσει με μόνη βοήθεια το ημέρολόγιό της;