κεφάλαιο 18

557 74 7
                                    

Η Ανδριάνα περπατούσε σχεδόν στις μύτες των ποδιών της για να πάει στην κουζίνα χωρίς να τον ξυπνήσει. Αναγκαστικά διέσχισε το σαλόνι όπου κοιμόταν. Στάθηκε για λίγο στην άκρη του καναπέ και τον είδε να ανασαίνει ελαφρά, με το χέρι πάνω στα κλειστά μάτια του, και το στέρνο γυμνό. Στο τέλος του Φθινοπώρου, με το κρύο και τον Χειμώνα να καραδοκεί, μόνο εκείνος θα μπορούσε να κυκλοφορεί ακόμα έτσι, σκέφτηκε χαμογελώντας ελαφρά. Στάθηκε εκεί να τον παρατηρεί με την ησυχία της μέχρι που ένιωσε άσχημα... Σαν μικρό κορίτσι που έκανε αταξία και την έπιασαν στα πράσα. Όμως πως μπορούσε να αντισταθεί; Πως μπορούσε να φύγει μακριά του αφού αυτή ήταν και η μοναδική της ευκαιρία να τον παρατηρήσει με την ησυχία της; Δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια της πάνω του. Δεν τολμούσε να του μιλήσει... Δεν ήξερε πως. Την μια στιγμή ο Άλκης φαινόταν προσιτός, ήρεμος και την άλλη φωτιές πετούσαν τα μάτια του, οι λέξεις του πλήγωναν, την τρόμαζε. Από την πρώτη μέρα που τον είδε της τράβηξε την προσοχή, από την πρώτη μέρα που τον συνάντησε στο σπίτι του τα μάτια του την υπνώτισαν. Μα ευτυχώς... γρήγορα συνήλθε και αποφάσισε να μείνει μακριά του.... Όσο γινόταν πιο μακριά του..

Μόλις μπήκε στην κουζίνα ανάσανε με ανακούφιση και γέμισε ένα ποτήρι νερό για να το πιεί. Ο ύπνος της για ακόμα ένα βράδυ είχε εξαφανιστεί. Σκιά του εαυτού της είχε καταντήσει και φοβόταν να συναντηθεί μόνη μαζί του. «Ανάθεμα την ώρα!» μουρμούρισε κουρασμένα και τα μάτια της γυάλισαν στο σκοτάδι. Από τότε που τον είδε είχε χάσει το μυαλό της. Δεν μπορούσε να ελέγξει το καρδιοχτύπι της, δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της καλά-καλά. Τον απέφευγε όσο μπορούσε μα και η κυρία Μαίρη είχε αρχίσει να την κοιτά περίεργα. Όταν εκείνος βρισκόταν στο δωμάτιο κάτι την έπιανε...ντροπή ήταν, φόβος; Δεν ήξερε...μπέρδευε τα λόγια της, δεν ήξερε τι έκανε. Δεν ήταν λίγες φορές που είχε πιάσει την κυρία Μαίρη να την κοιτά εξεταστικά, μα ευτυχώς ποτέ δεν της άνοιξε κουβέντα. Και τι να της εξηγούσε; Τι να της έλεγε; Ότι κοιτούσε τον γιό της και τα έχανε; «Καλύτερα λοιπόν να τον αποφεύγω» κατέληξε ψελλίζοντας και ήπιε με μιας και το υπόλοιπο νερό.

«Ποιον εννοείς;» η φωνή του ακούστηκε στο μισοσκόταδο και η Ανδριάνα τινάχτηκε από τρόμο. Έφερε το χέρι στο στήθος της να καταλαγιάσουν οι χτύποι της καρδιάς της και τον κοίταξε με κομμένη την ανάσα. Στεκόταν στον παραστάτη της πόρτας ημίγυμνος, με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. Παρά το σκοτάδι που υπήρχε, η φλόγα στα μάτια του ξεχώριζε, το πάθος και η οργή ανακατεμένα συναισθήματα μέσα του τον αποσυντόνιζαν όσο ποτέ. Την πλησίασε αργά, σαν τον πάνθηρα που ετοιμαζόταν να παγιδεύσει το θήραμά του. «Ποιόν εννοείς Ανδριάνα; Ποιον προσπαθείς να αποφύγεις;» συνέχισε ψιθυριστά διαλέγοντας τις λέξεις μια- μία. Τράβηξε το βλέμμα της από πάνω του και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της. Ήταν σίγουρη ότι το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο από ντροπή σαν να την είχαν πιάσει να κάνει κάτι κακό. Έπρεπε να φύγει από κοντά του και με μιας κινήθηκε προς την πόρτα. Μα δεν ήταν αρκετά γρήγορη. Το χέρι του την άρπαξε από τον καρπό και τραβώντας την, την κόλλησε στο στέρνο του. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε μανιασμένα κάτω από την λεπτή της νυχτικιά, τα χείλη της έτρεμαν και τα μάτια της γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό. Ο Άλκης την κράτησε γερά κοντά του και τα χέρια του ανέβηκαν αργά και σταθερά προς το πρόσωπό της. «Ελπίζω μόνο να μην εννοείς εμένα....» ψιθύρισε στο αυτί της, και τα δάχτυλά του ακούμπησαν απαλά τα χείλη της. Έτρεμε... το ένιωθε ότι έτρεμε έτσι κολλημένη στο στέρνο του μα του άρεσε... Η αίσθηση που του χάριζε η επαφή αυτή τον τρέλαινε, τον γέμιζε με μια δύναμη που δεν ήξερε ότι έκρυβε, μα τον αποδυνάμωνε κιόλας, τον εξαντλούσε η μάχη που μαίνονταν μέσα του. «Ανδριάνα... δεν μπορείς να με αποφεύγεις άλλο... δεν το βλέπεις...δεν γίνεται...» σχολίασε πάνω στα χείλη της. Το φιλί τους στην αρχή ήταν απαλό, γευόταν τα βελούδινα χείλη της κι ένιωσε σαν μεθυσμένος. Μια εφορία τον κατέκλυσε μα δεν κράτησε πολύ. Η Ανδριάνα σαν να ξύπνησε από λήθαργο προσπάθησε να τον απωθήσει, σπρώχνοντάς τον. Η αίσθηση όμως ήταν μαγική, το ήθελε αυτό το φιλί, το περίμενε, η καρδιά της το λαχταρούσε, μα όχι και η λογική.

«Σταμάτα!» φώναξε πιο δυνατά απ' ότι ήθελε και τον ανάγκασε να απομακρυνθεί. Στο πρόσωπό του μπορούσε να διακρίνει την ευχαρίστηση, την πείνα και τον πόθο. Η ίδια φλόγα διακρίνονταν στα μάτια του...φλόγα έτοιμη να κάψει και τους δύο.

«Με θέλεις» είπε σιγανά ο Άλκης και την πλησίασε ξανά. «Με θέλεις όσο κι εγώ!»

«Δεν πρέπει» είπε εκείνη κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της και έκανε ένα βήμα πίσω. Ήθελε να βγει από το δωμάτιο, να κλειστεί στην ασφάλεια του δικού της. Μακριά από τον άνδρα εκείνο, μακριά από τα επικίνδυνα και εθιστικά φιλιά του.

«Ποιος το λέει αυτό Ανδριάνα;» την ρώτησε απότομα και η φωνή του ακούστηκε παράξενα βραχνή.

Μια πόρτα άνοιξε και τα βήματα της κυρά Μαίρης ακούστηκαν στην ησυχία του σπιτιού. Μαρμάρωσαν και οι δύο εκεί που βρισκόταν. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της Ανδριάνας, ενώ ο Άλκης φαινόταν εκνευρισμένος για την τροπή που έπαιρνε και πάλι η βραδιά. Ανάσαναν και οι δύο με ανακούφιση όταν συνειδητοποίησαν ότι η μάνα του μπήκε στο μπάνιο. Με γρήγορες κινήσεις κατευθύνθηκε προς την πόρτα της κουζίνας η Ανδριάνα, μα και πάλι ο Άλκης στάθηκε πιο γρήγορος.

«Δεν τελειώσαμε εμείς οι δύο....» ακούστηκε σαν απειλή και η νεαρή κοπέλα ανατρίχιασε και μόνο στο άκουσμά της. Κλείστηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον χώρο της και έφερε τα δάχτυλα στα χείλη της. Ακόμη έκαιγαν, ακόμη είχαν την γεύση του.

Μια εβδομάδα είχε περάσει από την μέρα που ο Χρήστος και η Ζωή βγήκαν για βόλτα. Έκτοτε τα πράγματα είχαν πάρει την κάτω βόλτα. Λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη της και το βλέμμα της ώρες- ώρες κοιτούσε το κενό. Σαν θηρίο στο κλουβί πηγαινοερχόταν στο σπίτι ο Χρήστος μην γνωρίζοντας πώς να χειριστεί την κατάσταση.

«Δεν ξέρω τι σκατά να κάνω!» παραπονέθηκε απελπισμένος στον Άλκη ένα απόγευμα που μίλησαν στο τηλέφωνο. «Δεν μιλάει... δεν τρώει... όλο στο κρεβάτι θέλει να είναι» συνέχισε και ρούφηξε βαθιά στα πνευμόνια τον καπνό απ' το τσιγάρο του. «Θα τρελαθώ ρε φίλε... πραγματικά θα τρελαθώ! Θέλει βοήθεια και δεν έχω ιδέα πώς να βοηθήσω!».

«Στα ίδια σκατά είμαστε και οι δύο.... Ήθελα να ήξερα ποιος πούστης μας μούτζωσε!» αποκρίθηκε φουρκισμένος ο Άλκης που ούτε και αυτός είχε καλύτερη τύχη μετά την τελευταία συνάντηση με την Ανδριάνα. «Ρώτα σε κάποιον... επαγγελματία... ψυχολόγο ή κάτι τέτοιο» τον συμβούλεψε και ο Χρήστος μόνο που δεν φώναξε από χαρά.

«Άλκη πρέπει να κανονίσουμε αγώνα» του είπε λίγο πριν κλείσουν την γραμμή. «Τα λεφτά φεύγουν...η πουτάνα η Λένα με πέτυχε στο διάδρομο την προηγούμενη εβδομάδα και μόλις είδε την Ζωή στράβωσε. Θέλει το ενοίκιο μέχρι τέλος του μήνα».

«Θα δω τι θα κάνω... θα σε ενημερώσω» αποκρίθηκε βιαστικά και έκλεισαν την γραμμή. 

Το κορίτσι του ημερολογίουWhere stories live. Discover now