κεφάλαιο 14

544 78 1
                                    


«Θέλω βοήθεια!» η πρώτη κουβέντα που έφτασε στα αυτιά του Άλκη το επόμενο πρωί, από την άκρη του τηλεφώνου ήταν αυτή. Ανασηκώθηκε στον καναπέ κρατώντας την μέση του και προσπάθησε να συνέλθει από τον ύπνο και τον πόνο.

«Χρήστο εσύ;» τον ρώτησε με βραχνή φωνή και άκουσε τον φίλο του να επαναλαμβάνει την ίδια φράση.

«Άλκη... σε χρειάζομαι! Έλα σπίτι μου!»

Ο Άλκης πετάχτηκε όρθιος σχεδόν τρομοκρατημένος παρασέρνοντας και την Ανδριάνα που εκείνη την στιγμή περνούσε από δίπλα του.

«Τι τρέχει ρε φίλε; Τι συμβαίνει;»

«Την βρήκα... είναι εδώ... ψήνεται στον πυρετό, θέλω αντιπυρετικά και οτιδήποτε άλλο φάρμακο θα μπορούσε να την βοηθήσει. Ρώτα τον φαρμακοποιό!» η φωνή του αλλοιωμένη από το άγχος και τον φόβο πραγματικά ανησύχησε τον φίλο του.

«Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί!» είπε αποφασιστικά κοιτώντας την Ανδριάνα που στεκόταν ακόμα μπροστά του με μια έκφραση απορίας στο βλέμμα της.

«Σε χρειάζομαι! Ένας φίλος μας χρειάζεται!» είπε και χάθηκε στο μπάνιο για να ετοιμαστεί. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και ο Άλκης εμφανίστηκε έτοιμος, κρατώντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

«Σε παρακαλώ έλα!» άπλωσε το χέρι του και την κοίταξε με αγωνία.

«Η μητέρα σου όμως...» κόμπιασε εκείνη κοιτώντας το απλωμένο του χέρι. Δεν χρειάστηκε να της το ζητήσει δεύτερη φορά. Το κράτησε και δεν το ελευθέρωσε μέχρι την στιγμή που μπήκε στο αμάξι του.

«Μ' ακούς κορίτσι μου; Μ' ακούς;» ο φόβος και η ανησυχία είχαν απλώσει πλοκάμια στον λαιμό του Χρήστου από την στιγμή που είδε την κοπέλα να ψήνεται στον πυρετό. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν είχε ούτε ασπιρίνη εκείνη τη στιγμή στο διαμέρισμά του! Της έβαζε μια δροσερή πετσέτα στο καυτό της μέτωπο όταν άκουσε την πόρτα του να χτυπά.

«Άργησες!» φώναξε στον Άλκη την στιγμή που μαζί με την Ανδριάνα έμπαιναν μέσα. Ο Χρήστος την κοίταξε με καχυποψία μα δεν μίλησε, άρπαξε την τσάντα φαρμακείου από τα χέρια του φίλου του και μπήκε βιαστικά στο δωμάτιό του. Η κοπέλα βρισκόταν σε λήθαργο. Τα μάτια της ήταν κλειστά, πότε πότε παραμιλούσε λόγια ακατάληπτα, και άλλες φορές τα χείλη της έτρεμαν από το ρίγος. Ο Άλκης στάθηκε μαζί με την Ανδριάνα στην άκρη του κρεβατιού και κοιτούσαν τον Χρήστο που προσπαθούσε να την ανασηκώσει για να πιει το αντιπυρετικό, μα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. «Άσε με να βοηθήσω» είπε σιγανά η Ανδριάνα και κράτησε απαλά μα με σταθερό χέρι την κοπέλα καθώς ο Χρήστος της έδινε το φάρμακο. «Το μέτωπό της καίει» είπε σμίγοντας τα φρύδια της και σηκώθηκε τραβώντας τα σκεπάσματα μακριά από την κοπέλα. «Βοήθησέ με να την κάνω ένα ντους, πρέπει να ρίξουμε τον πυρετό!» είπε επιτακτικά και ξεκίνησε να της βγάζει τα ρούχα. Ο Άλκης περίμενε στο σαλόνι, όσο ο Χρήστος με την Ανδριάνα δρόσισαν το κορμί της από την φλόγα του πυρετού.

Το κορίτσι του ημερολογίουTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang