κεφάλαιο 6

593 77 7
                                    


"Δευτέρα 4 Απρίλη.
Πρώτη μέρα στην δουλειά σήμερα και η διάθεσή μου αντί να έχει διορθωθεί συνεχίζει να είναι στον πάτο. Θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη που βρήκα την δουλειά, θα έπρεπε να είμαι ευχαριστημένη που κερδίζω τα προς το ζην, και βγαίνω έξω. Μα γιατί όμως δεν νιώθω έτσι; Γιατί δεν μπορώ να χαρώ;
Εκείνο το πρωί ντύθηκα με τα χίλια ζόρια, και βγήκα από το σπίτι μου λες και πήγαινα στην κρεμάλα. Έσυρα τα βήματά μου μέχρι την στάση του λεωφορείου, μα εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να εξαφανιστώ. Να γυρίσω σπίτι μου και να χωθώ κάτω από την κουβέρτα μου.
Μόνη.
Καθυστέρησα πέντε ολόκληρα λεπτά και η υπεύθυνη μού έκανε παρατήρηση. Δεν έφτανε το πώς ένιωθα, με έκανε ακόμα πιο χάλια. Με πρόσβαλε και μου ζήτησε να μην επαναληφθεί η αργοπορία μου. Δεν έκανα καν τον κόπο να της εξηγήσω ή να απολογηθώ. Δεν είχε νόημα. Βγήκα από το γραφείο της με χαμηλά το κεφάλι και έψαξα μέρος να κρυφτώ. Κλείστηκα στην τουαλέτα με την πρώτη ευκαιρία και άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα, μα ούτε κι εκεί βρήκα την ησυχία μου. Ένα από τα μικρά με βρήκε και άρχισε να μου χτυπά την πόρτα για να βγω. Κοίταξα τον καθρέπτη, έπλυνα το πρόσωπό μου, χαμογέλασα πλατιά και γύρισα στην θέση μου. Έπρεπε να δείχνω χαρούμενη, έπρεπε να βρίσκω τρόπους να απασχολώ τους μαθητές μου, έπρεπε να κάνω τόσα πράγματα και όλο αυτό μου φαινόταν βουνό... Ένα τεράστιο βουνό που πρέπει να ανέβω με ένα εξίσου τεράστιο βάρος στην πλάτη».
Ο Χρήστος σηκώθηκε από το κρεβάτι, μπήκε βιαστικά στο μπάνιο και στάθηκε μπροστά από τον καθρέπτη στηρίζοντας τα χέρια του στον νιπτήρα. Έμεινε εκεί ακίνητος, να κοιτάει το είδωλό του, και τα μάτια του έμοιαζαν με μαύρες φουρτουνιασμένες θάλασσες. Ήταν οργισμένος, θυμωμένος με τον εαυτό του, αηδιασμένος με την πράξη του. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει, και με βήματα βαριά επέστρεψε στο δωμάτιο. Στάθηκε στην πόρτα για λίγα δευτερόλεπτα και έριξε το βλέμμα του στο κρεβάτι και στο ανοιχτό ημερολόγιο που ήταν εκεί. Ήξερε ότι έμπαινε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ήξερε ότι εάν συνέχιζε την ανάγνωση η ψυχική του υγεία θα κλονιζόταν ανεπανόρθωτα. Βούλιαξε το κρεβάτι από το βάρος του και κράτησε στα χέρια του το ημερολόγιο της άγνωστης κοπέλας. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω...ήταν πλέον αργά...
«Στο διάλειμμά μου χώθηκα στο πίσω δωμάτιο και άνοιξα το αγαπημένο μου βιβλίο για να ηρεμήσω... Λίγες μόνο γραμμές αρκούν... οι λέξεις στην αρχική σελίδα μου έδωσαν κουράγιο... δύναμη....Θεέ μου πόσο μου λείπει η αγάπη... πόσο μου λείπει... Κλαίνε τα μέσα μου... κλαίω βουβά και πονώ φρικτά τις νύχτες. Το κορμί μου δεν ηρεμεί, και δεν ξέρω τι να κάνω... Βυθίζομαι σε ένα βούρκο, και βουλιάζω...μόνη....αβοήθητη... που να στραφώ για βοήθεια; Ποιόν να φωνάξω;"
Έκλεισε για λίγο τα μάτια του και τα ένιωσε υγρά. Έριξε το σώμα του πίσω στο κρεβάτι και άπλωσε τα χέρια του αριστερά και δεξιά αναστενάζοντας βαθιά. Μια αναταραχή δίχως προηγούμενο είχε ξεσπάσει μέσα του διαβάζοντας τις σημειώσεις μιας άγνωστης κοπέλας. Προσπάθησε να συνδέσει την μορφή της, με τα γραπτά της. Τα λαμπερά, μπλε της μάτια έφτασαν αβίαστα μπροστά του. Όταν τα αντίκρισε εκείνος ήταν γεμάτα τρόμο, μα τώρα ξέρει ότι έκρυβαν και πόνο, θλίψη. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε μέχρι την κουζίνα να πιει κρύο νερό. Τα χέρια του ήθελαν να το πετάξουν μακριά εκείνο το κομμάτι από χαρτί, τον έκαιγε, τον πονούσε. Μόνο λίγες σελίδες είχε διαβάσει κι ήδη ένιωθε ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο! Μόνο λίγες σελίδες κι εκείνη είχε τρυπώσει μέσα του σαν λαθρεπιβάτης! Δεν ήταν έτσι αυτός... Τέτοια πράγματα δεν τον ακουμπούσαν, δεν τον επηρέαζαν, μα να που τώρα αισθανόταν ένοχος... ένα καθίκι και μισό που για να κάνει το κέφι του τρομοκράτησε μια νεαρή γυναίκα, αρπάζοντάς της κάτι που της έδινε δύναμη και που προφανώς είχε τόσο ανάγκη.

"Τετάρτη 17 Απρίλη.
Έφυγα... Παράτησα την δουλειά. Παράτησα και αυτή τη δουλειά. Δεν άντεχα τις παιδικές φωνές, δεν άντεχα τα γέλια, δεν άντεχα να βλέπω την χαρά των άλλων... Σκέψεις... σκέψεις... σκέψεις... το μυαλό μου είναι έτοιμο να εκραγεί. Είμαι συνεχώς ξαπλωμένη και το μόνο που με παρηγορεί είναι το ότι μπορώ ακόμα να γράφω σε αυτό εδώ το τετράδιο και βγάζω την μαυρίλα από μέσα μου. Αυτή την μαυρίλα που μου κρύβει καθημερινά τον ήλιο, αυτή τη μαυρίλα που κρύβει το φως, που μου ρουφάει την αναπνοή, την ζωή.... Πως στο καλό θα βγω από αυτόν τον βούρκο;"

Σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να στάζουν στο μέτωπο του Χρήστου. Η καρδιά του με κάθε λέξη που διάβαζε χτυπούσε όλο και πιο έντονα στο στήθος του. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει και η αγωνία για την τύχη της κοπέλας κορυφωνόταν. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ψάχνει με μανία στην μικρή του κουζίνα για ένα ξεχασμένο μπουκάλι με αλκοόλ. Μόλις το βρήκε στο βάθος ενός ντουλαπιού, το πήρε μαζί του στην κρεβατοκάμαρα, και ήπιε μια γερή γουλιά πριν ανοίξει και πάλι το ημερολόγιο. «Πως σε λένε μικρή;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του, και πέρασε τα δάχτυλα πάνω από το μελάνι της. Όμορφα γράμματα, με στρογγυλεμένες γωνίες, καλλιγραφικά. Ξεφύσησε δυνατά και χτύπησε με δύναμη την γροθιά του στο μαξιλάρι. Άλλη μια γερή γουλιά του έδωσε την δύναμη να γυρίσει την σελίδα, να συνεχίσει το διάβασμα, να συνεχίσει την εισβολή στην προσωπική της ζωή.

Το κορίτσι του ημερολογίουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora